[7.1.27] Μ᾽ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, ο καθένας από τους συμμάχους είχε μεγάλη ιδέα για τη δύναμή του. Τότε έφτασε, σταλμένος από τον Αριοβαρζάνη με πολλά χρήματα, ο Αβυδηνός Φιλίσκος. Στην αρχή συγκάλεσε στους Δελφούς, σε διάσκεψη ειρήνης, τους Θηβαίους με τους συμμάχους τους και τους Λακεδαιμονίους. Οι αντιπρόσωποί τους ωστόσο δεν συμβουλεύτηκαν καθόλου τον θεό για το πώς μπορούσε να γίνει ειρήνη, παρά έκαναν συσκέψεις αναμεταξύ τους. Καθώς όμως δεν δέχονταν οι Θηβαίοι να εξουσιάζουν οι Λακεδαιμόνιοι τη Μεσσήνη, ο Φιλίσκος βάλθηκε να στρατολογεί πολλούς μισθοφόρους για να πολεμήσει στο πλευρό των Λακεδαιμονίων. [7.1.28] Πάνω σ᾽ αυτά έφτασε δεύτερη επικουρία από τον Διονύσιο. Οι Αθηναίοι υποστήριξαν ότι έπρεπε να πάει ν᾽ αντιμετωπίσει τους Θηβαίους στη Θεσσαλία, υπερίσχυσε όμως η γνώμη των Λακεδαιμονίων που ήθελαν να πάει στη Λακωνική. Έτσι οι δυνάμεις του Διονυσίου έκαναν τον γύρο της Πελοποννήσου κι έφτασαν στη Λακεδαίμονα, απ᾽ όπου τις παρέλαβε ο Αρχίδαμος μαζί με τον στρατό της Σπάρτης και κίνησε για εκστρατεία. Στην αρχή κατέλαβε μ᾽ έφοδο τις Καρύες κι έσφαξε όσους έπιασε ζωντανούς· από κει εξεστράτευσε αμέσως, μαζί με τον στρατό του Διονυσίου, εναντίον των Παρρασίων της Αρκαδίας και λεηλάτησε τη χώρα τους. Όταν όμως ήρθαν οι Αρκάδες και οι Αργείοι να τους βοηθήσουν, αποσύρθηκε και στρατοπέδευσε στους λόφους πάνω από τη Μηλέα. Ενώ βρισκόταν εκεί, ο Κισσίδας —διοικητής των δυνάμεων του Διονυσίου— του είπε ότι είχε τελειώσει το χρονικό διάστημα που είχε διαταγή να μείνει, και μ᾽ αυτή τη δήλωση ξεκίνησε αμέσως για τη Σπάρτη. [7.1.29] Καθώς έφευγε, ωστόσο, οι Μεσσήνιοι δοκίμασαν να του κόψουν τον δρόμο σε μια στενοποριά· τότε έστειλε να ζητήσει ενίσχυση από τον Αρχίδαμο, και τούτος πάλι πήγε να τον βοηθήσει. Όταν έφτασαν στο σημείο όπου ο δρόμος στρίβει προς τους Ευτρησίους, συνάντησαν τους Αρκάδες και τους Αργείους που προχωρούσαν προς τη Λακωνία, με σκοπό κι εκείνοι να του κόψουν τον δρόμο του γυρισμού. Ο Αρχίδαμος βγήκε στο πεδινό μέρος που βρίσκεται στη διασταύρωση των δρόμων προς τους Ευτρησίους και προς τη Μηλέα, κι εκεί παρέταξε τον στρατό του για μάχη. [7.1.30] Λένε μάλιστα ότι επιθεωρώντας τους λόχους εμψύχωνε τους άνδρες με λόγια σαν και τούτα: «Πολίτες, ας φανούμε τώρα παλικάρια, για να σηκώσουμε ξανά το κεφάλι ψηλά. Ας παραδώσουμε την πατρίδα στους απογόνους μας τέτοια που την παραλάβαμε από τους πατέρες μας. Να μη νιώθουμε πια ντροπή μπρος στα παιδιά μας, στις γυναίκες, στους γέρους και στους ξένους, που άλλοτε μας θεωρούσαν τους πιο δοξασμένους ανάμεσα στους Έλληνες». [7.1.31] Λένε πως όταν τα ᾽πε αυτά, μέσ᾽ από καθαρό ουρανό φάνηκαν —καλότυχο για κείνον σημάδι— αστραπές και βροντές· έτυχε και να βρίσκεται κοντά στο δεξιό του κέρας ένα τέμενος με άγαλμα του Ηρακλή, που ισχυρίζονται ότι ήταν πρόγονός του. Το αποτέλεσμα ήταν ν᾽ αντλήσουν τέτοιο πολεμικό μένος και θάρρος απ᾽ όλα τούτα οι στρατιώτες, που έσπρωχναν ο ένας τον άλλον για να προχωρήσουν και με κόπο τους συγκρατούσαν οι αξιωματικοί. Και πραγματικά, όταν μπήκε επικεφαλής ο Αρχίδαμος, λίγοι εχθροί έμειναν στις θέσεις τους ώσπου να φτάσουν σ᾽ απόσταση δόρατος — κι εκείνοι έπεσαν νεκροί· οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν πάνω στη φυγή τους, άλλοι από το ιππικό κι άλλοι από τους Κέλτες. [7.1.32] Αφού τέλειωσε η μάχη, ο Αρχίδαμος έστησε τρόπαιο κι αμέσως έστειλε τον Δημοτέλη, τον κήρυκα, ν᾽ αναγγείλει στη Σπάρτη πόσο μεγάλη είχε σταθεί η νίκη, κι ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν ούτε έναν νεκρό, ενώ οι εχθροί είχαν πάμπολλους. Και λένε ότι όταν τ᾽ άκουσαν στη Σπάρτη έβαλαν όλοι τα κλάματα, αρχίζοντας από τον Αγησίλαο και τους γερουσιαστές και τους εφόρους — απόδειξη ότι τα δάκρυα είναι σύμπτωμα κοινό στη χαρά και στη λύπη. Εξάλλου το πάθημα των Αρκάδων ευχαρίστησε τους Θηβαίους και τους Ηλείους εξίσου σχεδόν με τους Λακεδαιμονίους, τόσο πολύ τους είχε ενοχλήσει η αλαζονεία τους. |