Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΞΕΝΟΦΩΝ
Κύρου Ἀνάβασις (7.7.4-7.7.19)
[7.7.4] Ὁ δὲ Ξενοφῶν ἀκούσας ταῦτα εἶπεν· Ἀλλὰ σοὶ μὲν τοιαῦτα λέγοντι καὶ ἀποκρίνασθαι χαλεπόν· τούτου δ᾽ ἕνεκα τοῦ νεανίσκου λέξω, ἵν᾽ εἰδῇ οἷοί τε ὑμεῖς ἐστε καὶ οἷοι ἡμεῖς. [7.7.5] ἡμεῖς μὲν γάρ, ἔφη, πρὶν ὑμῖν φίλοι γενέσθαι ἐπορευόμεθα διὰ ταύτης τῆς χώρας ὅποι ἐβουλόμεθα, ἣν μὲν ἐθέλοιμεν πορθοῦντες, ἣν δὲ θέλοιμεν καίοντες, [7.7.6] καὶ σὺ ὁπότε πρὸς ἡμᾶς ἔλθοις πρεσβεύων, ηὐλίζου τότε παρ᾽ ἡμῖν οὐδένα φοβούμενος τῶν πολεμίων· ὑμεῖς δὲ οὐκ ᾖτε εἰς τήνδε τὴν χώραν, ἢ εἴ ποτε ἔλθοιτε, ὡς ἐν κρειττόνων χώρᾳ ηὐλίζεσθε ἐγκεχαλινωμένοις τοῖς ἵπποις. [7.7.7] ἐπεὶ δὲ ἡμῖν φίλοι ἐγένεσθε καὶ δι᾽ ἡμᾶς σὺν θεοῖς ἔχετε τήνδε τὴν χώραν, νῦν δὴ ἐξελαύνετε ἡμᾶς ἐκ τῆσδε τῆς χώρας ἣν παρ᾽ ἡμῶν, ἐχόντων κατὰ κράτος, παρελάβετε· ὡς γὰρ αὐτὸς οἶσθα, οἱ πολέμιοι οὐχ ἱκανοὶ ἦσαν ἡμᾶς ἐξελαύνειν. [7.7.8] κ αὶ οὐχ ὅπως δῶρα δοὺς καὶ εὖ ποιήσας ἀνθ᾽ ὧν εὖ ἔπαθες ἀξιοῖς ἡμᾶς ἀποπέμψασθαι, ἀλλ᾽ ἀποπορευομένους ἡμᾶς οὐδ᾽ ἐναυλισθῆναι ὅσον δύνασαι ἐπιτρέπεις. [7.7.9] καὶ ταῦτα λέγων οὔτε θεοὺς αἰσχύνῃ οὔτε τόνδε τὸν ἄνδρα, ὃς νῦν μέν σε ὁρᾷ πλουτοῦντα, πρὶν δὲ ἡμῖν φίλον γενέσθαι ἀπὸ λῃστείας τὸν βίον ἔχοντα, ὡς αὐτὸς ἔφησθα. [7.7.10] ἀτὰρ τί καὶ πρὸς ἐμὲ λέγεις ταῦτα; ἔφη· οὐ γὰρ ἔγωγ᾽ ἔτι ἄρχω, ἀλλὰ Λακεδαιμόνιοι, οἷς ὑμεῖς παρεδώκατε τὸ στράτευμα ἀπαγαγεῖν οὐδὲν ἐμὲ παρακαλέσαντες, ὦ θαυμαστότατοι, ὅπως ὥσπερ ἀπηχθανόμην αὐτοῖς ὅτε πρὸς ὑμᾶς ἦγον, οὕτω καὶ χαρισαίμην νῦν ἀποδιδούς. |
[7.7.4] Όταν τ᾽ άκουσε ο Ξενοφώντας αποκρίθηκε: «Είναι δύσκολο να σου απαντήσω, έτσι που μιλάς. Θα πω όμως μερικά πράγματα για χάρη του νεαρού, για να μάθει ποιοί είστε σεις και ποιοί εμείς. [7.7.5] Εμείς λοιπόν προτού να γίνουμε φίλοι σας, βαδίζαμε μέσα σ᾽ αυτήν τη χώρα και πηγαίναμε όπου θέλαμε, λεηλατώντας την και καίγοντάς την κατά τη διάθεσή μας. [7.7.6] Κι εσύ, όσες φορές ερχόσουν και μας έβρισκες σαν απεσταλμένος, κατασκήνωνες κοντά μας, χωρίς να φοβάσαι κανέναν εχθρό. Εσείς, αντίθετα, δεν πατούσατε σε τούτη τη χώρα, κι αν ερχόσαστε καμιά φορά, κατασκηνώνατε με τα άλογα χαλινωμένα σαν να ήταν ισχυρότεροι από σας οι κάτοικοι του τόπου. [7.7.7] Αφού όμως γινήκατε φίλοι μας και εξαιτίας μας εξουσιάζετε με τη βοήθεια των θεών τούτη τη χώρα, φτάσατε στο σημείο να μας διώχνετε απ᾽ αυτήν, ενώ την πήρατε από μας, που την είχαμε στην απόλυτη εξουσία μας. Γιατί, το ξέρεις κι ο ίδιος, οι εχθροί δεν ήταν ικανοί να μας διώξουν. [7.7.8] Και το νομίζεις σωστό να μας βγάλεις από δω χωρίς να μας προσφέρεις δώρα και να μας περιποιηθείς για το καλό που σου κάμαμε. Αντίθετα μάλιστα, την ώρα που ετοιμαζόμαστε να φύγουμε, δεν μας επιτρέπεις, όσο περνάει από το χέρι σου, ούτε να κατασκηνώσουμε. [7.7.9] Τα λες αυτά και δεν ντρέπεσαι ούτε τους θεούς ούτε τον άνθρωπο τούτο, που τώρα σε βλέπει πλούσιο, ενώ προτού γίνεις φίλος μας ζούσες από τη ληστεία, όπως ομολόγησες ο ίδιος. [7.7.10] Αλλά γιατί τα λες αυτά σε μένα; ρώτησε. Δεν είμαι πια εγώ αρχηγός του στρατού παρά οι Λακεδαιμόνιοι, που τους τον παραδώσατε για τον πάρουν από δω. Και τουλάχιστο δεν με φωνάξατε, έξοχοι άνθρωποι, για να τους παραδώσω εγώ το στρατό και να τους προξενήσω τώρα ευχαρίστηση, όπως τους δυσαρέστησα τότε που τον οδήγησα σε σας». |