[366 π.Χ.] [7.1.39] Οι Θηβαίοι κάλεσαν εκπροσώπους απ᾽ όλες τις πόλεις για να τους ανακοινώσουν την επιστολή του Βασιλέως· ο Πέρσης που την είχε φέρει έδειξε τη βασιλική σφραγίδα και κατόπιν διάβασε το κείμενο. Τότε οι Θηβαίοι ζήτησαν απ᾽ όλους, όσους ήθελαν τη φιλία τη δική τους και του Βασιλέως, να ορκιστούν πως θα τηρήσουν αυτούς τους όρους. Οι αντιπρόσωποι των πόλεων αποκρίθηκαν, ωστόσο, ότι δεν τους είχαν στείλει μ᾽ εντολή να ορκιστούν, αλλά ν᾽ ακούσουν· κι αν οι Θηβαίοι ήθελαν όρκους, είπαν, δεν είχαν παρά να στείλουν δικούς τους αντιπροσώπους στις πόλεις. Ο Λυκομήδης μάλιστα, ο Αρκάς, πρόσθεσε ότι ούτε κι η διάσκεψη έπρεπε να είχε συγκληθεί στη Θήβα, παρά εκεί που γινόταν ο πόλεμος. Οι Θηβαίοι θύμωσαν μαζί του και είπαν ότι υπονομεύει τη συμμαχία· τότε εκείνος δεν δέχτηκε ούτε να καθίσει στο συνέδριο, παρά σηκώθηκε κι έφυγε μαζί μ᾽ όλους τους πρέσβεις της Αρκαδίας. [7.1.40] Μια και οι αντιπρόσωποι δεν θέλησαν να δώσουν όρκους στη Θήβα, οι Θηβαίοι έστειλαν πρέσβεις στις πόλεις ζητώντας τους να ορκιστούν ότι θα συμμορφωθούν με το βασιλικό κείμενο — πιστεύοντας ότι η καθεμιά πόλη χωριστά θα δίσταζε να προκαλέσει την έχθρα και των ίδιων και του Βασιλέως. Στην Κόρινθο όμως, όπου έφτασαν πρώτα οι πρέσβεις, οι Κορίνθιοι αρνήθηκαν να υποκύψουν κι αποκρίθηκαν ότι δεν είχαν καμιάν ανάγκη να ορκιστούν οτιδήποτε στον Βασιλέα. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν κι άλλες πόλεις, δίνοντας ανάλογη απάντηση, κι έτσι ναυάγησε εκείνη η προσπάθεια του Πελοπίδα και των Θηβαίων να πάρουν την ηγεμονία. [7.1.41] Ο Επαμεινώνδας πάλι θέλησε να πάρει τους Αχαιούς με το μέρος της Θήβας, για να αναγκάσει τους Αρκάδες και τους άλλους συμμάχους να της δίνουν περισσότερη σημασία· αποφάσισε λοιπόν να εκστρατεύσει στην Αχαΐα. Έπεισε τον Αργείο Πεισία, που ήταν τότε στρατηγός στο Άργος, να καταλάβει από πριν το Όνειο. Ο Πεισίας έμαθε ότι ο Ναυκλής, ο διοικητής των μισθοφόρων των Λακεδαιμονίων, κι ο Αθηναίος Τιμόμαχος δεν φρουρούσαν προσεκτικά το Όνειο· κατέλαβε λοιπόν νύχτα, με δύο χιλιάδες οπλίτες, τον λόφο πάνω από τις Κεγχρειές, έχοντας μαζί του εφόδια για μια εβδομάδα. [7.1.42] Σ᾽ αυτό το διάστημα έφτασαν οι Θηβαίοι και προσπέρασαν το Όνειο, κι όλοι οι σύμμαχοι εξεστράτευσαν εναντίον της Αχαΐας, με αρχηγό τον Επαμεινώνδα. Αυτός εισάκουσε τις ικεσίες της αριστοκρατικής τάξης της Αχαΐας και μεταχειρίστηκε την επιρροή του για να μην εξοριστούν τα μέλη της, μήτε ν᾽ αλλάξει το πολίτευμα· αρκέστηκε σε πανηγυρικές υποσχέσεις ότι οι Αχαιοί θα είναι σύμμαχοι των Θηβαίων και θα τους ακολουθούν παντού, και κατόπιν γύρισε πίσω στον τόπο του. [7.1.43] Ωστόσο και οι Αρκάδες και η αντίπαλη μερίδα τον κατηγόρησαν ότι έφυγε αφήνοντας στην Αχαΐα μια κατάσταση ευνοϊκή για τους Λακεδαιμονίους· τότε οι Θηβαίοι αποφάσισαν να στείλουν στις πόλεις της Αχαΐας αρμοστές. Τούτοι, όταν έφτασαν, με τη βοήθεια του λαού εξόρισαν τους καλογεννημένους κι εγκαθίδρυσαν στην Αχαΐα δημοκρατικά καθεστώτα. Σύντομα όμως συνενώθηκαν οι εξόριστοι και ξεκίνησαν να χτυπήσουν τις πόλεις μία μία· και καθώς δεν ήταν λίγοι, τις κατέλαβαν και ξαναπήραν την εξουσία. Μετά τη μεταπολίτευση δεν έμειναν ουδέτεροι, παρά συμμάχησαν αμέσως με τους Λακεδαιμονίους, μ᾽ αποτέλεσμα ν᾽ αντιμετωπίσουν οι Αρκάδες διμέτωπη πίεση — των Λακεδαιμονίων από το ένα μέρος και των Αχαιών από το άλλο. [7.1.44] Η Σικυών είχε διατηρήσει, ώς εκείνο τον καιρό, το πατροπαράδοτο πολίτευμά της. Τότε όμως ο Εύφρων, που οι Λακεδαιμόνιοι θεωρούσαν σαν το σημαντικότερο πρόσωπο της πόλης, θέλησε να του δώσει την ίδια σημασία και το αντίπαλο στρατόπεδο. Είπε λοιπόν στους Αργείους και στους Αρκάδες ότι όσο εξουσιάζουν τη Σικυώνα οι πλούσιοι, είναι ολοφάνερο ότι με την πρώτη ευκαιρία η πόλη θα πάει ξανά με τους Λάκωνες: «Ενώ αν γίνει δημοκρατία», είπε, «να είστε βέβαιοι ότι η πόλη θα μείνει με το μέρος σας. Αν λοιπόν με βοηθήσετε, εγώ θα είμαι εκείνος που θα συγκαλέσει τη Συνέλευση του λαού. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο θα σας δώσω μιαν εγγύηση για την αφοσίωσή μου, και συνάμα θα σας εξασφαλίσω τη συμμαχία της πόλης. Κι αν τα κάνω αυτά», συνέχισε, «είναι, να το ξέρετε, επειδή πάει καιρός που η αλαζονεία των Λακεδαιμονίων μού έχει γίνει εξίσου ανυπόφορη όσο και σε σας, και θέλω να ξεφύγω από τον ζυγό τους». [7.1.45] Οι Αρκάδες και οι Αργείοι τ᾽ άκουσαν αυτά μ᾽ ευχαρίστηση, και πήγαν να τον βοηθήσουν. Εκείνος συγκάλεσε αμέσως μπροστά τους τον λαό στην Αγορά, αναγγέλλοντας ότι το πολίτευμα θα βασιζόταν μελλοντικά στην απόλυτη ισότητα. Όταν συγκεντρώθηκαν, παρήγγειλε να εκλέξουν στρατηγούς όποιους ήθελαν· κι αυτοί εκλέξαν τον ίδιο τον Εύφρονα, τον Ιππόδαμο, τον Κλέανδρο, τον Ακρίσιο και τον Λύσανδρο. Ύστερα από τούτο διόρισε αρχηγό των μισθοφόρων τον γιο του Αδέα, παραμερίζοντας τον προηγούμενο αρχηγό τους Λυσιμένη. [7.1.46] Αμέσως μετά εξασφάλισε, μ᾽ ευεργεσίες, την αφοσίωση μερικών από τούτους τους μισθοφόρους και στρατολόγησε κι άλλους, ξοδεύοντας απλόχερα τα χρήματα και του δημόσιου ταμείου και των ναών· μεταχειριζόταν εξάλλου και τις περιουσίες εκείνων που εξόριζε για τις φιλολακωνικές τους πεποιθήσεις. Όσο για τους συνάρχοντές του, άλλους δολοφόνησε κι άλλους εξόρισε, μ᾽ αποτέλεσμα να σφετεριστεί όλη την εξουσία και να γίνει απροκάλυπτα τύραννος. Την ανοχή των συμμάχων του, απ᾽ την άλλη, την εξαγόραζε ώς ένα σημείο με δωροδοκίες, αλλά και με την πρόθυμη συμμετοχή του, μαζί με τους μισθοφόρους του, στις εκστρατείες. [7.2.1] Σ᾽ αυτό το σημείο βρίσκονταν τα πράγματα. Στο μεταξύ οι Φλειάσιοι υπέφεραν από την εχθρική πίεση και την έλλειψη εφοδίων, γιατί από τη μια οι Αργείοι είχαν οχυρώσει ορμητήριο εναντίον τους στο Τρικάρανο, πάνω από το Ήραιο, κι απ᾽ την άλλη οι Σικυώνιοι οχύρωναν τη Θυαμία, πάνω στα σύνορά τους· μολοντούτο οι Φλειάσιοι έμεναν ακλόνητοι στη συμμαχία τους. Όταν οι μεγάλες πόλεις κάνουν κάποιο λαμπρό κατόρθωμα, τις μνημονεύουν όλοι οι συγγραφείς· εγώ όμως πιστεύω πως όταν μια πόλη έχει στο ενεργητικό της πολλά κι ένδοξα κατορθώματα, μόλο που είναι μικρή, τότε αξίζει ακόμα πιο πολύ να την αναφέρουν. [370 π.Χ.] [7.2.2] Οι Φλειάσιοι λοιπόν έγιναν φίλοι της Λακεδαίμονος τον καιρό που μεσουρανούσε η δύναμή της· αλλά κι όταν νικήθηκε στη μάχη των Λεύκτρων —τότε που αποσκίρτησαν απ᾽ αυτήν πολλοί περίοικοι κι όλοι οι είλωτες, καθώς και οι σύμμαχοί της εκτός από πολύ λίγους, κι εξεστράτευσαν εναντίον της ουσιαστικά όλοι οι Έλληνες— και τότε οι Φλειάσιοι της έμειναν πιστοί· και μόλο που είχαν αντιπάλους τους πιο ισχυρούς λαούς της Πελοποννήσου, τους Αρκάδες και τους Αργείους, ωστόσο πήγαν να βοηθήσουν τους Λακεδαιμονίους. Καθώς τους έλαχε μάλιστα να διαβούν στις Πρασιές τελευταίοι απ᾽ όλους τους άλλους συμμάχους τους (δηλαδή τους Κορινθίους, τους Επιδαυρίους, τους Τροιζηνίους, τους Ερμιονείς, τους Αλιείς, τους Σικυωνίους και τους Πελληνείς [7.2.3] που δεν είχαν ακόμη τότε αποστατήσει), ο αξιωματικός–σύνδεσμος είχε παραλάβει στο μεταξύ τους υπόλοιπους, που είχαν διαβεί πρωτύτερα, και είχε φύγει δίχως να περιμένει τους Φλειάσιους· όμως τούτοι ούτε και τότε γύρισαν πίσω, παρά μίσθωσαν έναν οδηγό στις Πρασιές και, μόλο που ο εχθρός βρισκόταν στην περιοχή των Αμυκλών, ξεγλίστρησαν όπως όπως κι έφτασαν στη Σπάρτη. Για τούτο και οι Λακεδαιμόνιοι τους έκαναν διάφορες τιμές κι ανάμεσα στ᾽ άλλα τούς φίλεψαν ένα βόδι. [369 π.Χ.] [7.2.4] Όταν οι εχθροί εξεκένωσαν τη Λακεδαίμονα, οι Αργείοι —οργισμένοι για την προσήλωση των Φλειασίων στους Λακεδαιμονίους— εισέβαλαν μ᾽ όλο τους τον στρατό στο έδαφος του Φλειούντος και βάλθηκαν να το ρημάξουν. Ούτε κι εκείνη τη φορά όμως υπέκυψαν οι Φλειάσιοι: την ώρα που οι εχθροί αποχωρούσαν έχοντας καταστρέψει ό,τι μπορούσαν, το ιππικό των Φλειασίων έκανε έξοδο και τους καταδίωξε — και αν κι είχε μόνο εξήντα άνδρες επιτέθηκε στην οπισθοφυλακή των Αργείων (που την αποτελούσαν ολόκληρο το ιππικό τους κι όσοι λόχοι είχαν τοποθετηθεί κοντά του) και την έτρεψε όλη σε φυγή. Είν᾽ αλήθεια ότι δεν σκότωσαν παρά λίγους Αργείους, έστησαν πάντως μπροστά στα μάτια τους τρόπαιο, ακριβώς όπως θα το ᾽χαν στήσει αν τους είχαν σκοτώσει όλους. [7.2.5] Μιαν άλλη φορά πάλι που οι Λακεδαιμόνιοι κι οι σύμμαχοί τους φρουρούσαν το Όνειο, οι Θηβαίοι σίμωσαν με σκοπό να το προσπεράσουν. Τότε, καθώς οι Αρκάδες και οι Ηλείοι διέσχιζαν τη Νεμέα για να ενωθούν με τους Θηβαίους, εξόριστοι Φλειάσιοι τους διαβεβαίωσαν ότι αρκούσε να τους βοηθήσουν, κάνοντας μιαν εμφάνιση στον Φλειούντα, για να κυριέψουν την πόλη. Πάνω σε τούτο έγινε συμφωνία, και τη νύχτα έστησαν καρτέρι κάτω από τα ίδια τα τείχη, εφοδιασμένοι με σκάλες, οι εξόριστοι και μαζί τους κάπου εξακόσιοι άλλοι. Όταν έκαναν σημάδι οι σκοποί πάνω στο Τρικάρανο ότι πλησιάζουν εχθροί, και την ώρα που οι πολίτες είχαν τον νου τους σ᾽ εκείνους, τότε ακριβώς οι προδότες έδωσαν σ᾽ αυτούς που ενεδρεύαν το σύνθημα να σκαρφαλώσουν στα τείχη. [7.2.6] Τούτοι σκαρφάλωσαν και, βρίσκοντας τις σκοπιές ερημωμένες, κυνήγησαν τους σκοπούς της ημέρας (που ήταν δέκα, γιατί από κάθε πεντάδα έμενε ένας σκοπός για την ημέρα)· έναν σκότωσαν στον ύπνο του, καθώς κι έναν άλλο που κατέφυγε στο Ήραιο, ενώ οι υπόλοιποι σκοποί το ᾽βαλαν στα πόδια πηδώντας από το τείχος προς τη μεριά της πόλης· έτσι οι εισβολείς κατέλαβαν δίχως αντίσταση την ακρόπολη. [7.2.7] Μόλις ακούστηκαν ωστόσο οι φωνές στην πόλη, οι πολίτες έτρεξαν να βοηθήσουν. Στην αρχή οι εχθροί βγήκαν από την ακρόπολη κι έδωσαν μάχη μπροστά στην πύλη που οδηγεί προς την πόλη· έπειτα, περικυκλωμένοι από τις ενισχύσεις που έφταναν, γύρισαν ξανά στην ακρόπολη, αλλά οι πολίτες μπήκαν κι εκείνοι μαζί τους. Ο κεντρικός χώρος της ακρόπολης ξεκαθαρίστηκε αμέσως, οι εχθροί όμως ανέβηκαν πάνω στο τείχος και στους πύργους, απ᾽ όπου χτυπούσαν όσους ήταν μες στη μέση. Τούτοι πάλι, από χαμηλά, αμύνονταν αλλά και συνάμα μάχονταν για να καταλάβουν τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο τείχος. [7.2.8] Τελικά οι πολίτες κυρίεψαν μερικούς πύργους από τη μια και την άλλη μεριά· κατόπιν, με το θάρρος της απελπισίας, προχώρησαν καταπάνω στους εισβολείς που, υποχωρώντας μπροστά στις τολμηρές επιθέσεις τους, άρχισαν να συμπιέζονται σ᾽ ολοένα μικρότερο χώρο. Στο μεταξύ οι Αρκάδες και οι Αργείοι περικύκλωσαν την πόλη και βάλθηκαν ν᾽ ανοίγουν ρήγμα στο τείχος της ακρόπολης από την πάνω μεριά. Από τους πολιορκημένους μερικοί χτυπούσαν τους εχθρούς που ήταν πάνω στο τείχος, κι άλλοι εκείνους που σκαρφάλωναν απέξω για να τους βοηθήσουν κι ήταν ακόμα πάνω στις σκάλες· άλλοι πάλι χτυπούσαν όσους είχαν ανέβει στους πύργους, βάζοντάς τους από κάτω φωτιά φερμένη από τους καταυλισμούς και τροφοδοτώντας τη με δεμάτια στάχυα που βρέθηκαν εκεί — καρπός του θερισμού που είχε γίνει μέσα στην ίδια την ακρόπολη. Τότε οι εισβολείς που βρίσκονταν στους πύργους, τρομαγμένοι από τις φλόγες, άρχισαν να πηδάνε κάτω, ενώ όσοι ήταν στα τείχη έπεφταν έξω από τα χτυπήματα των πολιτών. [7.2.9] Όταν άρχισαν κάποια στιγμή να λυγίζουν οι εχθροί, γρήγορα άδειασε απ᾽ αυτούς όλη η ακρόπολη. Αμέσως τότε έκανε έξοδο και το ιππικό των Φλειασίων· βλέποντάς το οι εχθροί υποχώρησαν, αφήνοντας πίσω και τις σκάλες και τους νεκρούς τους, καθώς και μερικούς ζωντανούς που είχαν ακινητοποιηθεί από τις λαβωματιές τους. Συνολικά σκοτώθηκαν ογδόντα τουλάχιστον εχθροί, άλλοι πολεμώντας μέσα από τα τείχη κι άλλοι πηδώντας έξω. Και τότε παρουσιάστηκε το θέαμα, οι Φλειάσιοι να γιορτάζουν τη σωτηρία τους σφίγγοντας ο ένας το χέρι του άλλου, ενώ οι γυναίκες τούς έφερναν να πιουν δακρύζοντας την ίδια ώρα από χαρά — και δεν αποτελεί υπερβολή ότι όλοι όσοι βρέθηκαν εκεί έκλαιγαν και συνάμα γελούσαν. |