Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΞΕΝΟΦΩΝ
Κύρου Ἀνάβασις (7.6.1-7.6.10)
[7.6.1] Ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ σχεδὸν ἤδη δύο μηνῶν ὄντων ἀφικνεῖται Χαρμῖνός τε ὁ Λάκων καὶ Πολύνικος παρὰ Θίβρωνος, καὶ λέγουσιν ὅτι Λακεδαιμονίοις δοκεῖ στρατεύεσθαι ἐπὶ Τισσαφέρνην, καὶ Θίβρων ἐκπέπλευκεν ὡς πολεμήσων, καὶ δεῖται ταύτης τῆς στρατιᾶς καὶ λέγει ὅτι δαρεικὸς ἑκάστῳ ἔσται μισθὸς τοῦ μηνός, καὶ τοῖς λοχαγοῖς διμοιρία, τοῖς δὲ στρατηγοῖς τετραμοιρία. [7.6.2] ἐπεὶ δ᾽ ἦλθον οἱ Λακεδαιμόνιοι, εὐθὺς ὁ Ἡρακλείδης πυθόμενος ὅτι ἐπὶ τὸ στράτευμα ἥκουσι λέγει τῷ Σεύθῃ ὅτι κάλλιστόν τι γεγένηται· οἱ μὲν γὰρ Λακεδαιμόνιοι δέονται τοῦ στρατεύματος, σὺ δὲ οὐκέτι δέῃ· ἀποδιδοὺς δὲ τὸ στράτευμα χαριῇ αὐτοῖς, σὲ δὲ οὐκέτι ἀπαιτήσουσι τὸν μισθόν, ἀλλ᾽ ἀπαλλάξονται ἐκ τῆς χώρας. [7.6.3] ἀκούσας ταῦτα ὁ Σεύθης κελεύει παράγειν· καὶ ἐπεὶ εἶπον ὅτι ἐπὶ τὸ στράτευμα ἥκουσιν, ἔλεγεν ὅτι τὸ στράτευμα ἀποδίδωσι, φίλος τε καὶ σύμμαχος εἶναι βούλεται, καλεῖ τε αὐτοὺς ἐπὶ ξένια· καὶ ἐξένιζε μεγαλοπρεπῶς. Ξενοφῶντα δὲ οὐκ ἐκάλει, οὐδὲ τῶν ἄλλων στρατηγῶν οὐδένα. [7.6.4] ἐρωτώντων δὲ τῶν Λακεδαιμονίων τίς ἀνὴρ εἴη Ξενοφῶν ἀπεκρίνατο ὅτι τὰ μὲν ἄλλα εἴη οὐ κακός, φιλοστρατιώτης δέ· καὶ διὰ τοῦτο χεῖρόν ἐστιν αὐτῷ. καὶ οἳ εἶπον· Ἀλλ᾽ ἦ δημαγωγεῖ ὁ ἀνὴρ τοὺς ἄνδρας; καὶ ὁ Ἡρακλείδης, Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη. [7.6.5] Ἆρ᾽ οὖν, ἔφασαν, μὴ καὶ ἡμῖν ἐναντιώσεται τῆς ἀπαγωγῆς; Ἀλλ᾽ ἢν ὑμεῖς, ἔφη ὁ Ἡρακλείδης, συλλέξαντες αὐτοὺς ὑπόσχησθε τὸν μισθόν, ὀλίγον ἐκείνῳ προσχόντες ἀποδραμοῦνται σὺν ὑμῖν. [7.6.6] Πῶς οὖν ἄν, ἔφασαν, ἡμῖν συλλεγεῖεν; Αὔριον ὑμᾶς, ἔφη ὁ Ἡρακλείδης, πρῲ ἄξομεν πρὸς αὐτούς· καὶ οἶδα, ἔφη, ὅτι ἐπειδὰν ὑμᾶς ἴδωσιν, ἄσμενοι συνδραμοῦνται. αὕτη μὲν ἡ ἡμέρα οὕτως ἔληξεν. |
[7.6.1] Σ᾽ αυτό το διάστημα, θα είχαν περάσει πια δυο μήνες, έρχονται ο Χαρμίνος ο Λάκωνας και ο Πολύνικος, σταλμένοι από το Θίβρωνα, και λένε πως οι Λακεδαιμόνιοι αποφάσισαν να πάνε να πολεμήσουν τον Τισσαφέρνη. Ο Θίβρωνας μάλιστα είχε ξεκινήσει κιόλας για την εκστρατεία, και χρειάζεται αυτόν το στρατό και βεβαιώνει πως θα δίνει για μισθό ένα δαρεικό στον κάθε στρατιώτη το μήνα, διπλάσια στους λοχαγούς και τετραπλάσια στους στρατηγούς. [7.6.2] Όταν έφτασαν οι Λακεδαιμόνιοι, ο Ηρακλείδης έμαθε μονομιάς πως έχουν έρθει για να πάρουν τους στρατιώτες, κι είπε στο Σεύθη πως κάτι ευχάριστο συμβαίνει. «Γιατί οι Λακεδαιμόνιοι έχουν ανάγκη το στρατό, ενώ εσύ δεν τον χρειάζεσαι πια. Κι αν τους τον δώσεις, από τη μια θα τους ευχαριστήσεις κι από την άλλη δεν θα σου ξαναζητήσουν οι στρατιώτες μισθό, παρά θα φύγουν από τη χώρα». [7.6.3] Όταν ο Σεύθης τ᾽ άκουσε, λέει να του φέρουν τους απεσταλμένους. Και μόλις του είπαν πως έχουν έρθει για το στράτευμα, εκείνος τους απάντησε ότι τους το δίνει κι ότι θέλει να είναι φίλος και σύμμαχός τους. Τους κάλεσε κιόλας να τους φιλοξενήσει και τους έκαμε ένα μεγαλόπρεπο γεύμα. Δεν κάλεσε όμως τον Ξενοφώντα, ούτε κανέναν από τους άλλους στρατηγούς. [7.6.4] Οι Λακεδαιμόνιοι τότε ρώτησαν τί λογής άνθρωπος ήταν ο Ξενοφώντας, κι ο Σεύθης αποκρίθηκε πως στα άλλα δεν ήταν κακός, είχε όμως μεγάλη αδυναμία στους στρατιώτες. Αυτό ήταν το μεγαλύτερό του ελάττωμα. Εκείνοι ρώτησαν: «Μήπως προσπαθεί να παρασύρει με τη γνώμη του τους άντρες;» «Βεβαιότατα», απάντησε ο Ηρακλείδης. [7.6.5] «Θα μας φέρει τάχα αντίσταση, που θα πάρουμε το στρατό;» ρώτησαν. «Αν εσείς», είπε ο Ηρακλείδης, «συγκεντρώσετε τους στρατιώτες και τους υποσχεθείτε μισθό, τότε θα αδιαφορήσουν για κείνον και θα φύγουν μαζί σας». [7.6.6] «Και πώς θα τα καταφέρουμε να τους συγκεντρώσουμε;» ξαναρώτησαν. «Αύριο το πρωί», είπε ο Ηρακλείδης, «θα σας οδηγήσουμε σ᾽ αυτούς. Και είμαι βέβαιος πως άμα σας δουν, με μεγάλη ευχαρίστηση θα έρθουν μαζί σας». Έτσι πέρασε εκείνη η μέρα. |