[14] Το προοίμιο λοιπόν είναι η αρχή του ρητορικού λόγου, ό,τι είναι ο πρόλογος στη (δραματική) ποίηση και το προαύλιο στην αύληση: όλα αυτά είναι αρχές, κάτι σαν άνοιγμα δρόμου προς ό,τι θα ακολουθήσει. Το προαύλιο λοιπόν μοιάζει με το προοίμιο των επιδεικτικών λόγων· πραγματικά οι αυλητές, αφού πρώτα παίξουν ένα κομμάτι που ξέρουν να το παίζουν καλά, το συνάπτουν τονικά με την αρχή του κομματιού που πρόκειται να εκτελέσουν· με τον ίδιο αυτό τρόπο πρέπει να γράφει κανείς και τους επιδεικτικούς του λόγους: αφού πρώτα πει κάτι —οτιδήποτε— που του αρέσει, να περνάει αμέσως στο προοίμιο και να κάνει τη σύνδεση με το θέμα του. Αυτό δεν κάνουν και όλοι οι ρήτορες; Παράδειγμα το προοίμιο της Ελένης του Ισοκράτη· τίποτε, πράγματι, το κοινό δεν υπάρχει ανάμεσα στους Εριστικούς και στο θέμα της Ελένης. Την ίδια στιγμή, ακόμη και αν ο ρήτορας απομακρυνθεί από το θέμα του, το πράγμα είναι ταιριαστό, παρά να είναι όλος ο λόγος ομοιόμορφος. Τα προοίμια των επιδεικτικών λόγων αντλούν το περιεχόμενό τους από έπαινο ή ψόγο (παράδειγμα: ο Γοργίας στον Ολυμπικό λόγο του με τα λόγια «Αξίζετε, ω Έλληνες, τον θαυμασμό πολλών», επαινεί αυτούς που φροντίζουν για την πραγματοποίηση των λαϊκών γιορταστικών συγκεντρώσεων, ενώ ο Ισοκράτης διατυπώνει τον ψόγο ότι, ενώ τίμησαν με δωρεές τις σωματικές αρετές, δεν όρισαν κανένα βραβείο γι᾽ αυτούς που διακρίνονται για τα πνευματικά τους χαρίσματα) ή από συμβουλή (π.χ. ότι πρέπει να τιμάει κανείς τους καλούς ανθρώπους· γι᾽ αυτό και αυτός επαινεί τον Αριστείδη· ή ότι πρέπει να τιμούμε τους ανθρώπους που μπορεί να μην έχουν καμιά ξεχωριστή φήμη, δεν είναι όμως και τιποτένιοι· ανθρώπους που, ενώ είναι καλοί, ο κόσμος δεν τους ξέρει· τέτοια ήταν, επί παραδείγματι, η περίπτωση του Αλέξανδρου, του γιο του Πρίαμου: στις περιπτώσεις αυτές ο ρήτορας δίνει κάποια συμβουλή. Μπορούν επίσης οι επιδεικτικοί ρήτορες να αρχίζουν [1415a] όπως αρχίζουν και οι δικανικοί ρήτορες, να απευθύνονται δηλαδή στους ακροατές, όταν ο λόγος είναι για κάτι το παράξενο, για κάτι το δύσκολο ή για κάτι το πολυσυζητημένο, με στόχο να φανούν οι ακροατές επιεικείς απέναντί τους, κάτι σαν αυτό που κάνει ο Χοιρίλος στον στίχο του Τώρα που έχουν πια όλα μοιραστεί. Τα προοίμια λοιπόν των επιδεικτικών λόγων αντλούνται από αυτές τις πηγές: από τον έπαινο, από τον ψόγο, από την προτροπή, από την αποτροπή, από τις εκκλήσεις στους ακροατές. Και, βέβαια, τα εισαγωγικά αυτά κομμάτια υποχρεωτικά θα είναι ή άσχετα ή σχετικά με το θέμα του λόγου. Όσο για τα προοίμια στον δικανικό λόγο, πρέπει να δεχτούμε ότι αυτά λειτουργούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που λειτουργούν οι πρόλογοι στα δράματα και τα προοίμια στα έπη (γιατί τα προοίμια των διθυράμβων μοιάζουν με τα προοίμια των επιδεικτικών λόγων: «για σένα, για τα δώρα σου ή και τα λάφυρά σου». Στους (δικανικούς), πάντως, λόγους και στα έπη πρόκειται για μια πρόγευση από το θέμα, ώστε οι ακροατές να γνωρίζουν από πριν περί τίνος ο λόγος, και ο νους τους να μη μένει μετέωρος· γιατί το αόριστο παραπλανάει. Δίνοντας λοιπόν —για να το πούμε έτσι— την αρχή στο χέρι του ακροατή τον βοηθούμε να κρατηθεί γερά από αυτήν και έτσι να παρακολουθήσει τον λόγο. Εξού και τα προοίμια: Τραγουδά μου, θεά, τη μάνητα... Μίλα μου, Μούσα, για τον άντρα... Γίνε μου τώρα οδηγός για έναν λόγο αλλιώτικο, για το πώς ήρθε ένας μεγάλος πόλεμος απ᾽ την Ασία στην Ευρώπη. Έτσι και οι τραγικοί ποιητές κάνουν φανερό ποιό είναι το θέμα του δράματός τους — αν όχι από την αρχή, όπως ο Ευριπίδης, πάντως σε κάποιο σημείο του προλόγου, όπως κάνει και ο Σοφοκλής: πατέρας μου ήταν ο Πόλυβος. Το ίδιο και στην κωμωδία. Η ουσιαστικότερη λοιπόν λειτουργία του προοιμίου, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του, είναι αυτό: να δηλώσει προς τα πού θα κατευθυνθεί ο λόγος (γι᾽ αυτό και, αν το πράγμα είναι φανερό από μόνο του και το θέμα δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό, το προοίμιο δεν χρειάζεται καθόλου). Όλες οι άλλες μορφές προοιμίου που χρησιμοποιούν οι ρήτορες δεν είναι παρά θεραπευτικά μέσα και ταιριάζουν σε όλα τα είδη λόγου. Αυτά έχουν να κάνουν με τον ομιλητή, με τον ακροατή, με το θέμα, με τον αντίδικο: με τον ομιλητή και με τον αντίδικό του όσα σχετίζονται με κάποια κατηγορία, είτε για να την αποκρούσει είτε για να τη διατυπώσει — φυσικά δεν είναι το ίδιο: αν ο ομιλητής είναι κατηγορούμενος και υπερασπίζεται τον εαυτό του, πρέπει να αρχίσει με την απόκρουση της κατηγορίας, ενώ αν είναι κατήγορος, πρέπει να διατυπώσει την κατηγορία στον επίλογό του. Ο λόγος είναι φανερός: αυτός που υπερασπίζεται τον εαυτό του, είναι ανάγκη, προκειμένου να παρουσιάσει τον εαυτό του στο δικαστήριο, να βγάλει από τη μέση όλα τα εμπόδια, και άρα είναι υποχρεωμένος κιόλας από την αρχή να αναιρέσει την κατηγορία· αυτός όμως που θέλει να διατυπώσει μια κατηγορία πρέπει να τη διατυπώσει στο τέλος, για να τη θυμάται ο ακροατής καλύτερα. Με τον ακροατή, πάλι, έχουν να κάνουν όσα αποβλέπουν στο να προκαλέσουν την εύνοιά του ή να διεγείρουν τα πάθη του, καμιά φορά και στο να τραβήξουν την προσοχή του ή να κάνουν το αντίθετο — δεν συμφέρει, βλέπεις, να κάνει κανείς πάντοτε τον ακροατή του προσεκτικό· αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί ρήτορες προσπαθούν να κάνουν τους ακροατές τους να γελάσουν. Προκειμένου, τώρα, να βοηθήσει τον ακροατή του να αντιληφθεί σωστά το πράγμα, ο ρήτορας, αν πράγματι το θέλει, θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα, μεταξύ άλλων και το να φαίνεται καλός άνθρωπος· γιατί σ᾽ αυτούς τους ανθρώπους χαρίζουν όλοι [1415b] πιο πολύ την προσοχή τους. Την προσοχή τους οι άνθρωποι τη χαρίζουν σε ό,τι είναι μεγάλο, σε ό,τι τους ενδιαφέρει προσωπικά, σε ό,τι είναι άξιο θαυμασμού, σε ό,τι είναι ευχάριστο. Γι᾽ αυτό και πρέπει ο ρήτορας να δημιουργεί στους ακροατές του την εντύπωση ότι ο λόγος του είναι για τέτοια πράγματα· αν όμως δεν θέλει να έχει την προσοχή των ακροατών του, πρέπει να τους δημιουργεί την εντύπωση ότι το θέμα είναι ασήμαντο, ότι δεν τους αφορά καθόλου, ότι είναι δυσάρεστο. Δεν πρέπει, πάντως, να ξεχνούμε ότι όλα αυτά δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με τον ίδιο τον λόγο: στην πραγματικότητα απευθύνονται σε κατώτερης ποιότητας ακροατή, σε ακροατή που έχει την τάση να ακούει πράγματα εκτός θέματος· γιατί, αν ο ακροατής δεν είναι τέτοιας λογής, δεν υπάρχει καμιά ανάγκη για προοίμιο παρά μόνο ίσα ίσα για να λεχθεί με δυο λόγια το θέμα, ώστε, σαν το σώμα, να έχει και ο λόγος κεφαλή. Έπειτα, αν υπάρχει ανάγκη να κάνουμε προσεκτικούς τους ακροατές μας, αυτό είναι κάτι που σχετίζεται με όλα τα μέρη του ρητορικού λόγου, αφού η ανία των ακροατών κάνει την εμφάνισή της σε όλα τα μέρη του λόγου, πιο πολύ από ό,τι στην αρχή του· γι᾽ αυτό και είναι αστείο την ανάγκη αυτή να την τοποθετούμε στην αρχή, τότε που όλοι ακούν με τη μεγαλύτερη προσοχή. Κατά συνέπεια, παντού όπου το απαιτεί η περίσταση, ο ρήτορας πρέπει να λέει: «Παρακαλώ, προσέξτε αυτό που θα σας πω· γιατί δεν είναι κάτι που ενδιαφέρει εμένα περισσότερο από ό,τι εσάς» ή «Παρακαλώ, προσέξτε αυτό που θα σας πω· γιατί τόσο παράξενο πράγμα σαν αυτό που θα σας πω δεν ακούσατε ποτέ σας» ή «τόσο αξιοθαύμαστο». Είναι κάτι σαν εκείνο που έλεγε ότι έκανε ο Πρόδικος: κάθε φορά που νύσταζαν οι ακροατές του, αυτός παρενέβαλλε στον λόγο του κάτι από το μάθημα που κόστιζε πενήντα δραχμές. Είναι, πάντως, φανερό ότι αυτά δεν απευθύνονται στον ακροατή ως ακροατή· γιατί όλοι οι ρήτορες, στα προοίμιά τους, ή επιρρίπτουν κάποια κατηγορία στον αντίδικό τους ή προσπαθούν να απαλλάξουν τον εαυτό τους από τους δικούς τους φόβους: Αφέντη μου, δε θα σου πω πως απ᾽ την πολλή τη βιάση... Τί θέλεις να μου πεις μ᾽ αυτό σου το προοίμιο; Έτσι κάνουν και αυτοί που έχουν, ή φαίνονται πως έχουν, να χειριστούν μια άσχημη υπόθεση: είναι καλύτερο γι᾽ αυτούς να χρονοτριβούν οπουδήποτε αλλού παρά στην ίδια την υπόθεση — έτσι δεν κάνουν και οι δούλοι, που, αντί να απαντούν στις ερωτήσεις που τους κάνουν, γυρίζουν γύρω γύρω και τρων τον χρόνο με διάφορα προοίμια; Για το πώς κερδίζεται η εύνοια των ακροατών έχουμε ήδη κάνει συγκεκριμένο λόγο, όπως και για όλα τα άλλα αυτού του είδους. Και καθώς σωστά λέγεται κάνε στους Φαίακες να ᾽ρθω αγαπητός κι αξιολύπητος, πρέπει κανείς να στοχεύει σ᾽ αυτά τα δύο. Στους επιδεικτικούς λόγους ο ρήτορας πρέπει να κάνει τον ακροατή να πιστεύει ότι ο έπαινος είναι και γι᾽ αυτόν: ή για τον ίδιο προσωπικά ή για τη γενιά του ή για τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται ή για όποιον άλλο λόγο· γιατί αυτό που λέει ο Σωκράτης στον επιτάφιο λόγο του είναι αλήθεια, ότι το δύσκολο δεν είναι να επαινείς τους Αθηναίους μπροστά στους Αθηναίους, αλλά μπροστά στους Λακεδαιμονίους. Τα προοίμια των συμβουλευτικών λόγων συγκροτούνται από το υλικό που χρησιμοποιείται στα προοίμια των δικανικών λόγων· μόνο που στους συμβουλευτικούς λόγους η χρήση προοιμίων είναι, φυσικά, ελάχιστη. Πραγματικά: α) οι ακροατές ξέρουν περί τίνος είναι η συζήτηση, β) το θέμα δεν χρειάζεται καθόλου προοίμιο, εκτός και αν είναι χρήσιμο ή για τον ίδιο τον ομιλητή ή για τους αντιπάλους του, ή αν οι ακροατές δεν νομίζουν ότι το θέμα έχει τη σημασία που θέλει γι᾽ αυτό ο ρήτορας, αλλά μεγαλύτερη ή μικρότερη, οπότε προκύπτει η ανάγκη ή να προσάψει ή να αποκρούσει κάποια κατηγορία, και ή να μεγαλώσει ή να μειώσει τη σημασία του θέματος. Για όλα όμως αυτά χρειάζεται προοίμιο· ή απλώς για διακοσμητικούς λόγους· [1416a] γιατί αν ο λόγος δεν έχει προοίμιο, δίνει την εντύπωση ότι δουλεύτηκε πρόχειρα. Τέτοιο είναι το εγκώμιο του Γοργία για τους Ηλείους· δίχως, πράγματι, καμιά προετοιμασία, δίχως καμιά προηγούμενη κίνηση ο ρήτορας αρχίζει κατευθείαν: «Ήλιδα, πόλη ευτυχισμένη!». |