ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΘΕΡΑΠΩΝ
Πενθέα, ήρθαμε.
435Μας έστειλες να κυνηγήσουμε το θήραμα. Ιδού, το πιάσαμε.
Δεν πήγε χαμένος ο κόπος.
Σταθήκαμε τυχεροί. Ήτανε ήμερο το αγρίμι.
Δεν προσπάθησε να ξεφύγει. Άπλωσε πρόθυμο τα χέρια.
Δε χλόμιασε. Η λάμψη του προσώπου του δεν έσβησε.
Γελώντας άφησε και να τον δέσουμε και να τον πάρουμε.
440Ασάλευτος έμενε, σαν να ᾽θελε να με απαλλάξει από τον κόπο.
Εγώ ντράπηκα και του είπα: «Ξένε,
σε συλλαμβάνω χωρίς να το θέλω. Ο Πενθέας με διέταξε.»
Και οι βάκχες,
που τις φυλάκισες,
που τις άρπαξες,
που τις έριξες στο δεσμωτήριο αλυσοδεμένες,
445ελευθερώθηκαν, δραπέτευσαν·
πλανιόνται σε βουνά και σε φαράγγια,
βοούν, καλούν θεό τον Διόνυσο.
Τα δεσμά στα πόδια τους λύθηκαν μόνα τους.
Οι κλειδωμένες πύλες άνοιξαν, χωρίς να τις αγγίξει χέρι ανθρώπου.
450Αυτός ο ξένος ήρθε στη Θήβα γεμάτος θαύματα.
Τα άλλα χρέος δικό σου.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Αφήστε του τα χέρια.
Τώρα που πιάστηκε στα δίχτυα, δεν ξεφεύγει.
Τόσο γρήγορος δεν είναι.
Πάντως, ξένε, δε σου λείπει η ομορφιά
—τουλάχιστον η ομορφιά που γοητεύει τις γυναίκες.
Άλλωστε, γι᾽ αυτές δε βρίσκεσαι στη Θήβα;
455Τα μαλλιά σου είναι μακριά· δεν ξέρουν τί θα πει πάλη·
οι βόστρυχοι χύνονται στους ώμους,
αγγίζουν το μάγουλό σου
γεμάτοι πόθο.
Το δέρμα σου το κρατάς λευκό, το φροντίζεις.
Φοβάσαι το βλέμμα του ήλιου· στη σκιά
κυνηγάς την Αφροδίτη με το κάλλος σου.
460Πες μου, λοιπόν, πρώτα: ποιός είσαι; ποιά η γενιά σου;
|