Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (7.3.40-7.3.48)

[7.3.40] Ἡνίκα δ᾽ ἦν ἀμφὶ μέσας νύκτας, παρῆν Σεύθης ἔχων τοὺς ἱππέας τεθωρακισμένους καὶ τοὺς πελταστὰς σὺν τοῖς ὅπλοις. καὶ ἐπεὶ παρέδωκε τοὺς ἡγεμόνας, οἱ μὲν ὁπλῖται ἡγοῦντο, οἱ δὲ πελτασταὶ εἵποντο, οἱ δ᾽ ἱππεῖς ὠπισθοφυλάκουν· [7.3.41] ἐπεὶ δ᾽ ἡμέρα ἦν, ὁ Σεύθης παρήλαυνεν εἰς τὸ πρόσθεν καὶ ἐπῄνεσε τὸν Ἑλληνικὸν νόμον. πολλάκις γὰρ ἔφη νύκτωρ αὐτὸς καὶ σὺν ὀλίγοις πορευόμενος ἀποσπασθῆναι σὺν τοῖς ἵπποις ἀπὸ τῶν πεζῶν· νῦν δ᾽ ὥσπερ δεῖ ἁθρόοι πάντες ἅμα τῇ ἡμέρᾳ φαινόμεθα. ἀλλὰ ὑμεῖς μὲν περιμένετε αὐτοῦ καὶ ἀναπαύσασθε, ἐγὼ δὲ σκεψάμενός τι ἥξω. [7.3.42] ταῦτ᾽ εἰπὼν ἤλαυνε δι᾽ ὄρους ὁδόν τινα λαβών. ἐπεὶ δ᾽ ἀφίκετο εἰς χιόνα πολλήν, ἐσκέψατο εἰ εἴη ἴχνη ἀνθρώπων ἢ πρόσω ἡγούμενα ἢ ἐναντία. ἐπεὶ δὲ ἀτριβῆ ἑώρα τὴν ὁδόν, ἧκε ταχὺ πάλιν καὶ ἔλεγεν· [7.3.43] Ἄνδρες, καλῶς ἔσται, ἢν θεὸς θέλῃ· τοὺς γὰρ ἀνθρώπους λήσομεν ἐπιπεσόντες. ἀλλ᾽ ἐγὼ μὲν ἡγήσομαι τοῖς ἵπποις, ὅπως ἄν τινα ἴδωμεν, μὴ διαφυγὼν σημήνῃ τοῖς πολεμίοις· ὑμεῖς δ᾽ ἕπεσθε· κἂν λειφθῆτε, τῷ στίβῳ τῶν ἵππων ἕπεσθε. ὑπερβάντες δὲ τὰ ὄρη ἥξομεν εἰς κώμας πολλάς τε καὶ εὐδαίμονας.
[7.3.44] Ἡνίκα δ᾽ ἦν μέσον ἡμέρας, ἤδη τε ἦν ἐπὶ τοῖς ἄκροις καὶ κατιδὼν τὰς κώμας ἧκεν ἐλαύνων πρὸς τοὺς ὁπλίτας καὶ ἔλεγεν· Ἀφήσω ἤδη καταθεῖν τοὺς μὲν ἱππέας εἰς τὸ πεδίον, τοὺς δὲ πελταστὰς ἐπὶ τὰς κώμας. ἀλλ᾽ ἕπεσθε ὡς ἂν δύνησθε τάχιστα, ὅπως ἐάν τις ὑφιστῆται, ἀλέξησθε. [7.3.45] ἀκούσας ταῦτα ὁ Ξενοφῶν κατέβη ἀπὸ τοῦ ἵππου. καὶ ὃς ἤρετο· Τί καταβαίνεις ἐπεὶ σπεύδειν δεῖ; Οἶδα, ἔφη, ὅτι οὐκ ἐμοῦ μόνου δέῃ· οἱ δὲ ὁπλῖται θᾶττον δραμοῦνται καὶ ἥδιον, ἐὰν καὶ ἐγὼ πεζὸς ἡγῶμαι. [7.3.46] μετὰ ταῦτα ᾤχετο, καὶ Τιμασίων μετ᾽ αὐτοῦ ἔχων ἱππέας ὡς τετταράκοντα τῶν Ἑλλήνων. Ξενοφῶν δὲ παρηγγύησε τοὺς εἰς τριάκοντα ἔτη παριέναι ἀπὸ τῶν λόχων εὐζώνους. καὶ αὐτὸς μὲν ἐτρόχαζε τούτους ἔχων, Κλεάνωρ δ᾽ ἡγεῖτο τῶν ἄλλων. [7.3.47] ἐπεὶ δ᾽ ἐν ταῖς κώμαις ἦσαν, Σεύθης ἔχων ὅσον τριάκοντα ἱππέας προσελάσας εἶπε· Τάδε δή, ὦ Ξενοφῶν, ἃ σὺ ἔλεγον· ἔχονται οἱ ἄνθρωποι· ἀλλὰ γὰρ ἔρημοι οἱ ἱππεῖς οἴχονταί μοι ἄλλος ἄλλῃ διώκων, καὶ δέδοικα μὴ συστάντες ἁθρόοι που κακόν τι ἐργάσωνται οἱ πολέμιοι. δεῖ δὲ καὶ ἐν ταῖς κώμαις καταμένειν τινὰς ἡμῶν· μεσταὶ γάρ εἰσιν ἀνθρώπων. [7.3.48] Ἀλλ᾽ ἐγὼ μέν, ἔφη ὁ Ξενοφῶν, σὺν οἷς ἔχω τὰ ἄκρα καταλήψομαι· σὺ δὲ Κλεάνορα κέλευε διὰ τοῦ πεδίου παρατεῖναι τὴν φάλαγγα παρὰ τὰς κώμας. ἐπεὶ ταῦτα ἐποίησαν, συνηλίσθησαν ἀνδράποδα μὲν ὡς χίλια, βόες δὲ δισχίλιοι, πρόβατα ἄλλα μύρια. τότε μὲν δὴ αὐτοῦ ηὐλίσθησαν.

[7.3.40] Κατά τα μεσάνυχτα ήρθε ο Σεύθης με τους ιππείς, που φορούσαν τους θώρακες, και με τους πελταστές οπλισμένους. Έδωσε στους Έλληνες τους οδηγούς, και τότε άρχισαν να βαδίζουν μπροστά οι οπλίτες, ακολουθούσαν έπειτα οι πελταστές, ενώ το ιππικό αποτελούσε την οπισθοφυλακή. [7.3.41] Όταν ξημέρωσε, ο Σεύθης πήγε καβάλα στ᾽ άλογο στις πρώτες γραμμές και μίλησε επαινετικά για τη συνήθεια των Ελλήνων. Έλεγε πως πολλές φορές έτυχε να βαδίζει τη νύχτα και παρόλο που είχε μαζί του λίγο στρατό, ωστόσο ξέκοψε αυτός και το ιππικό από τους πεζούς. «Ενώ τώρα, μόλις ξημέρωσε, βρεθήκαμε όλοι συγκεντρωμένοι με τάξη. Αλλά εσείς ησυχάστε μένοντας λιγάκι εδώ, κι εγώ κάτι πάω να δω και θα ξαναγυρίσω». [7.3.42] Αυτά είπε και τράβηξε από ένα μονοπάτι προχωρώντας στο βουνό. Όταν πήγε σε μέρος που υπήρχαν πολλά χιόνια, πρόσεξε να δει μήπως φαίνονταν πατημασιές ανθρώπων που κατευθύνονταν προς τα μπρος ή αντίθετα. Κι επειδή έβλεπε απάτητο το δρόμο, ξαναγύρισε γρήγορα και τους είπε: [7.3.43] «Φίλοι μου, καλά θα πάνε τα πράγματα, αν θέλει ο θεός. Οπωσδήποτε θα πέσουμε απάνω στους εχθρούς, προτού να μας πάρουν είδηση. Εγώ όμως θα πάω μπροστά με τους ιππείς, ώστε μόλις δούμε κανέναν άνθρωπο, να μην τον αφήσουμε να ξεφύγει και να ειδοποιήσει τους εχθρούς. Εσείς να έρχεστε ύστερ᾽ από μας. Κι αν μείνετε πίσω, να ακολουθείτε τα χνάρια των αλόγων. Μόλις περάσουμε τα βουνά, θα φτάσουμε σε χωριά πολλά και πλούσια».
[7.3.44] Κατά το μεσημέρι βρισκόταν επάνω στις βουνοκορφές. Από κει είδε τα χωριά, και τότε γύρισε καβάλα στ᾽ άλογό του κι είπε στους οπλίτες: «Τώρα θ᾽ αφήσω τους ιππείς να τρέξουν προς τον κάμπο και τους πελταστές να κάμουν επίθεση στα χωριά. Εσείς να μας ακολουθείτε όσο γίνεται πιο γρήγορα για ν᾽ αποκρούσετε όποιον μας αντισταθεί». [7.3.45] Την ώρα που άκουσε τα λόγια αυτά ο Ξενοφώντας, κατέβηκε από τ᾽ άλογό του. Ο Σεύθης τον ρώτησε: «Γιατί κατεβαίνεις, αφού είναι ανάγκη να βιαστούμε;». «Ξέρω, αποκρίθηκε ο Ξενοφώντας, πως δεν χρειάζεσαι μονάχα εμένα. Αλλά οι στρατιώτες θα τρέξουν γρηγορότερα και προθυμότερα, αν βαδίζω επικεφαλής τους πεζός». [7.3.46] Ύστερα ο Σεύθης έφυγε παίρνοντας μαζί του και τον Τιμασίωνα, που είχε σαράντα, πάνω κάτω, Έλληνες ιππείς. Ο Ξενοφώντας τότε πρόσταξε να βγουν από τους λόχους οι άντρες που ήταν ως τριάντα χρονών, με ελαφρύ οπλισμό. Μαζί μ᾽ αυτούς προχωρούσε τρέχοντας, ενώ τους υπόλοιπους τους οδηγούσε ο Κλεάνορας. [7.3.47] Κι όταν έφτασαν στα χωριά, ο Σεύθης με τριάντα ιππείς τον πλησίασε και του είπε: «Νά τα, Ξενοφώντα, εκείνα που σου έλεγα. Οι κάτοικοι των χωριών μένουν στις θέσεις τους. Και μονάχοι οι ιππείς τράβηξαν προς όλες τις κατευθύνσεις κυνηγώντας, και φοβούμαι μήπως οι εχθροί συγκεντρωθούν κάπου και μας χτυπήσουν. Γι᾽ αυτό πρέπει και μέσα στα χωριά να μείνουν μερικοί από μας, γιατί είναι γεμάτα από ανθρώπους». [7.3.48] «Εγώ, απάντησε ο Ξενοφώντας, με τους δικούς μου θα πιάσω τα υψώματα. Εσύ να διατάξεις τον Κλεάνορα ν᾽ απλώσει τη φάλαγγά του μέσα από τον κάμπο κοντά στα χωριά». Όταν έγιναν αυτά, συγκεντρώθηκαν πάνω κάτω χίλιοι αιχμάλωτοι, δυο χιλιάδες βόδια και δέκα χιλιάδες άλλα ζώα. Τότε πέρασαν τη νύχτα σ᾽ αυτό το μέρος.