Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ρητορική (1408b-1409a)

[VIII] Τὸ δὲ σχῆμα τῆς λέξεως δεῖ μήτε ἔμμετρον εἶναι μήτε ἄρρυθμον· τὸ μὲν γὰρ ἀπίθανον (πεπλάσθαι γὰρ δοκεῖ), καὶ ἅμα καὶ ἐξίστησι· προσέχειν γὰρ ποιεῖ τῷ ὁμοίῳ, πότε πάλιν ἥξει· ὥσπερ οὖν τῶν κηρύκων προλαμβάνουσι τὰ παιδία τὸ «τίνα αἱρεῖται ἐπίτροπον ὁ ἀπελευθερούμενος;» «Κλέωνα»· τὸ δὲ ἄρρυθμον ἀπέραντον, δεῖ δὲ πεπεράνθαι μέν, μὴ μέτρῳ δέ· ἀηδὲς γὰρ καὶ ἄγνωστον τὸ ἄπειρον. περαίνεται δὲ ἀριθμῷ πάντα· ὁ δὲ τοῦ σχήματος τῆς λέξεως ἀριθμὸς ῥυθμός ἐστιν, οὗ καὶ τὰ μέτρα τμήματα· διὸ ῥυθμὸν δεῖ ἔχειν τὸν λόγον, μέτρον δὲ μή· ποίημα γὰρ ἔσται. ῥυθμὸν δὲ μὴ ἀκριβῶς· τοῦτο δὲ ἔσται ἐὰν μέχρι του ᾖ. τῶν δὲ ῥυθμῶν ὁ μὲν ἡρῷος σεμνῆς ἀλλ᾽ οὐ λεκτικῆς ἁρμονίας δεόμενος, ὁ δ᾽ ἴαμβος αὐτή ἐστιν ἡ λέξις ἡ τῶν πολλῶν (διὸ μάλιστα πάντων τῶν μέτρων ἰαμβεῖα φθέγγονται λέγοντες), δεῖ δὲ σεμνότητα γενέσθαι καὶ ἐκστῆσαι. ὁ δὲ τροχαῖος κορδακικώτερος· δηλοῖ δὲ [1409a] τὰ τετράμετρα· ἔστι γὰρ τροχερὸς ῥυθμὸς τὰ τετράμετρα. λείπεται δὲ παιάν, ᾧ ἐχρῶντο μὲν ἀπὸ Θρασυμάχου ἀρξάμενοι, οὐκ εἶχον δὲ λέγειν τίς ἦν. ἔστι δὲ τρίτος ὁ παιάν, καὶ ἐχόμενος τῶν εἰρημένων· τρία γὰρ πρὸς δύ᾽ ἐστίν, ἐκείνων δὲ ὁ μὲν ἓν πρὸς ἕν, ὁ δὲ δύο πρὸς ἕν, ἔχεται δὲ τῶν λόγων τούτων ὁ ἡμιόλιος· οὗτος δ᾽ ἐστὶν ὁ παιάν. οἱ μὲν οὖν ἄλλοι διά τε τὰ εἰρημένα ἀφετέοι, καὶ διότι μετρικοί· ὁ δὲ παιὰν ληπτέος· ἀπὸ μόνου γὰρ οὐκ ἔστι μέτρον τῶν ῥηθέντων ῥυθμῶν, ὥστε μάλιστα λανθάνειν. νῦν μὲν οὖν χρῶνται τῷ ἑνὶ παιᾶνι καὶ ἀρχόμενοι ‹καὶ τελευτῶντες›, δεῖ δὲ διαφέρειν τὴν τελευτὴν τῆς ἀρχῆς. ἔστιν δὲ παιᾶνος δύο εἴδη ἀντικείμενα ἀλλήλοις, ὧν τὸ μὲν ἓν ἀρχῇ ἁρμόττει, ὥσπερ καὶ χρῶνται· οὗτος δ᾽ ἐστὶν οὗ ἄρχει μὲν ἡ μακρά, τελευτῶσιν δὲ τρεῖς βραχεῖαι, «Δαλογενὲς εἴτε Λυκίαν», καὶ «Χρυσεοκόμα Ἕκατε παῖ Διός»· ἕτερος δ᾽ ἐξ ἐναντίας, οὗ βραχεῖαι ἄρχουσιν τρεῖς, ἡ δὲ μακρὰ τελευταία·
μετὰ δὲ γᾶν ὕδατά τ᾽ ὠκεανὸν ἠφάνισε νύξ.
οὗτος δὲ τελευτὴν ποιεῖ· ἡ γὰρ βραχεῖα διὰ τὸ ἀτελὴς εἶναι ποιεῖ κολοβόν. ἀλλὰ δεῖ τῇ μακρᾷ ἀποκόπτεσθαι, καὶ δήλην εἶναι τὴν τελευτὴν μὴ διὰ τὸν γραφέα, μηδὲ διὰ τὴν παραγραφήν, ἀλλὰ διὰ τὸν ῥυθμόν.
Ὅτι μὲν οὖν εὔρυθμον δεῖ εἶναι τὴν λέξιν καὶ μὴ ἄρρυθμον, καὶ τίνες εὔρυθμον ποιοῦσι ῥυθμοὶ καὶ πῶς ἔχοντες, εἴρηται.

[8] Εξετάζοντας τον (πεζό) λόγο από την πλευρά της εξωτερικής του μορφής λέμε ότι αυτός δεν πρέπει να είναι ούτε έμμετρος ούτε άρρυθμος. Ο λόγος είναι ότι, αν είναι έμμετρος, χάνει την πειστικότητά του (επειδή φαίνεται πλαστός), ενώ, συγχρόνως, στρέφει προς άλλη κατεύθυνση την προσοχή του ακροατή, καθώς τον κάνει να προσέχει πότε θα ξαναγυρίσει η ίδια ρυθμική ενότητα· το ίδιο, δηλαδή, ακριβώς με αυτό που κάνουν τα παιδιά, που, προτού οι κήρυκες ολοκληρώσουν την ερώτηση, «Ποιόν διαλέγει ο απελεύθερος για επίτροπό του;», αυτά προλαβαίνουν και απαντούν, «Τον Κλέωνα». Από την άλλη, πάλι, μεριά ό,τι δεν έχει ρυθμό δεν έχει πέρας· πέρας, ωστόσο, πρέπει να υπάρχει, φτάνει αυτό να μη γίνεται μέσω του μέτρου· γιατί το άπειρο προκαλεί ένα δυσάρεστο αίσθημα και είναι κάτι που δεν μπορεί να γνωσθεί. Τα πάντα βρίσκουν το πέρας τους με τον αριθμό, και ο αριθμός που αναφέρεται στη μορφή του λόγου είναι αυτό που λέμε ρυθμός, μέρη του οποίου είναι τα μέτρα. Ανάγκη, γι᾽ αυτό, ο (πεζός) λόγος να έχει ρυθμό, όχι μέτρο· αλλιώς θα είναι ποίημα. Αλλά και ο ρυθμός του δεν πρέπει να είναι καθορισμένος επακριβώς, κάτι που πετυχαίνεται αν δεν ξεπερνά κάποια όρια.
Από τους ρυθμούς ο ηρωικός έχει σοβαρότητα και επισημότητα, του λείπει όμως ο τόνος του καθημερινού λόγου, ενώ ο ίαμβος είναι ο ίδιος ο καθημερινός λόγος (αυτός είναι και ο λόγος που μιλώντας οι άνθρωποι χρησιμοποιούν από όλα τα μέτρα κατά κύριο λόγο τα ιαμβικά τρίμετρα), ο λόγος όμως πρέπει να έχει σοβαρότητα και επισημότητα και να μπορεί να ξεσηκώνει τον ακροατή. Ο τροχαίος θυμίζει πολύ τον κόρδακα· το πράγμα φαίνεται καθαρά [1409a] στους τροχαϊκούς τετράμετρους στίχους, που είναι ένας ελαφρός και γρήγορος ρυθμός. Μένει ο παιάνας, που τον χρησιμοποιούσαν οι ρήτορες από την εποχή του Θρασύμαχου, δίχως όμως να μπορούν να πουν τί ακριβώς ήταν. Ο παιάνας είναι ένα τρίτο είδος ρυθμού και βρίσκεται σε στενή σχέση με τα είδη που πραγματευθήκαμε προηγουμένως: τα στοιχεία που τον αποτελούν βρίσκονται στη σχέση τρία προς δύο, ενώ από τους άλλους εκείνους ρυθμούς ο ένας περιέχει στοιχεία που βρίσκονται μεταξύ τους στη σχέση ένα προς ένα και ο άλλος στοιχεία που βρίσκονται μεταξύ τους στη σχέση δύο προς ένα. Με αυτές τις σχέσεις συνδέεται στενά η ημιόλια σχέση — αυτός είναι ο παιάνας. Όλοι λοιπόν οι άλλοι ρυθμοί πρέπει να μη χρησιμοποιούνται για τους λόγους που είπαμε, αλλά και λόγω του μετρικού τους χαρακτήρα· αντίθετα πρέπει να χρησιμοποιείται ο παιάν, γιατί από όλους τους ρυθμούς που είπαμε είναι ο μόνος από τον οποίο δεν μπορεί να γίνει μέτρο και, άρα, είναι αυτός κυρίως που δεν τραβάει την προσοχή των ακροατών. Σήμερα χρησιμοποιείται τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος η μία μορφή του παιάνα, το σωστό όμως είναι το τέλος να διαφέρει από την αρχή. Υπάρχουν δύο είδη παιάνα, αντίθετα μεταξύ τους· το ένα ταιριάζει στην αρχή — όπως και χρησιμοποιείται: είναι ο παιάνας που αρχίζει με τη μακρόχρονη συλλαβή και τελειώνει με τις τρεις βραχύχρονες:
Δαλογενές εἴτε Λυκίαν
(Σύ που γεννήθηκες στη Δήλο είτε τη Λυκία...)
και
Χρυσεοκόμα Ἕκατε παῖ Διός
(Συ με τα χρυσά μαλλιά, που ρίχνεις μακριά το τόξο, γιε του Δία)·
το άλλο είδος, ακριβώς αντίθετο, είναι ο παιάνας που αρχίζει με τις τρεις βραχύχρονες συλλαβές και τελευταία είναι η μακρόχρονη:
μετὰ δὲ γᾶν ὕδατά τ᾽ ὠκεανὸν ἠφάνισε νύξ
(ύστερα από τη στεριά και τα νερά τον ωκεανό έκρυψε η νύχτα)
Αυτού του είδους ο παιάνας είναι που πετυχαίνει να κάνει ένα πραγματικό τέλος· γιατί η βραχύχρονη συλλαβή, λειψή καθώς είναι, κάνει τον ρυθμό κολοβό. Η πρόταση όμως πρέπει να τελειώνει σε μακρόχρονη συλλαβή, και το τέλος της να δηλώνεται όχι από τον γραφέα, ούτε με ένα σημάδι στο περιθώριο, αλλά μέσω του ρυθμού.
Είπαμε ό,τι είχαμε να πούμε για το ότι ο λόγος πρέπει να είναι ρυθμικός και όχι άρρυθμος, για το ποιοί ρυθμοί τον κάνουν ρυθμικό και με ποιά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τους.