Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Συμπόσιον (183c-185c)


Ἐπειδὰν δὲ παιδαγωγοὺς ἐπιστήσαντες οἱ πατέρες τοῖς ἐρωμένοις μὴ ἐῶσι διαλέγεσθαι τοῖς ἐρασταῖς, καὶ τῷ παιδαγωγῷ ταῦτα προστεταγμένα ᾖ, ἡλικιῶται δὲ καὶ ἑταῖροι ὀνειδίζωσιν ἐάν τι ὁρῶσιν τοιοῦτον γιγνόμενον, καὶ τοὺς ὀνειδίζοντας αὖ οἱ [183d] πρεσβύτεροι μὴ διακωλύωσι μηδὲ λοιδορῶσιν ὡς οὐκ ὀρθῶς λέγοντας, εἰς δὲ ταῦτά τις αὖ βλέψας ἡγήσαιτ᾽ ἂν πάλιν αἴσχιστον τὸ τοιοῦτον ἐνθάδε νομίζεσθαι. τὸ δὲ οἶμαι ὧδ᾽ ἔχει· οὐχ ἁπλοῦν ἐστιν, ὅπερ ἐξ ἀρχῆς ἐλέχθη οὔτε καλὸν εἶναι αὐτὸ καθ᾽ αὑτὸ οὔτε αἰσχρόν, ἀλλὰ καλῶς μὲν πραττόμενον καλόν, αἰσχρῶς δὲ αἰσχρόν. αἰσχρῶς μὲν οὖν ἐστι πονηρῷ τε καὶ πονηρῶς χαρίζεσθαι, καλῶς δὲ χρηστῷ τε καὶ καλῶς. πονηρὸς δ᾽ ἐστὶν ἐκεῖνος ὁ ἐραστὴς ὁ [183e] πάνδημος, ὁ τοῦ σώματος μᾶλλον ἢ τῆς ψυχῆς ἐρῶν· καὶ γὰρ οὐδὲ μόνιμός ἐστιν, ἅτε οὐδὲ μονίμου ἐρῶν πράγματος. ἅμα γὰρ τῷ τοῦ σώματος ἄνθει λήγοντι, οὗπερ ἤρα, «οἴχεται ἀποπτάμενος,» πολλοὺς λόγους καὶ ὑποσχέσεις καταισχύνας· ὁ δὲ τοῦ ἤθους χρηστοῦ ὄντος ἐραστὴς διὰ βίου μένει, ἅτε μονίμῳ συντακείς. τούτους δὴ βούλεται ὁ [184a] ἡμέτερος νόμος εὖ καὶ καλῶς βασανίζειν, καὶ τοῖς μὲν χαρίσασθαι, τοὺς δὲ διαφεύγειν. διὰ ταῦτα οὖν τοῖς μὲν διώκειν παρακελεύεται, τοῖς δὲ φεύγειν, ἀγωνοθετῶν καὶ βασανίζων ποτέρων ποτέ ἐστιν ὁ ἐρῶν καὶ ποτέρων ὁ ἐρώμενος. οὕτω δὴ ὑπὸ ταύτης τῆς αἰτίας πρῶτον μὲν τὸ ἁλίσκεσθαι ταχὺ αἰσχρὸν νενόμισται, ἵνα χρόνος ἐγγένηται, ὃς δὴ δοκεῖ τὰ πολλὰ καλῶς βασανίζειν, ἔπειτα τὸ ὑπὸ χρημάτων καὶ ὑπὸ πολιτικῶν δυνάμεων ἁλῶναι αἰσχρόν, [184b] ἐάν τε κακῶς πάσχων πτήξῃ καὶ μὴ καρτερήσῃ, ἄν τ᾽ εὐεργετούμενος εἰς χρήματα ἢ εἰς διαπράξεις πολιτικὰς μὴ καταφρονήσῃ· οὐδὲν γὰρ δοκεῖ τούτων οὔτε βέβαιον οὔτε μόνιμον εἶναι, χωρὶς τοῦ μηδὲ πεφυκέναι ἀπ᾽ αὐτῶν γενναίαν φιλίαν. μία δὴ λείπεται τῷ ἡμετέρῳ νόμῳ ὁδός, εἰ μέλλει καλῶς χαριεῖσθαι ἐραστῇ παιδικά. ἔστι γὰρ ἡμῖν νόμος, ὥσπερ ἐπὶ τοῖς ἐρασταῖς ἦν δουλεύειν ἐθέλοντα [184c] ἡντινοῦν δουλείαν παιδικοῖς μὴ κολακείαν εἶναι μηδὲ ἐπονείδιστον, οὕτω δὴ καὶ ἄλλη μία μόνη δουλεία ἑκούσιος λείπεται οὐκ ἐπονείδιστος· αὕτη δ᾽ ἐστὶν ἡ περὶ τὴν ἀρετήν. νενόμισται γὰρ δὴ ἡμῖν, ἐάν τις ἐθέλῃ τινὰ θεραπεύειν ἡγούμενος δι᾽ ἐκεῖνον ἀμείνων ἔσεσθαι ἢ κατὰ σοφίαν τινὰ ἢ κατὰ ἄλλο ὁτιοῦν μέρος ἀρετῆς, αὕτη αὖ ἡ ἐθελοδουλεία οὐκ αἰσχρὰ εἶναι οὐδὲ κολακεία. δεῖ δὴ τὼ νόμω τούτω συμβαλεῖν εἰς ταὐτόν, τόν τε περὶ τὴν παιδεραστίαν καὶ [184d] τὸν περὶ τὴν φιλοσοφίαν τε καὶ τὴν ἄλλην ἀρετήν, εἰ μέλλει συμβῆναι καλὸν γενέσθαι τὸ ἐραστῇ παιδικὰ χαρίσασθαι. ὅταν γὰρ εἰς τὸ αὐτὸ ἔλθωσιν ἐραστής τε καὶ παιδικά, νόμον ἔχων ἑκάτερος, ὁ μὲν χαρισαμένοις παιδικοῖς ὑπηρετῶν ὁτιοῦν δικαίως ἂν ὑπηρετεῖν, ὁ δὲ τῷ ποιοῦντι αὐτὸν σοφόν τε καὶ ἀγαθὸν δικαίως αὖ ὁτιοῦν ἂν ὑπουργῶν ‹ὑπουργεῖν›, καὶ ὁ μὲν δυνάμενος εἰς φρόνησιν καὶ τὴν [184e] ἄλλην ἀρετὴν συμβάλλεσθαι, ὁ δὲ δεόμενος εἰς παίδευσιν καὶ τὴν ἄλλην σοφίαν κτᾶσθαι, τότε δὴ τούτων συνιόντων εἰς ταὐτὸν τῶν νόμων μοναχοῦ ἐνταῦθα συμπίπτει τὸ καλὸν εἶναι παιδικὰ ἐραστῇ χαρίσασθαι, ἄλλοθι δὲ οὐδαμοῦ. ἐπὶ τούτῳ καὶ ἐξαπατηθῆναι οὐδὲν αἰσχρόν· ἐπὶ δὲ τοῖς ἄλλοις πᾶσι καὶ ἐξαπατωμένῳ αἰσχύνην φέρει καὶ μή. εἰ γάρ τις [185a] ἐραστῇ ὡς πλουσίῳ πλούτου ἕνεκα χαρισάμενος ἐξαπατηθείη καὶ μὴ λάβοι χρήματα, ἀναφανέντος τοῦ ἐραστοῦ πένητος, οὐδὲν ἧττον αἰσχρόν· δοκεῖ γὰρ ὁ τοιοῦτος τό γε αὑτοῦ ἐπιδεῖξαι, ὅτι ἕνεκα χρημάτων ὁτιοῦν ἂν ὁτῳοῦν ὑπηρετοῖ, τοῦτο δὲ οὐ καλόν. κατὰ τὸν αὐτὸν δὴ λόγον κἂν εἴ τις ὡς ἀγαθῷ χαρισάμενος καὶ αὐτὸς ὡς ἀμείνων ἐσόμενος διὰ τὴν φιλίαν ἐραστοῦ ἐξαπατηθείη, ἀναφανέντος ἐκείνου κακοῦ [185b] καὶ οὐ κεκτημένου ἀρετήν, ὅμως καλὴ ἡ ἀπάτη· δοκεῖ γὰρ αὖ καὶ οὗτος τὸ καθ᾽ αὑτὸν δεδηλωκέναι, ὅτι ἀρετῆς γ᾽ ἕνεκα καὶ τοῦ βελτίων γενέσθαι πᾶν ἂν παντὶ προθυμηθείη, τοῦτο δὲ αὖ πάντων κάλλιστον· οὕτω πᾶν πάντως γε καλὸν ἀρετῆς γ᾽ ἕνεκα χαρίζεσθαι. οὗτός ἐστιν ὁ τῆς οὐρανίας θεοῦ ἔρως καὶ οὐράνιος καὶ πολλοῦ ἄξιος καὶ πόλει καὶ ἰδιώταις, πολλὴν ἐπιμέλειαν ἀναγκάζων ποιεῖσθαι πρὸς ἀρετὴν τόν [185c] τε ἐρῶντα αὐτὸν αὑτοῦ καὶ τὸν ἐρώμενον· οἱ δ᾽ ἕτεροι πάντες τῆς ἑτέρας, τῆς πανδήμου. ταῦτά σοι, ἔφη, ὡς ἐκ τοῦ παραχρῆμα, ὦ Φαῖδρε, περὶ Ἔρωτος συμβάλλομαι.


Όμως, από την ώρα που οι πατέρες αναθέτουν την επιτήρηση των αγοριών τους σε παιδαγωγούς και δεν τ᾽ αφήνουν να πιάνουν συζήτηση με τους εραστές τους κι έχουν δώσει αυτές τις εντολές στους παιδαγωγούς· και την ίδια ώρα οι συνομήλικοι και οι φίλοι των αγοριών αυτών τα ξεφτιλίζουν, αν πάρει το μάτι τους ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο, χωρίς να συναντούν την αντίδραση [183d] ή τη λοιδορία των μεγαλύτερων σε ηλικία για τις ανοησίες που λένε, λοιπόν, αν κάποιος λάβει υπόψη του τα παραπάνω, θα διαμόρφωνε την αντίθετη άποψη, ότι σ᾽ αυτό τον τόπο το κοινό αίσθημα θεωρεί προστυχιά αυτό, για το οποίο μιλάμε. Αλλά, φρονώ, νά στην πραγματικότητα τί συμβαίνει: το πράμα, όπως είπαμε και στην αρχή, δεν είναι απλό: αυτό καθαυτό δεν είναι ούτε ωραίο ούτε πρόστυχο, αλλά, όταν γίνεται με ωραίο τρόπο, ωραίο· όταν γίνεται πρόστυχα, πρόστυχο. Τί εννοούμε με το “πρόστυχα”; να ικανοποιεί κανείς τον πόθο χυδαίου ανθρώπου με χυδαίο τρόπο· και τί με το “ωραία”; να ικανοποιεί κανείς τον πόθο αξιόλογου ανθρώπου με ευπρέπεια. Και χυδαίος είναι εκείνος [183e] ο πάνδημος εραστής, που νιώθει έρωτα μόνο για το σώμα κι όχι για την ψυχή· γιατί ούτε καν είναι σταθερός, από τη στιγμή που νιώθει έρωτα για κάτι που δεν είναι σταθερό. Γιατί, έτσι και το σώμα που ποθούσε παύει να ᾽ναι στον ανθό του, την ίδια στιγμή “πέταξε και πάει”, ρίχνοντας στη ντροπή ένα σωρό λόγια και υποσχέσεις· αντίθετα, ο εραστής ενός πράγματι ανώτερου χαρακτήρα μένει πιστός δια βίου, μια κι ενώθηκαν αξεδιάλυτα στο ίδιο χωνευτήρι. Λοιπόν ετούτους [184a] το κοινό αίσθημα της πόλης μας θέλει να τους υποβάλει σε αξιόπιστη και αποτελεσματική δοκιμασία, ώστε στους δεύτερους να δίνονται τ᾽ αγόρια, αλλά τους πρώτους να τους αποφεύγουν. Γι᾽ αυτό τον λόγο προτρέπει εκείνους να τρέχουν πίσω απ᾽ τους νεαρούς, αυτούς όμως να προσπαθούν να ξεφύγουν, οργανώνοντας διαγωνισμούς και υποβάλλοντας σε δοκιμασίες, σε ποιά άραγε κατηγορία ανήκει ο εραστής και σε ποιά ο ερωμένος. Έτσι λοιπόν γι᾽ αυτό τον λόγο θεωρήθηκε προστυχιά το να ικανοποιεί κανείς γρήγορα τον πόθο του εραστή, για να μεσολαβήσει κάποιο χρονικό διάστημα (γιατί παραδεχόμαστε ότι ο χρόνος τις πιο πολλές φορές είναι αξιόπιστη δοκιμασία)· θεωρήθηκε επίσης προστυχιά να δίνεται ο ερωμένος με χρήματα και με πολιτικές πιέσεις, [184b] κι όταν σκύψει το κεφάλι μπροστά στη βία και δεν αντιπαλέψει, κι όταν δε δείξει περιφρόνηση σ᾽ όσους τον ευεργετούν οικονομικά ή με πολιτικές εξυπηρετήσεις· γιατί τίποτ᾽ απ᾽ αυτά δεν παραδεχόμαστε πως είναι σταθερό ούτε μόνιμο — αφήνω που απ᾽ αυτά δε ριζώνει ευγενική φιλία. Λοιπόν ο κανόνας συμπεριφοράς της πόλης μας οδηγεί σε μονόδρομο, για την περίπτωση που τ᾽ αγαπημένο αγόρι θα ικανοποιήσει με κόσμιο τρόπο τον πόθο του εραστή του. Γιατί έχουμε θεσμοθετήσει, όπως είχε θεσμοθετηθεί να μη θεωρείται κολακεία ούτε εξευτελιστικό η εθελούσια υποδούλωση, [184c] μ᾽ οποιαδήποτε μορφή, των εραστών στ᾽ αγαπημένα τους αγόρια, έτσι λοιπόν να μένει άλλη μια υποδούλωση όχι εξευτελιστική: η υποδούλωση που έχει να κάνει με την αρετή. Δηλαδή στην πόλη μας επικρατεί η άποψη ότι, αν κάποιος εθελοντικά προσφέρεται να εξυπηρετήσει κάποιον, επειδή πιστεύει ότι εκείνος με τις φροντίδες του θα τον κάνει καλύτερο ή σε κάποιο τομέα πνευματικής καλλιέργειας ή σε κάποια άλλη, οποιαδήποτε, επιμέρους αρετή, αυτή του η εθελούσια υποδούλωσή του και πάλι δεν είναι επονείδιστη ούτε κολακεία. Λοιπόν, πρέπει αυτούς τους δυο κανόνες συμπεριφοράς (και αυτόν που ισχύει για την παιδεραστία και [184d] αυτόν που ισχύει για τη φιλοσοφία και τις άλλες επιμέρους αρετές) να τους συναιρέσουμε σε έναν, αν είναι να προκύψει ότι θα θεωρηθεί ωραίο το αγαπημένο αγόρι να ικανοποιεί τον πόθο του εραστή του. Πράγματι, όταν συναπαντηθούν εραστής και αγαπημένο αγόρι, έχοντας ο καθένας τους ως αρχή, ο πρώτος ότι, προσφέροντας οποιαδήποτε υπηρεσία στο αγόρι που ικανοποίησε τον πόθο του, του την προσφέρει νόμιμα· ο δεύτερος, ότι, εξυπηρετώντας τον άντρα που τον κάνει σοφό και ανώτερο άνθρωπο, νόμιμα πάλι τον εξυπηρετεί, και εφόσον ο πρώτος μπορεί να συμβάλει στην απόχτηση σοφίας και της [184e] υπόλοιπης αρετής κι ο άλλος νιώθει την ανάγκη ν᾽ αποχτήσει παιδεία και γενικότερα τη σοφία, τότε λοιπόν, όταν ετούτες οι αρχές έρθουν και συναπαντηθούν, τότε και μόνο σ᾽ αυτή την περίπτωση, αποκλειστικά, συμβαίνει να ᾽ναι ωραίο να ικανοποιεί το αγόρι τον πόθο του εραστή, και σε καμιά άλλη. Και σ᾽ αυτή την περίπτωση δεν είναι καθόλου επονείδιστο ακόμη και το να πέσει κανείς θύμα απάτης· όμως σε κάθε άλλη περίπτωση, είτε πέσει θύμα απάτης είτε όχι, είναι επονείδιστο. Λόγου χάρη, αν κάποιος, [185a] ικανοποιώντας τον πόθο του εραστή του, επειδή τον έχει για πλούσιο, αποβλέποντας στα πλούτη του, πέσει θύμα απάτης και δεν πάρει τα χρήματα, καθώς θ᾽ αποκαλυφτεί φτωχός ο εραστής, ο εξευτελισμός του δε θα είναι καθόλου μικρότερος· γιατί ο κόσμος βλέπει ότι ένα τέτοιο υποκείμενο αποκάλυψε το ποιόν του, δηλαδή ότι για τα χρήματα θα πρόσφερε οποιαδήποτε εξυπηρέτηση στον πρώτο τυχόντα — μπορεί κάτι τέτοιο να είναι καθώς πρέπει; Λοιπόν, ας ακολουθήσουμε την ίδια πορεία: αν τώρα ένας άλλος ικανοποιήσει κι αυτός τον πόθο του εραστή του, επειδή τον έχει για ανώτερο άνθρωπο, με την ιδέα πως θα γίνε κι ο ίδιος ανώτερος άνθρωπος με τη φιλική σχέση με τον εραστή του, και πέσει θύμα απάτης, καθώς εκείνος θ᾽ αποκαλυφτεί άνθρωπος κατώτερος [185b] και χωρίς αρετή, όμως το ότι έπεσε θύμα απάτης τον τιμά· γιατί ο κόσμος βλέπει και στην περίπτωση αυτή ότι κι ετούτος αποκάλυψε το ποιόν του, ότι η επιδίωξή του ν᾽ αποχτήσει αρετή και να γίνει ανώτερος άνθρωπος τον έκανε να προσφέρει τα πάντα στον καθένα — υπάρχει, τώρα, στον κόσμο κάτι πιο όμορφο απ᾽ αυτό; Συμπερασματικά, είναι όμορφο να ικανοποιείς τον κάθε πόθο σε κάθε περίπτωση, αν είναι ν᾽ αποχτήσεις αρετή. Νά ποιός είναι ο Έρωτας της Αφροδίτης, της Ουράνιας θεάς, ουράνιος κι ο ίδιος και μ᾽ ανεκτίμητη αξία και για πόλεις και για άτομα, με το να απαιτεί να καταβάλλουν κάθε φροντίδα για την αρετή, [185c] τόσο ο ίδιος ο εραστής για τον εαυτό του, όσο κι ο ερωμένος· οι άλλοι έρωτες όλοι, είναι της άλλης Αφροδίτης, της Πανδήμου. Αυτή είναι, είπε ο Παυσανίας, Φαίδρε, η συνεισφορά που σου καταθέτω, έτσι αυτοσχεδιάζοντας, στη συζήτηση για τον έρωτα».