Είπε κι εξεπροβόδησε μ᾽ αυτά τον αδελφόν του·
κι επήγε αυτός στον Νέστορα· τον ήβρε πλαγιασμένον
εις κλίνην αναπαυτικήν εις την σκηνήν πλησίον.
75Στο πλάγι του είχε τ᾽ άρματα, την περικεφαλαίαν
ολόλαμπρην, κοντάρια δυο και την καλήν ασπίδα,
και το ζωνάρι τ᾽ όμορφον, οπού φορούσε ο γέρος,
όταν κινούσε τον λαόν στην ανδροφθόρον μάχην,
ότι το γήρας το κακό δεν τον νικούσε ακόμη.
80Την κεφαλήν εσήκωσεν, oρθώθη στον αγκώνα
και στον Ατρείδην έλεγε κι ερώτα: «Ποίος είσαι
συ που στα πλοί᾽ ανάμεσα μες στον στρατόν γυρίζεις,
μόνος στο σκότος της νυκτός, οι άλλοι ενώ κοιμώνται;
Μη σύντροφον, μη φύλακα ζητείς; Ομίλησέ μου,
85μη με σιμώνεις άλαλος· ποια σ᾽ έφερεν ανάγκη;»
Και ο Αγαμέμνων προς αυτόν: «Ω Νέστωρ Νηλιάδη,
ω καύχημα των Αχαιών, ακούεις τον Ατρείδην·
ιδού τον Αγαμέμνονα, που απ᾽ όλους τους ανθρώπους
ο Δίας ακατάπαυστα με θλίψεις βασανίζει,
90όσο αναπνέω κι ελαφρά κινώ τα γόνατά μου·
ύπνος δεν κλει τα μάτια μου, κι εδώ πλανώμαι ως βλέπεις,
απ᾽ τον καημόν των Δαναών, πόχουν βαρύν αγώνα.
Δι᾽ αυτούς τρομάζω και η ψυχή την στάσιν της δεν έχει,
αδημονώ, κι έξω η καρδιά πετιέται από τα στήθη,
95και όλοι μού τρέμουν οι αρμοί· και αν να ενεργήσεις θέλεις
αφού και συ μάτι δεν κλεις, ας κατεβούμε αντάμα,
κει που φρουρούν οι φύλακες, να ιδούμε μην ο κόπος
κι η αγρύπνια τούς εδάμασεν, ώστ᾽ έπεσαν στον ύπνον,
και λησμονούν την φύλαξιν· άνδρες εχθροί πλησίον
100εις τον στρατόν μας κάθονται· και φόβος είναι μήπως
και μες στην νύκτα στοχασθούν την μάχην ν᾽ αρχινήσουν».
Σ᾽ αυτόν τότε ο Γερήνιος ο Νέστωρ αποκρίθη:
«Ω Αγαμέμνων αρχηγέ, ω Ατρείδη δοξασμένε,
του Έκτορος τους λογισμούς και όσα ελπίζει τώρα
105δεν θα εκτελέσει ο πάνσοφος Κρονίδης· αλλ᾽ αγώνες
βαρύτεροι θα τον εβρούν, εάν αλλάξει γνώμην
ο Αχιλλεύς, και τον κακόν θυμόν του παραιτήσει.
Πρόθυμα εγώ σ᾽ ακολουθώ και ας σηκωθούνε και άλλοι,
ο Διομήδης, ο ακουστός εις τ᾽ άρματα Οδυσσέας,
110ο ταχύς Αίας και μ᾽ αυτούς ο Μέγης Φυλεΐδης.
Κανένα τώρα ηθέλαμε, και αυτούς να προσκαλέσει
και τον ισόθεον Αίαντα και τον Ιδομενέα,
ότι έχουν τούτοι ξέμακρα τα πλοία τους στημένα·
αλλ᾽ όμως τον Μενέλαον, αν κι είναι σεβαστός μου
115και αγαπητός, δεν επαινώ, και αν σε θενά λυπήσω,
ότι κοιμάται και άφησε σε μόνον να κοπιάζεις·
τώρα έπρεπε να τρέχει αυτός στους πολεμάρχους όλους,
τώρα στον άκρον κίνδυνον σ᾽ εκείνους να προσπέσει».
Και ο Αγαμέμνων προς αυτόν: «Άλλες φορές, ω γέρε,
120πρώτος σ᾽ επαρακίνησα, εσύ να τον ελέγξεις,
διότι αργεί πολλές φορές, να εργάζεται δεν θέλει.
Μωρός δεν είναι, ούτε οκνηρός· όμως σ᾽ εμέ προσβλέπει
και περιμένει την αρχήν εγώ να κάμω πρώτος·
αλλά τώρα μ᾽ επρόλαβε κι ήλθε να μ᾽ έβρει πρώτος
125και αυτός τους άνδρες που ζητείς εστάλη να καλέσει·
πηγαίνομε· εις τους φύλακες, όπου φρουρούν στες πύλες,
θα τους εβρούμεν, ότι αυτού να συναχθούν τους είπα».
Και ο Νέστωρ ο Γερήνιος απάντησέ του κι είπε:
«Τότε κανείς των Αχαιών δεν θα τον παρακούσει
130και θα ενεργήσει αγόγγυστα την κάθε προσταγήν του».
Είπε και περιέβαλε το στήθος με χιτώνα,
στα λαμπρά πόδια πέδιλα προσέδεσεν ωραία,
επανωφόρι πορφυρό περόνησε στους ώμους
διπλό, μακρύ, με τρυφερό και φουντωμένο χνούδι,
135κοντάρι επήρε δυνατό μ᾽ ακονισμένην λόγχην,
κι εκίνησε των Αχαιών προς τα γοργά καράβια.
Και πρώτον τον ισόπαλον στην γνώσιν προς τον Δία,
τον Οδυσσέα σήκωσεν ο Νέστωρ απ᾽ τον ύπνον
με την φωνήν· και τον αχόν ως άκουσεν εκείνος,
140πετάχθη μέσ᾽ απ᾽ την σκηνήν και προς εκείνους είπε:
«Διατί στα πλοί᾽ ανάμεσα και στον στρατόν γυρνάτε
την νύκτα μόνοι, τ᾽ είναι αυτό που τόσο σας βιάζει; »
Και ο Νέστωρ είπε προς αυτόν: «Πολύτεχνε Οδυσσέα,
μη μας ελέγχεις· συμφορά στενοχωρεί μεγάλη
145τους Αχαιούς· στέρξε και συ να μας ακολουθήσεις,
και άλλους να σηκώσουμε καλούς, να δώσουν γνώμην
εις τα συμβούλια, την φυγήν να εκλέξομε ή την μάχην».
|