[7.4.12] Λίγες μέρες ύστερ᾽ απ᾽ αυτά οι Θράκες άρχισαν να κατεβαίνουν από το βουνό και να συζητούν με το Σεύθη για ανακωχή και για όμηρους. Ο Ξενοφώντας τότε πήγε στο Σεύθη και του είπε πως οι στρατιώτες του έχουν κατασκηνώσει σε ακατάλληλο μέρος και πως οι εχθροί είναι κοντά τους. Και πρόσθεσε ότι με μεγαλύτερη ευχαρίστηση θα στρατοπέδευαν έξω, σε οχυρές τοποθεσίες, παρά σε σπίτια, όπου κινδυνεύουν να αφανιστούν. Ο Σεύθης όμως του είπε να μη φοβάται και του έδειξε όμηρους των εχθρών, που τους είχε στα χέρια του. [7.4.13] Μερικοί μάλιστα κατέβηκαν από το βουνό και παρακάλεσαν και τον ίδιο τον Ξενοφώντα να τους βοηθήσει να κάμουν την ανακωχή. Τούτος το δέχτηκε και τους έδωσε θάρρος, βεβαιώνοντάς τους πως δεν πρόκειται να πάθουν κανένα κακό, φτάνει να κάνουν ό,τι διατάζει ο Σεύθης. Μα εκείνοι τα έλεγαν, προσπαθώντας να κάνουν κατασκοπεία. [7.4.14] Αυτά έγιναν την ημέρα. Αλλά την ακόλουθη νύχτα κατεβαίνουν οι Θυνοί από το βουνό και τους κάνουν επίθεση. Οδηγός τους ήταν ο νοικοκύρης κάθε σπιτιού. Γιατί αλλιώτικα ήταν δύσκολο, μέσα στο σκοτάδι, να βρίσκουν τα σπίτια στα χωριά, αφού μάλιστα τα είχαν περιτριγυρίσει με μεγάλα παλούκια για να τα προφυλάξουν από τα ζώα. [7.4.15] Όταν έφτασαν στις πόρτες των σπιτιών, άλλοι έριχναν μέσα ακόντια, άλλοι τις χτυπούσαν με ρόπαλα, που έλεγαν πως τα κρατούσαν για να κόψουν τις μύτες των δοράτων, κι άλλοι έβαζαν φωτιά. Ακόμα και τον Ξενοφώντα φώναζαν με τ᾽ όνομά του και τον προκαλούσαν να βγει να τον σκοτώσουν, αλλιώτικα τον φοβέριζαν πως θα καεί εκεί που βρίσκεται. [7.4.16] Είχαν αρχίσει πια να φαίνονται φλόγες από τις στέγες, και οι στρατιώτες του Ξενοφώντα μέσα στα σπίτια φόρεσαν τους θώρακες και κρατούσαν ασπίδες, μαχαίρια και κράνη. Τότε ο Σιλανός, ένα παλικάρι δεκαοχτώ χρονών από τη Μάκιστο, βαράει με τη σάλπιγγα συναγερμό. Αμέσως και οι Έλληνες που ήταν στα άλλα σπίτια τραβούν τα ξίφη από τα θηκάρια και ορμούν έξω. [7.4.17] Μα οι Θράκες ρίχνουν τις ασπίδες πάνω στις ράχες τους, όπως συνήθιζαν, και το βάζουν στα πόδια. Μερικοί μάλιστα κρεμάστηκαν από τα παλούκια, γιατί έμπλεξαν οι ασπίδες τους τη στιγμή που προσπαθούσαν να πηδήσουν από πάνω, κι έτσι πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Άλλοι πάλι σκοτώθηκαν, γιατί δεν κατάφεραν να βρουν την πόρτα και να βγουν. Τους υπόλοιπους οι Έλληνες τους κυνήγησαν έξω από το χωριό. [7.4.18] Τότε μερικοί από τους Θυνούς γύρισαν πίσω μέσα στο σκοτάδι και χτυπούσαν με τα ακόντιά τους τους Έλληνες που έτρεχαν δίπλα σ᾽ ένα φλεγόμενο σπίτι. Γιατί μπορούσαν να βλέπουν από το σκοτεινό μέρος που βρίσκονταν αυτοί, στο φωτισμένο που ήταν εκείνοι. Έτσι πλήγωσαν και τον Ιερώνυμο και τους λοχαγούς Ευοδέα και Θεογένη το Λοκρό. Κανένας όμως δεν σκοτώθηκε, κάηκαν μονάχα τα ρούχα μερικών στρατιωτών κι οι αποσκευές τους. [7.4.19] Στο μεταξύ ο Σεύθης έτρεξε να τους βοηθήσει, μαζί με τους εφτά ιππείς που βρίσκονταν μπροστά μπροστά στο στρατό του, και με το Θρακιώτη σαλπιχτή. Από τη στιγμή που πήρε είδηση την επίθεση και όσην ώρα έτρεχε για να τους βοηθήσει, σ᾽ όλο αυτό το χρονικό διάστημα βαρούσε τη σάλπιγγά του. Έτσι κι αυτό, εκτός από τ᾽ άλλα, έκαμε να φοβηθούν οι εχθροί. Όταν έφτασε πια κοντά στους Έλληνες, τους χαιρετούσε σφίγγοντάς τους τα χέρια και τους έλεγε πως περίμενε να βρει πολλούς σκοτωμένους. [7.4.20] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά ο Ξενοφώντας τον παρακαλεί να του παραδώσει τους όμηρους και, αν θέλει, να πάει μαζί του να τους χτυπήσουν απάνω στο βουνό· αλλιώς να τον αφήσει να πάει μόνος του. [7.4.21] Την άλλη μέρα λοιπόν ο Σεύθης τού δίνει τους όμηρους, που ήταν άντρες ηλικιωμένοι και οι προεστοί, όπως έλεγαν, των ορεινών, κι έρχεται κι ο ίδιος με το στρατό του. Και τώρα πια, ο στρατός του ήταν τριπλάσιος από πρώτα. Γιατί πολλοί από τους Οδρύσες κατέβαιναν από τα βουνά για να πάρουν μέρος στις πολεμικές του επιχειρήσεις, επειδή μάθαιναν τα κατορθώματά του. [7.4.22] Όταν οι Θυνοί είδαν από πάνω από το βουνό πολλούς οπλίτες και πελταστές και πολύ ιππικό, κατέβηκαν και παρακαλούσαν να κάμουν ειρήνη. Υπόσχονταν πως θα εκτελούν κάθε διαταγή του Σεύθη και του πρότειναν να του δώσουν εγγυήσεις πως θα φυλάξουν την υπόσχεσή τους. [7.4.23] Ο Σεύθης τότε φώναξε τον Ξενοφώντα και του γνωστοποίησε τις προτάσεις τους, αλλά του είπε πως δεν θα έκανε μαζί τους ειρήνη, αν αυτός ήθελε να τους τιμωρήσει για την επίθεση που είχαν κάμει. [7.4.24] Εκείνος όμως απάντησε: «Κατά τη γνώμη μου και τώρα θα τιμωρηθούν αρκετά, γιατί θα είναι δούλοι αντί ελεύθεροι». Είπε πάντως στο Σεύθη πως του δίνει μια συμβουλή, να πιάνει για όμηρους εκείνους που έχουν πολύ μεγάλη ικανότητα να βλάφτουν, ενώ τους γέρους να τους αφήνει στα σπίτια τους. Εκείνοι λοιπόν συμφώνησαν όλοι να υποταχτούν μ᾽ αυτούς τους όρους. |