Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ρητορική (1409a-1409b)

[IX] Τὴν δὲ λέξιν ἀνάγκη εἶναι ἢ εἰρομένην καὶ τῷ συνδέσμῳ μίαν, ὥσπερ αἱ ἐν τοῖς διθυράμβοις ἀναβολαί, ἢ κατεστραμμένην καὶ ὁμοίαν ταῖς τῶν ἀρχαίων ποιητῶν ἀντιστρόφοις. ἡ μὲν οὖν εἰρομένη λέξις ἡ ἀρχαία ἐστίν [«Ἡροδότου Θουρίου ἥδ᾽ ἱστορίης ἀπόδειξις»] (ταύτῃ γὰρ πρότερον μὲν ἅπαντες, νῦν δὲ οὐ πολλοὶ χρῶνται)· λέγω δὲ εἰρομένην ἣ οὐδὲν ἔχει τέλος καθ᾽ αὑτήν, ἂν μὴ τὸ πρᾶγμα ‹τὸ› λεγόμενον τελειωθῇ. ἔστι δὲ ἀηδὴς διὰ τὸ ἄπειρον· τὸ γὰρ τέλος πάντες βούλονται καθορᾶν· διόπερ ἐπὶ τοῖς καμπτῆρσιν ἐκπνέουσι καὶ ἐκλύονται· προορῶντες γὰρ τὸ πέρας οὐ κάμνουσι πρότερον. ἡ μὲν οὖν εἰρομένη τῆς λέξεώς ἐστιν ἥδε, κατεστραμμένη δὲ ἡ ἐν περιόδοις· λέγω δὲ περίοδον λέξιν ἔχουσαν ἀρχὴν καὶ τελευτὴν αὐτὴν καθ᾽ αὑτὴν καὶ [1409b] μέγεθος εὐσύνοπτον. ἡδεῖα δ᾽ ἡ τοιαύτη καὶ εὐμαθής, ἡδεῖα μὲν διὰ τὸ ἐναντίως ἔχειν τῷ ἀπεράντῳ, καὶ ὅτι ἀεί τὶ οἴεται ἔχειν ὁ ἀκροατὴς καὶ πεπεράνθαι τι αὑτῷ, τὸ δὲ μηδὲν προνοεῖν μηδὲ ἀνύειν ἀηδές· εὐμαθὴς δὲ ὅτι εὐμνημόνευτος, τοῦτο δὲ ὅτι ἀριθμὸν ἔχει ἡ ἐν περιόδοις λέξις, ὃ πάντων εὐμνημονευτότατον. διὸ καὶ τὰ μέτρα πάντες μνημονεύουσιν μᾶλλον τῶν χύδην· ἀριθμὸν γὰρ ἔχει ᾧ μετρεῖται. δεῖ δὲ τὴν περίοδον †καὶ τῇ διανοία† τετελειῶσθαι, καὶ μὴ διακόπτεσθαι ὥσπερ τὰ Σοφοκλέους ἰαμβεῖα,
Καλυδὼν μὲν ἥδε γαῖα· Πελοπίας χθονός·
τοὐναντίον γὰρ ἔστιν ὑπολαβεῖν τῷ διαιρεῖσθαι, ὥσπερ καὶ ἐπὶ τοῦ εἰρημένου τὴν Καλυδῶνα εἶναι τῆς Πελοποννήσου.
Περίοδος δὲ ἡ μὲν ἐν κώλοις ἡ δ᾽ ἀφελής. ἔστιν δ᾽ ἐν κώλοις μὲν λέξις ἡ τετελειωμένη τε καὶ διῃρημένη καὶ εὐανάπνευστος, μὴ ἐν τῇ διαιρέσει †ὥσπερ καὶ ἡ περίοδος,† ἀλλ᾽ ὅλη (κῶλον δ᾽ ἐστὶν τὸ ἕτερον μόριον ταύτης)· ἀφελῆ δὲ λέγω τὴν μονόκωλον. δεῖ δὲ καὶ τὰ κῶλα καὶ τὰς περιόδους μήτε μυούρους εἶναι μήτε μακράς. τὸ μὲν γὰρ μικρὸν προσπταίειν πολλάκις ποιεῖ τὸν ἀκροατήν· ἀνάγκη γὰρ ὅταν, ἔτι ὁρμῶν ἐπὶ τὸ πόρρω καὶ τὸ μέτρον οὗ ἔχει ἐν ἑαυτῷ ὅρον, ἀντισπασθῇ παυσαμένου, οἷον πρόσπταισιν γίγνεσθαι διὰ τὴν ἀντίκρουσιν· τὰ δὲ μακρὰ ἀπολείπεσθαι ποιεῖ, ὥσπερ οἱ ἐξωτέρω ἀποκάμπτοντες τοῦ τέρματος· ἀπολείπουσι γὰρ καὶ οὗτοι τοὺς συμπεριπατοῦντας, ὁμοίως δὲ καὶ αἱ περίοδοι αἱ μακραὶ οὖσαι λόγος γίνεται καὶ ἀναβολῇ ὅμοιον, ὥστε γίνεται ὃ ἔσκωψεν Δημόκριτος ὁ Χῖος εἰς Μελανιππίδην ποιήσαντα ἀντὶ τῶν ἀντιστρόφων ἀναβολάς
οἷ τ᾽ αὐτῷ κακὰ τεύχει ἀνὴρ ἄλλῳ κακὰ τεύχων,
ἡ δὲ μακρὰ ἀναβολὴ τῷ ποιήσαντι κακίστη·
ἁρμόττει γὰρ τὸ τοιοῦτον καὶ εἰς τὰς μακροκώλους λέγειν. αἵ τε λίαν βραχύκωλοι οὐ περίοδος γίνεται· προπετῆ οὖν ἄγει τὸν ἀκροατήν.

[9] Η διατύπωση (στον πεζό λόγο) υποχρεωτικά είναι ή συνεχής, τέτοια δηλαδή που, με τη βοήθεια συνδετικών λέξεων, ο λόγος να αποτελεί μια ενότητα (σαν τα προοίμια των διθυράμβων), ή «περιπλεγμένη», τέτοια που να μοιάζει με τις αντιστροφές των παλαιών ποιητών. Το συνεχές, λοιπόν, ύφος είναι το παλαιό [«Αυτή εδώ είναι η έκθεση των ερευνών του Ηρόδοτου από τους Θουρίους»] (αυτό χρησιμοποιούσαν όλοι οι παλαιοί, σήμερα όμως το χρησιμοποιούν λίγοι μόνο). «Συνεχή» ονομάζω τον τρόπο έκθεσης και παρουσίασης που δεν έχει μέσα του κανένα τέλος και σταματάει μόνο όταν ολοκληρωθεί αυτό που είναι να ειπωθεί. Ο τρόπος αυτός προκαλεί ένα δυσάρεστο αίσθημα, ακριβώς γιατί του λείπει το τέλος, και όλοι οι άνθρωποι θέλουν να έχουν μπροστά στα μάτια τους το τέλος· αυτός είναι και ο λόγος που οι δρομείς, μόνο όταν φτάσουν στο τέρμα αισθάνονται να τους κόβεται η ανάσα και να χάνουν τις δυνάμεις τους, ενώ πρωτύτερα, όσο ακόμη έχουν μπροστά στα μάτια τους το τέρμα, δεν αισθάνονται καμιά κούραση. Αυτό είναι λοιπόν το συνεχές είδος του ύφους. «Περιπλεγμένο» είναι το ύφος που έχει περιόδους. Περίοδο ονομάζω τη φράση που διαθέτει αρχή και τέλος [1409b] και ένα μέγεθος που εύκολα μπορεί κανείς να το παρακολουθήσει με το μυαλό του στο σύνολό του. Λόγος διατυπωμένος με αυτόν τον τρόπο είναι ευχάριστος και γίνεται εύκολα κατανοητός: ευχάριστος, γιατί είναι το αντίθετο του λόγου που δεν έχει τέλος, αλλά και γιατί ο ακροατής έχει συνεχώς την αίσθηση ότι αποκτά κάτι με το να φτάνει κάτι συνεχώς να ολοκληρώνεται γι᾽ αυτόν· ενώ το να μη μπορεί κανείς να προβλέψει τίποτε ή να ολοκληρώσει κάτι είναι δυσάρεστο· από την άλλη ο τέτοιος λόγος γίνεται εύκολα κατανοητός, επειδή συγκρατείται εύκολα στη μνήμη, και αυτό, πάλι, γιατί ο λόγος που είναι οργανωμένος σε περιόδους έχει έναν αριθμό — το πράγμα που πιο εύκολα από οποιοδήποτε άλλο συγκρατείται στη μνήμη. Γι᾽ αυτό και όλος ο κόσμος συγκρατεί στη μνήμη του τους στίχους μάλλον παρά τον πεζό λόγο· γιατί οι στίχοι έχουν έναν αριθμό, με τον οποίο μετριούνται. Έπειτα, η περίοδος πρέπει να ολοκληρώνεται και από την πλευρά του νοήματος, και να μη κόβεται στη μέση, όπως στους ιαμβικούς στίχους του Σοφοκλή
Αυτή εδώ είναι η γη της Καλυδώνας, της χώρας του Πέλοπα...:
με μια τέτοια διαίρεση μπορεί κανείς να υποθέσει το αντίθετο από αυτό που είναι η πραγματικότητα, όπως, στο παράδειγμα που είπαμε, ότι η Καλυδώνα είναι τόπος της Πελοποννήσου.
Μια περίοδος ή είναι μοιρασμένη σε κώλα ή είναι απλή. Η πρώτη, η μοιρασμένη σε κώλα, είναι ένας λόγος νοηματικά ολοκληρωμένος, διαιρεμένος σε μέρη, που εύκολα τον προφέρει κανείς με μια ανάσα — όχι στη διαίρεσή του, †όπως στην περίοδο που αναφέραμε πρωτύτερα†, αλλά στο σύνολό του (κώλον είναι το ένα από τα δύο μέρη της). Απλή ονομάζω τη μονόκωλη περίοδο. Τα κώλα, πάντως, και οι περίοδοι δεν πρέπει να έχουν ούτε πολύ μικρό ούτε πολύ μεγάλο μήκος. Το πολύ μικρό μήκος κάνει πολλές φορές τον ακροατή να σκοντάφτει, επειδή —αναγκαστικά—, όταν ο ακροατής, ενώ έχει ακόμη ορμή προς τα μπρος ώστε να συμπληρώσει το μέτρο για το οποίο έχει μέσα του μιαν ορισμένη ιδέα, παρεμποδιστεί από το σταμάτημα του ρήτορα, νιώθει να γίνεται κάτι σαν σκόνταμα από πρόσκρουση πάνω σε κάποιο εμπόδιο. Το μεγάλο, πάλι, μήκος τους κάνει τον ακροατή να αισθάνεται ότι μένει πίσω· έτσι δεν γίνεται και με τους περιπατητές που κάνουν τη στροφή τους αφού ξεπεράσουν κατά πολύ το τέρμα, αφήνοντας και αυτοί πίσω τους τους συμπεριπατητές τους; Παρόμοια, οι μεγάλου μήκους περίοδοι παίρνουν τις διαστάσεις λόγου και μοιάζουν με προοίμιο διθυράμβου, με αποτέλεσμα να γίνεται αυτό που ο Δημόκριτος από τη Χίο είπε πειραχτικά για τον Μελανιππίδη, που αντί για αντιστροφές, έκανε προοίμια διθυράμβων:
Κάνει κακό στον εαυτό του όποιος κακό κάνει στους άλλους,
κι ένα κακό προοίμιο είναι ό,τι το πιο κακό γι᾽ αυτόν που το ᾽χει κάνει.
Το ίδιο αυτό ισχύει, πράγματι, και για τις περιόδους που περιέχουν μεγάλου μήκους κώλα. Πάντως, με πολύ μικρού μήκους κώλα περίοδος δεν γίνεται: ένα τέτοιο ύφος κάνει τον ακροατή «να σκοντάφτει και να πέφτει κατακέφαλα».