430Είπε· κι εκείνοι εσίγησαν, άφωνοι μείναν όλοι,
από την σκληρήν άρνησιν, που ακούσαν, ξιπασμένοι.
Όσο που ο Φοίνιξ άρχισε, δακρύζοντας ως είδε
καταστροφή να κρέμεται στων Αχαιών τα πλοία:
«Αν στην πατρίδα σου εννοείς, λαμπρότατε Αχιλλέα,
435να επανέλθεις και ο δεινός θυμός σου δεν σ᾽ αφήνει
παντάπασι τα πλοία μας να σώσεις απ᾽ τες φλόγες,
πώς, ω παιδί μου αγαπητό, μακράν σου δω να μείνω
μόνος; Και δια σε μ᾽ έστελνεν ο γέρος σου πατέρας,
όταν στον Αγαμέμνονα εσ᾽ έστελνε απ᾽ την Φθίαν
440νέον, ακόμη αμάθητον του φοβερού πολέμου
και των λαμπρών ομιλιών, όπου διακρίνοντ᾽ άνδρες·
δια τούτο εμέν᾽ απόστειλε, σ᾽ αυτά να σε διδάξω
ώστε να γίνεις έξοχος στον λόγον και στην πράξιν.
Ώστε από σε να χωρισθώ δεν ήθελα, παιδί μου,
445κι εάν θεός μού υπόσχονταν το γήρας ν᾽ αποξύσει
και να με κάνει ακρόνεον, ως ήμουν ότε πρώτα
την καλλιγύναικ᾽ άφησα Ελλάδα, δια να φύγω
τον Ορμενίδη Αμύντορα πατέρα μου που οργίσθη
σ᾽ εμέ δι᾽ ωραίαν παλλακήν, που αγάπα κι επροτίμα
450απ᾽ την μητέρα μου, και αυτή θερμά μ᾽ επαρεκάλει
συχνά τόσο, που μ᾽ έπεισε να πέσω με την νέαν
πρώτος, ώστε τον γέροντα ν᾽ αποστραφεί κατόπιν.
Το νόησε ο πατέρας μου κι επρόφερε κατάραν,
στην κεφαλήν μου τες φρικτές καλώντας Ερινύες,
455στα γόνατά του, σπέρμα μου ποτέ να μην καθίσει·
κι ενέργησαν οι αθάνατοι την πατρικήν κατάραν,
ο χθόνιος Ζευς κι η άσπονδη στον Άδη Περσεφόνη.
Και στον θυμόν μου εσκέφθηκα να κόψω τον πατέρα·
αλλά μ᾽ επράυνε θεός, άμ᾽ έβαλε στον νουν μου
460πόσους θ᾽ ακούσ᾽ ονειδισμούς απ᾽ την φωνήν του κόσμου,
αν πατροφόνον οι Αχαιοί κατόπιν με ονομάσουν.
Τότε να περιφέρομαι στο σπίτι του πατρός μου
του θυμωμένου, αποστροφήν αισθάνετο η ψυχή μου.
Και ολόγυρά μου συγγενείς, εξάδελφοι και φίλοι
465παρακαλούσαν με θερμώς να μην αναχωρήσω·
κι εσφάζαν αρνιά πάμπολλα, μόσχους πολλούς, κι εβάζαν
χοίρους πολλούς, όπ᾽ έλαμπαν στο πάχος μες στην φλόγα
του Ηφαίστου να καψαλισθούν· και το κρασί επίναν
άφθον᾽ από του γέροντος τα πήλινα πιθάρια.
470Κι εννέα νύκτες έμειναν κοντά μου και αλλαζόνταν
στην φύλαξιν και την φωτιάν ακοίμητην κρατούσαν,
άλλην στης καλοτείχιστης αυλής μέσα στον γύρον
και άλλην στον πρόδρομον, εμπρός στην θύραν του θαλάμου·
και της νυκτός ότ᾽ έφθασε το σκότος της δεκάτης,
475τότ᾽ έσπασ᾽, αν και στερεήν, την θύραν του θαλάμου
και της αυλής επήδησα το τείχος και ούτε οι άνδρες
μ᾽ εννόησαν που φύλαγαν, ούτε οι γυναίκες δούλες·
μακράν να φύγω εδιάβηκα ᾽πό την πλατιάν Ελλάδα
κι έφθασα στην καλόσβωλον, την αρνοθρόφον Φθίαν·
480και ο βασιλέας ο Πηλεύς μ᾽ εδέχθηκε εγκαρδίως,
και μ᾽ είχε, ωσάν μονάκριβον υιόν έχει πατέρας,
που στα πολλά του υπάρχοντα θ᾽ αφήσει κληρονόμον·
πολύν μου έδωκε λαόν και πλούτη και στης Φθίας
την άκρην άρχον μ᾽ έστησε του γένους των Δολόπων.
485Και ως είσ᾽ εγώ σ᾽ ανάστησα, θεόμορφε Αχιλλέα,
με πολύν πόθον, επειδή δεν ήθελες ποτέ σου
εις δείπνον έξω ή σπίτι σου χωρίς εμέ να τρώγεις.
Στα γόνατά μου σ᾽ έπαιρνα και σου ᾽διδα προσφάγι
κομμένο από τα χέρια μου, και το κρασί στο χείλος,
490πολλές φορές μου έβρεξες στα στήθη τον χιτώνα
από κρασί, που, αδύναμο παιδάκι, εξεχειλούσες.
Εβασανίστηκα για σε, διότ᾽ είχα στον νουν μου,
ότι μου αρνούντ᾽ οι αθάνατοι παιδί της γενεάς μου,
και σε παιδί μου σ᾽ έκαμα, ισόθεε Πηλείδη,
495ώστε από θάνατον κακόν, αν τύχει να με σώσεις.
Αλλ᾽ ας λυγίσει η αδάμαστη ψυχή σου, Αχιλλέα·
μην είσαι ανήλεος· κι οι θεοί συγκλίνουν, αν κι εκείνων
ανώτερ᾽ είναι η αρετή και η δύναμις και η δόξα.
Και όμως την γνώμην των θεών οι άνθρωποι γυρίζουν
500με κνίσσαν, με θυμίαμα, με προσευχές γλυκείες,
αν εις αυτούς ασέβησαν κι επράξαν ανομίαν.
|