Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΞΕΝΟΦΩΝ
Κύρου Ἀνάβασις (7.3.26-7.3.39)
[7.3.26] Ἐπειδὴ δὲ προυχώρει ὁ πότος, εἰσῆλθεν ἀνὴρ Θρᾷξ ἵππον ἔχων λευκόν, καὶ λαβὼν κέρας μεστὸν εἶπε· Προπίνω σοι, ὦ Σεύθη, καὶ τὸν ἵππον τοῦτον δωροῦμαι, ἐφ᾽ οὗ καὶ διώκων ὃν ἂν θέλῃς αἱρήσεις καὶ ἀποχωρῶν οὐ μὴ δείσῃς τὸν πολέμιον. [7.3.27] ἄλλος παῖδα εἰσάγων οὕτως ἐδωρήσατο προπίνων, καὶ ἄλλος ἱμάτια τῇ γυναικί. καὶ Τιμασίων προπίνων ἐδωρήσατο φιάλην τε ἀργυρᾶν καὶ τάπιδα ἀξίαν δέκα μνῶν. [7.3.28] Γνήσιππος δέ τις Ἀθηναῖος ἀναστὰς εἶπεν ὅτι ἀρχαῖος εἴη νόμος κάλλιστος τοὺς μὲν ἔχοντας διδόναι τῷ βασιλεῖ τιμῆς ἕνεκα, τοῖς δὲ μὴ ἔχουσι διδόναι τὸν βασιλέα, ἵνα καὶ ἐγώ, ἔφη, ἔχω σοι δωρεῖσθαι καὶ τιμᾶν. [7.3.29] ὁ δὲ Ξενοφῶν ἠπορεῖτο τί ποιήσει· καὶ γὰρ ἐτύγχανεν ὡς τιμώμενος ἐν τῷ πλησιαιτάτῳ δίφρῳ Σεύθῃ καθήμενος. ὁ δὲ Ἡρακλείδης ἐκέλευεν αὐτῷ τὸ κέρας ὀρέξαι τὸν οἰνοχόον. ὁ δὲ Ξενοφῶν (ἤδη γὰρ ὑποπεπωκὼς ἐτύγχανεν) ἀνέστη θαρραλέως δεξάμενος τὸ κέρας καὶ εἶπεν· [7.3.30] Ἐγὼ δέ σοι, ὦ Σεύθη, δίδωμι ἐμαυτὸν καὶ τοὺς ἐμοὺς τούτους ἑταίρους φίλους εἶναι πιστούς, καὶ οὐδένα ἄκοντα, ἀλλὰ πάντας μᾶλλον ἔτι ἐμοῦ σοι βουλομένους φίλους εἶναι. [7.3.31] καὶ νῦν πάρεισιν οὐδέν σε προσαιτοῦντες, ἀλλὰ καὶ προϊέμενοι καὶ πονεῖν ὑπὲρ σοῦ καὶ προκινδυνεύειν ἐθέλοντες· μεθ᾽ ὧν, ἂν οἱ θεοὶ θέλωσι, πολλὴν χώραν τὴν μὲν ἀπολήψῃ πατρῴαν οὖσαν, τὴν δὲ κτήσῃ, πολλοὺς δὲ ἵππους, πολλοὺς δὲ ἄνδρας καὶ γυναῖκας καλὰς κτήσῃ, οὓς οὐ λῄζεσθαί σε δεήσει, ἀλλ᾽ αὐτοὶ φέροντες παρέσονται πρὸς σὲ δῶρα. [7.3.32] ἀναστὰς ὁ Σεύθης συνεξέπιε καὶ συγκατεσκεδάσατο μετ᾽ αὐτοῦ τὸ κέρας. μετὰ ταῦτα εἰσῆλθον κέρασί τε οἵοις σημαίνουσιν αὐλοῦντες καὶ σάλπιγξιν ὠμοβοείαις ῥυθμούς τε καὶ οἷον μαγάδι σαλπίζοντες. [7.3.33] καὶ αὐτὸς Σεύθης ἀναστὰς ἀνέκραγέ τε πολεμικὸν καὶ ἐξήλατο ὥσπερ βέλος φυλαττόμενος μάλα ἐλαφρῶς. εἰσῇσαν δὲ καὶ γελωτοποιοί. |
[7.3.26] Ενώ συνεχιζόταν το φαγοπότι, μπήκε μέσα κάποιος Θρακιώτης με ένα άσπρο άλογο, έπιασε μια κούπα γεμάτη κρασί και είπε: «Πίνω στην υγειά σου, Σεύθη, και σου χαρίζω τούτο το άλογο. Όταν είσαι καβάλα επάνω του, μπορείς να κυνηγάς και να πιάνεις όποιον θέλεις ή να φεύγεις από τη μάχη χωρίς να φοβάσαι τους εχθρούς». [7.3.27] Άλλος έφερε ένα δούλο και του τον χάρισε πίνοντας στην υγειά του, κι άλλος φορέματα για τη γυναίκα του. Ο Τιμασίωνας έκαμε την πρόποση και του δώρισε μια ασημένια κούπα κι ένα χαλί, που άξιζε δέκα μνες. [7.3.28] Τότε σηκώθηκε κάποιος Αθηναίος, που τον έλεγαν Γνήσιππο, και είπε πως υπάρχει ένα ωραιότατο, παλιό έθιμο, δηλαδή εκείνοι που έχουν, χαρίζουν στο βασιλιά για να τον τιμήσουν, σε όσους όμως δεν έχουν, σ᾽ αυτούς δίνει ο βασιλιάς. «Έτσι, είπε, θα μπορώ κι εγώ να σου προσφέρω κάτι και να σε τιμήσω». [7.3.29] Όσο για τον Ξενοφώντα, αυτός δεν ήξερε τί να κάμει. Και μάλιστα βρισκόταν καθισμένος σε τιμητική θέση, δηλαδή στο πιο κοντινό με το Σεύθη κάθισμα. Τη στιγμή εκείνη πρόσταξε ο Ηρακλείδης τον οινοχόο να του δώσει την κούπα. Και ο Ξενοφώντας, που ήταν πιωμένος λίγο, την πήρε και σηκώθηκε με θάρρος κι είπε: [7.3.30] «Εγώ, Σεύθη, σου δίνω τον εαυτό μου και τους συντρόφους μου, να μας έχεις φίλους πιστούς. Κανένας δεν έρχεται χωρίς τη θέλησή του, αντίθετα όλοι τους θέλουν περισσότερο από μένα να είναι φίλοι σου. [7.3.31] Τώρα βρίσκονται εδώ και δεν σου ζητούν τίποτε, παρά σου προσφέρουν τον εαυτό τους και είναι πρόθυμοι να κοπιάζουν και να κινδυνεύουν για χάρη σου. Μαζί τους, αν θέλουν οι θεοί, θα πάρεις πίσω πολλή πατρική σου χώρα, και θα κυριέψεις ξένη. Θ᾽ αποχτήσεις άλογα πολλά, πολλούς άντρες κι όμορφες γυναίκες, που δεν θα χρειάζεται να τους αρπάζεις κάνοντας επιδρομές, παρά θα έρχονται οι ίδιοι να σου φέρνουν δώρα». [7.3.32] Τότε ο Σεύθης σηκώθηκε κι ήπιε μαζί με τον Ξενοφώντα όλο το κρασί της κούπας, κι έχυσαν αντάμα τις τελευταίες σταλαγματιές στη γη. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά μπήκαν μέσα κάτι άνθρωποι που έπαιζαν φλογέρες, φτιαγμένες με κέρατα, σαν τις σάλπιγγες, και άλλοι που, με τρομπέτες από ακατέργαστα βοδινά δέρματα, έπαιζαν κάτι χορευτικούς σκοπούς, σαν να βαρούσαν άρπα. [7.3.33] Κι ο ίδιος ο Σεύθης ορθώθηκε κι έβγαλε μια πολεμική κραυγή και πήδηξε πολύ ελαφρά, σαν να προφυλαγόταν από κανένα βέλος. Τελευταία μπήκαν μέσα και γελωτοποιοί. |