Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (7.2.17-7.2.23)

[7.2.17] Ὥς γε μὴν καὶ διὰ καρτερίας τὴν πίστιν τοῖς φίλοις διέσῳζον περιφανές· οἳ ἐπεὶ εἴργοντο τῶν ἐκ τῆς γῆς καρπῶν, ἔζων τὰ μὲν ἐκ τῆς πολεμίας λαμβάνοντες, τὰ δὲ ἐκ Κορίνθου ὠνούμενοι, διὰ πολλῶν κινδύνων ἐπὶ τὴν ἀγορὰν ἰόντες, χαλεπῶς μὲν τιμὴν πορίζοντες, χαλεπῶς δὲ τοὺς πορίζοντας διαπραττόμενοι, γλίσχρως δ᾽ ἐγγυητὰς καθιστάντες τῶν ἀξόντων ὑποζυγίων. [7.2.18] ἤδη δὲ παντάπασιν ἀποροῦντες Χάρητα διεπράξαντο σφίσι παραπέμψαι τὴν παραπομπήν. ἐπεὶ δὲ ἐν Φλειοῦντι ἐγένοντο, ἐδεήθησαν αὐτοῦ καὶ τοὺς ἀχρείους συνεκπέμψαι εἰς τὴν Πελλήνην. κἀκείνους μὲν ἐκεῖ κατέλιπον, ἀγοράσαντες δὲ καὶ ἐπισκευασάμενοι ὁπόσα ἐδύναντο ὑποζύγια νυκτὸς ἀπῇσαν, οὐκ ἀγνοοῦντες ὅτι ἐνεδρεύσοιντο ὑπὸ τῶν πολεμίων, ἀλλὰ νομίζοντες χαλεπώτερον εἶναι τοῦ μάχεσθαι τὸ μὴ ἔχειν τἀπιτήδεια. [7.2.19] καὶ προῇσαν μὲν οἱ Φλειάσιοι μετὰ Χάρητος· ἐπεὶ δὲ ἐνέτυχον τοῖς πολεμίοις, εὐθὺς ἔργου τε εἴχοντο καὶ παρακελευσάμενοι ἀλλήλοις ἐνέκειντο, καὶ ἅμα Χάρητα ἐπιβοηθεῖν ἐβόων. νίκης δὲ γενομένης καὶ ἐκβληθέντων ἐκ τῆς ὁδοῦ τῶν πολεμίων, οὕτω δὴ οἴκαδε καὶ ἑαυτοὺς καὶ ἃ ἦγον ἀπέσωσαν. ὡς δὲ τὴν νύκτα ἠγρύπνησαν, ἐκάθευδον μέχρι πόρρω τῆς ἡμέρας. [7.2.20] ἐπεὶ δὲ ἀνέστη ὁ Χάρης, προσελθόντες οἵ τε ἱππεῖς καὶ οἱ χρησιμώτατοι τῶν ὁπλιτῶν ἔλεγον· Ὦ Χάρης, ἔξεστί σοι τήμερον κάλλιστον ἔργον διαπράξασθαι. χωρίον γὰρ ἐπὶ τοῖς ὅροις ἡμῖν οἱ Σικυώνιοι τειχίζουσιν, οἰκοδόμους μὲν πολλοὺς ἔχοντες, ὁπλίτας δὲ οὐ πάνυ πολλούς. ἡγησόμεθα μὲν οὖν ἡμεῖς οἱ ἱππεῖς καὶ τῶν ὁπλιτῶν οἱ ἐρρωμενέστατοι· σὺ δὲ τὸ ξενικὸν ἔχων ἐὰν ἀκολουθῇς, ἴσως μὲν διαπεπραγμένα σοι καταλήψῃ, ἴσως δὲ ἐπιφανεὶς σὺ τροπήν, ὥσπερ ἐν Πελλήνῃ, ποιήσεις. εἰ δέ τι δυσχερές σοί ἐστιν ὧν λέγομεν, ἀνακοίνωσαι τοῖς θεοῖς θυόμενος· οἰόμεθα γὰρ ἔτι σε μᾶλλον ἡμῶν τοὺς θεοὺς ταῦτα πράττειν κελεύσειν. τοῦτο δὲ χρή, ὦ Χάρης, εὖ εἰδέναι, ὅτι ἐὰν ταῦτα πράξῃς, τοῖς μὲν πολεμίοις ἐπιτετειχικὼς ἔσει, φιλίαν δὲ πόλιν διασεσωκώς, εὐκλεέστατος δὲ ἐν τῇ πατρίδι ἔσει, ὀνομαστότατος δὲ καὶ ἐν τοῖς συμμάχοις καὶ πολεμίοις. [7.2.21] ὁ μὲν δὴ Χάρης πεισθεὶς ἐθύετο, τῶν δὲ Φλειασίων εὐθὺς οἱ μὲν ἱππεῖς τοὺς θώρακας ἐνεδύοντο καὶ τοὺς ἵππους ἐχαλίνουν, οἱ δὲ ὁπλῖται ὅσα εἰς πεζὸν παρεσκευάζοντο. ἐπεὶ δὲ ἀναλαβόντες τὰ ὅπλα ἐπορεύοντο ἔνθα ἐθύετο, ἀπήντα αὐτοῖς ὁ Χάρης καὶ ὁ μάντις, καὶ ἔλεγον ὅτι καλὰ τὰ ἱερά. ἀλλὰ περιμένετε, ἔφασαν· ἤδη γὰρ καὶ ἡμεῖς ἔξιμεν. ὡς δὲ τάχιστα ἐκηρύχθη, θείᾳ τινὶ προθυμίᾳ καὶ οἱ μισθοφόροι ταχὺ ἐξέδραμον. [7.2.22] ἐπεὶ δὲ Χάρης ἤρξατο πορεύεσθαι, προῇσαν αὐτοῦ οἱ τῶν Φλειασίων ἱππεῖς καὶ πεζοί· καὶ τὸ μὲν πρῶτον ταχέως ἡγοῦντο, ἔπειτα δὲ ἐτρόχαζον· τέλος δὲ οἱ μὲν ἱππεῖς κατὰ κράτος ἤλαυνον, οἱ δὲ πεζοὶ κατὰ κράτος ἔθεον ὡς δυνατὸν ἐν τάξει, οἷς καὶ ὁ Χάρης σπουδῇ ἐπηκολούθει. ἦν μὲν οὖν τῆς ὥρας μικρὸν πρὸ δύντος ἡλίου· κατελάμβανον δὲ τοὺς ἐν τῷ τείχει πολεμίους τοὺς μὲν λουομένους, τοὺς δ᾽ ὀψοποιουμένους, τοὺς δὲ φυρῶντας, τοὺς δὲ στιβάδας ποιου μένους. [7.2.23] ὡς δ᾽ εἶδον τὴν σφοδρότητα τῆς ἐφόδου, εὐθὺς ἐκπλαγέντες ἔφυγον, καταλιπόντες τοῖς ἀγαθοῖς ἀνδράσι πάντα τἀπιτήδεια. κἀκεῖνοι μὲν ταῦτα δειπνήσαντες καὶ οἴκοθεν ἄλλα ἐλθόντα, ὡς ἐπ᾽ εὐτυχίᾳ σπείσαντες καὶ παιανίσαντες καὶ φυλακὰς κατασκευασάμενοι, κατέδαρθον. οἱ δὲ Κορίνθιοι, ἀφικομένου τῆς νυκτὸς ἀγγέλου περὶ τῆς Θυαμίας, μάλα φιλικῶς κηρύξαντες τὰ ζεύγη καὶ τὰ ὑποζύγια πάντα καὶ σίτου γεμίσαντες εἰς τὸν Φλειοῦντα παρήγαγον· καὶ ἕωσπερ ἐτειχίζετο τὸ τεῖχος, ἑκάστης ἡμέρας παραπομπαὶ ἐγίγνοντο.

[7.2.17] Ότι τους χρειαζόταν στ᾽ αλήθεια πολλή αντοχή για να μείνουν πιστοί στους φίλους τους είν᾽ ολοφάνερο: από τον καιρό που βρέθηκαν αποκομμένοι από τη σοδειά τους, αναγκάζονταν να συντηρηθούν είτε με αρπαγές από εχθρικά εδάφη είτε με αγορές από την Κόρινθο — κι ο δρόμος προς την αγορά ήταν γεμάτος κινδύνους, ο πορισμός των αναγκαίων χρημάτων δύσκολος, δύσκολη και η εξεύρεση μεταφορέων, προβληματική η εξεύρεση ανθρώπων που θα εγγυόνταν την ασφάλεια των υποζυγίων που θα ᾽καναν τη μεταφορά.
[7.2.18] Όταν βρέθηκαν σ᾽ απόγνωση, πέτυχαν να συνοδεύσει την εφοδιοπομπή τους ο Χάρης, και μόλις έφτασε στον Φλειούντα τον παρακάλεσαν να τους βοηθήσει να οδηγήσουν τους αμάχους τους ώς την Πελλήνη, όπου και τους άφησαν. Κατόπιν έκαναν τις αγορές τους, φόρτωσαν όσα υποζύγια μπόρεσαν και ξεκίνησαν νύχτα· ήξεραν ότι ο εχθρός θα τους έστηνε ενέδρα, έκριναν όμως προτιμότερο να δώσουν μάχη παρά να υποφέρουν στερήσεις.
[7.2.19] Μπροστά πήγαιναν οι Φλειάσιοι με τον Χάρητα· όταν απάντησαν τον εχθρό ρίχτηκαν ευθύς στη μάχη, παρακινώντας ο ένας τον άλλον στην επίθεση και φωνάζοντας συνάμα στον Χάρητα να τους βοηθήσει. Η νίκη στάθηκε δική τους κι ο εχθρός διώχτηκε από τον δρόμο· μ᾽ αυτόν τον τρόπο έφτασαν ανέπαφοι στην πόλη τους, και οι ίδιοι κι όσα μετέφεραν. Έπειτα, επειδή είχαν ξαγρυπνήσει τη νύχτα, κοιμήθηκαν ώς αργά την άλλη μέρα.
[7.2.20] Όταν σηκώθηκε ο Χάρης, παρουσιάστηκαν οι ιππείς κι οι πιο επίλεκτοι οπλίτες και του είπαν: «Στο χέρι σου είναι σήμερα, Χάρη, να πραγματοποιήσεις ένα λαμπρό κατόρθωμα: οι Σικυώνιοι οχυρώνουν μια τοποθεσία κοντά στα σύνορά μας, κι έχουν εκεί πολλούς χτίστες, αλλά όχι πολλούς οπλίτες. Θα τραβήξουμε λοιπόν μπροστά εμείς, οι ιππείς κι οι πιο γεροί οπλίτες, κι αν ακολουθήσεις εσύ με τους μισθοφόρους σου ίσως να βρεις την επιχείρηση τελειωμένη κιόλας – ίσως όμως κι η εμφάνισή σου να παίξει αποφασιστικό ρόλο, όπως στην Πελλήνη. Αν πάλι η πρότασή μας σου προκαλεί κάποιο δισταγμό, συμβουλέψου τους θεούς με μια θυσία· πιστεύουμε πως οι θεοί θα σε παρακινήσουν να το κάνεις αυτό, πιο πολύ ακόμα κι απ᾽ ό,τι εμείς. Ένα πράγμα πάντως πρέπει να ξέρεις, Χάρη — αν το κάνεις, θα ᾽χεις εξασφαλίσει μια βάση εναντίον του εχθρού, θα ᾽χεις σώσει μια φιλική πόλη, και θα κερδίσεις πολλή δόξα στην πατρίδα σου και μεγάλη φήμη ανάμεσα στους συμμάχους και τους εχθρούς».
[7.2.21] Ο Χάρης λοιπόν πείστηκε κι έκανε θυσία. Στο μεταξύ οι Φλειάσιοι ιππείς άρχισαν να φοράνε τους θώρακές τους και να περνούν τα χαλινάρια στ᾽ άλογα, ενώ οι οπλίτες έκαναν όσες ετοιμασίες συνηθίζουν οι πεζοί. Κατόπιν οπλίστηκαν και ξεκίνησαν για τον τόπο της θυσίας. Στον δρόμο απάντησαν τον Χάρητα και τον μάντη, που τους ανακοίνωσαν ότι τα σημάδια της θυσίας ήταν ευνοϊκά. «Αλλά περιμένετε», είπαν, «ερχόμαστε κι εμείς αμέσως». Πολύ γρήγορα έδωσε το σύνθημα ο κήρυκας, και γρήγορα πετάχτηκαν κι οι μισθοφόροι — σαν κάποιος θεός να κέντριζε τον ενθουσιασμό τους.
[7.2.22] Όταν ο Χάρης ξεκίνησε, το ιππικό και το πεζικό των Φλειασίων προπορεύονταν. Από την αρχή προχωρούσαν γοργά, κατόπιν τρέχοντας, και στο τέλος το ιππικό κάλπαζε μ᾽ όλη του την ταχύτητα, ενώ οι πεζοί έτρεχαν κι αυτοί όσο το δυνατόν γρηγορότερα διατηρώντας τον σχηματισμό τους· ο Χάρης τους ακολούθησε κι εκείνος βιαστικά.
Ήταν λίγο πριν από το ηλιοβασίλεμα. Την ώρα εκείνη, στο οχυρό, άλλοι από τους εχθρούς λούζονταν, άλλοι μαγείρευαν, άλλοι ζύμωναν κι άλλοι ετοίμαζαν τα στρώματά τους. [7.2.23] Μόλις είδαν τόσο ορμητική έφοδο τα ᾽χασαν και το ᾽βαλαν αμέσως στα πόδια, αφήνοντας όλα τους τα εφόδια στα χέρια των γενναίων εκείνων ανδρών. Τούτοι δείπνησαν μ᾽ αυτά και μ᾽ άλλα που είχαν έρθει από την πόλη τους· κατόπιν έκαναν σπονδές και τραγούδησαν παιάνες —καθώς ταίριαζε για την καλή τους τύχη— κι αφού τοποθέτησαν σκοπιές έπεσαν να κοιμηθούν.
Οι Κορίνθιοι πάλι, όταν ήρθε νύχτα αγγελιαφόρος και τους ανακοίνωσε τα γεγονότα της Θυαμίας, έκαναν μια πολύ φιλική χειρονομία: κήρυξαν επίταξη όλων των αμαξιών και των υποζυγίων, τα φόρτωσαν στάρι και τα οδήγησαν στον Φλειούντα· κι όσον καιρό χτιζόταν το οχυρό, έστελναν καθημερινώς εφοδιοπομπές.
[366 π.Χ]