Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Δραπέται (27-29)


ΕΡΜΗΣ
[27] Εὖ λέγεις. ἀλλὰ τίνες οὗτοί εἰσιν ἢ τί περισκοποῦσιν καὶ αὐτοί; μᾶλλον δὲ καὶ προσίασιν καί τι καὶ ἐρέσθαι θέλουσιν.
ΑΝΗΡ
Ἆρ᾽ ἂν ἔχοιτε ἡμῖν, ὦ ἄνδρες, εἰπεῖν, ἢ σύ, ὦ βελτίστη, εἴ τινας τρεῖς γόητας ἅμα εἴδετε καί τινα γυναῖκα ἐν χρῷ κεκαρμένην εἰς τὸ Λακωνικόν, ἀρρενωπὴν καὶ κομιδῇ ἀνδρικήν;
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Παπαῖ, τὰ ἡμέτερα οὗτοι ζητοῦσιν.
ΑΝΗΡ
Πῶς τὰ ὑμέτερα; δραπέται γὰρ ἐκεῖνοι ἅπαντες. ἡμεῖς δὲ τὴν γυναῖκα μάλιστα μέτιμεν ἠνδραποδισμένην πρὸς αὐτῶν.
ΕΡΜΗΣ
Εἴσεσθε δὴ καθ᾽ ὅ τι καὶ ζητοῦμεν αὐτούς. τὸ νῦν δὲ ἅμα κηρύττωμεν.
«Εἴ τις ‹εἶδεν› ἀνδράποδον Παφλαγονικὸν τῶν ἀπὸ Σινώπης βαρβάρων, ὄνομα τοιοῦτον οἷον ἀπὸ κτημάτων, ὕπωχρον, ἐν χρῷ κουρίαν, ἐν γενείῳ βαθεῖ, πήραν ἐξημμένον καὶ τριβώνιον ἀμπεχόμενον, ὀργίλον, ἄμουσον, τραχύφωνον, λοίδορον, μηνύειν ἐπὶ ῥητῷ αὐτόν».
ΔΕΣΠΟΤΗΣ Α
[28] ‹Οὐ› νοῶ, οὗτος, ὃ κηρύττεις· ὡς ἐκείνῳ γε ὄνομα ἦν παρ᾽ ἐμοὶ Κάνθαρος, καὶ ἐκόμα δὲ καὶ τὸ γένειον ἐτίλλετο καὶ τέχνην τὴν ἐμὴν ἠπίστατο· ἀπέκειρεν γὰρ ἐν τῷ γναφείῳ καθήμενος ὁπόσον περιττὸν τοῖς ἱματίοις τῶν κροκύδων ἐπανθεῖ.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Ἐκεῖνος αὐτός ἐστιν, ὁ οἰκέτης ὁ σός, ἀλλὰ νῦν φιλοσόφῳ ἔοικεν ἀκριβῶς ἑαυτὸν ἐπιγνάψας.
ΔΕΣΠΟΤΗΣ Α
Ὢ τῆς τόλμης, ὁ Κάνθαρος φιλοσοφεῖ, φησίν, ἡμῶν δὲ οὐδεὶς λόγος.
ΔΕΣΠΟΤΗΣ Β
Ἀμέλει ἅπαντας ἀνευρήσομεν· ξυνίησιν γάρ, ὥς φησιν, αὕτη.
ΕΡΜΗΣ
[29] Τίς δ᾽ οὗτος ἄλλος ὁ προσιών ἐστιν, ὦ Ἡράκλεις, ὁ καλός, ὁ τὴν κιθάραν;
ΗΡΑΚΛΗΣ
Ὀρφεύς ἐστιν, σύμπλους ἐπὶ τῆς Ἀργοῦς ἐμός, ἥδιστος κελευστῶν ἁπάντων· πρὸς γοῦν τὴν ᾠδὴν αὐτοῦ ἥκιστα ἐκάμνομεν ἐρέττοντες. χαῖρε, ὦ ἄριστε καὶ μουσικώτατε Ὀρφεῦ· οὐκ ἐπιλέλησαι γάρ που Ἡρακλέους.
ΟΡΦΕΥΣ
Νὴ καὶ ὑμεῖς γε, ὦ Φιλοσοφία καὶ Ἡράκλεις καὶ Ἑρμῆ. ἀλλὰ καιρὸς ἀποδιδόναι τὰ μήνυτρα, ὡς ἔγωγε πάνυ σαφῶς ὃν ζητεῖτε οἶδα.
ΕΡΜΗΣ
Οὐκοῦν δεῖξον, ὦ παῖ Καλλιόπης, ἔνθα ἐστίν· χρυσίου γὰρ οὐδέν, οἶμαι, δέῃ σοφὸς ὤν.
ΟΡΦΕΥΣ
Εὖ φής. ἐγὼ δὲ τὴν μὲν οἰκίαν δείξαιμ᾽ ἂν ὑμῖν ἔνθα οἰκεῖ, αὐτὸν δὲ οὐκ ἄν, ὡς μὴ κακῶς ἀκούοιμι πρὸς αὐτοῦ· μιαρὸς γὰρ εἰς ὑπερβολὴν καὶ μόνον τοῦτο ἐκμεμελέτηκεν.
ΕΡΜΗΣ
Δεῖξον μόνον.
ΟΡΦΕΥΣ
Αὕτη πλησίον. ἐγὼ δὲ ἄπειμι ὑμῖν ἐκποδών, ὡς μηδ᾽ ἴδοιμι αὐτόν.


ΕΡΜΗΣ
[27] Καλά λες. Αλλά ποιοί είναι αυτοί, και γιατί κοιτάζουν κι αυτοί τριγύρω; Και μάλιστα μας πλησιάζουνε, και φαίνεται να θέλουν να ρωτήσουν κάτι.
ΑΝΔΡΑΣ
Μήπως θα μπορούσατε, παλικάρια, να μας πείτε, ή κι εσύ, αξιότιμη κυρία, αν είδατε κάπου τρεις απατεώνες και μαζί τους μια γυναίκα κουρεμένη σύρριζα, σύμφωνα με τη σπαρτιατική συνήθεια, αρρενωπή και εξαιρετικά ανδροπρεπή;
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Πω πω, αυτοί αναζητούνε τους δικούς μας.
ΑΝΔΡΑΣ
Πώς τους δικούς σας; Εκείνοι είναι όλοι δραπέτες. Κι εμείς προσπαθούμε ιδιαίτερα να βρούμε τη γυναίκα μου, που αυτοί την έχουνε πάρει σκλάβα.
ΕΡΜΗΣ
Θα μάθετε λοιπόν για ποιόν λόγο τους αναζητούμε. Προς το παρόν όμως ας κάνουμε μαζί τη διακήρυξη.
«Αν είδε κανείς έναν Παφλαγόνα σκλάβο από τους βαρβάρους της Σινώπης, με όνομα τέτοιο που να προέρχεται από την απόκτηση ιδιοκτησίας, χλωμό, κουρεμένο σύρριζα, με μακριά γενειάδα, με ένα σακούλι κρεμασμένο στον ώμο και μ᾽ ένα τριμμένο πανωφόρι επάνω του, οξύθυμο, άξεστο, με τραχιά φωνή, κακόγλωσσο, να μας ενημερώσει γι᾽ αυτόν, και θα πάρει αμοιβή, η οποία θα καθοριστεί με τη σύμφωνη γνώμη του».
ΑΦΕΝΤΙΚΟ Α
[28] Δεν καταλαβαίνω, φίλε μου, αυτό που διακηρύττεις, γιατί το όνομα εκείνου, όσο έμενε μαζί μου, ήταν Κάνθαρος, και είχε μακριά μαλλιά και ξερίζωνε τα γένεια του και ήξερε καλά τη δική μου τέχνη. Καθόταν δηλαδή στο λευκαντήριο και αφαιρούσε τις περίσσιες τούφες μαλλιού που χνούδιαζαν τα ρούχα.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Ακριβώς εκείνος είναι, ο υπηρέτης ο δικός σου. Μόνο που τώρα λεύκανε τον εαυτό του, έτσι που να μοιάζει με φιλόσοφο.
ΑΦΕΝΤΙΚΟ Α
Τι θρασύτητα! Ο Κάνθαρος φιλοσοφεί, λέει, και για μας κανένας λόγος.
ΑΦΕΝΤΙΚΟ Β
Μην ανησυχείς, θα τους βρούμε όλους. Τους αναγνωρίζει αυτή, όπως λέει.
ΕΡΜΗΣ
[29] Ποιός είναι πάλι αυτός ο άγνωστος που πλησιάζει, Ηρακλή μου, ο όμορφος, αυτός με τη λύρα;
ΗΡΑΚΛΗΣ
Είναι ο Ορφέας, συνταξιδιώτης μου επάνω στην Αργώ, ο πιο ευχάριστος απ᾽ όλους τους ρυθμιστές της κωπηλασίας. Με το τραγούδι του ελάχιστα κουραζόμασταν κωπηλατώντας. Γεια σου, Ορφέα, υπέροχε άνθρωπε και εξαιρετικέ μουσικέ. Ασφαλώς δεν θα έχεις ξεχάσει τον Ηρακλή.
ΟΡΦΕΑΣ
Γεια και σ᾽ εσάς, Φιλοσοφία και Ηρακλή και Ερμή. Ήρθε βέβαια ώρα να πληρώσετε την αμοιβή της επικήρυξης, γιατί εγώ ξέρω πολύ καλά ποιόν αναζητάτε.
ΕΡΜΗΣ
Δείξε μας λοιπόν πού είναι, γιε της Καλλιόπης. Χρυσάφι βέβαια δεν χρειάζεσαι καθόλου, φαντάζομαι, μια και είσαι σοφός.
ΟΡΦΕΑΣ
Καλά λες. Εγώ πάντως θα σας δείξω το σπίτι όπου κατοικεί, όχι όμως και τον ίδιο, για να μην ακούσω τις βρισιές του εναντίον μου. Είναι υπερβολικά απαίσιος, και μόνο αυτό έχει μελετήσει σε βάθος.
ΕΡΜΗΣ
Δείξε μας μόνο.
ΟΡΦΕΑΣ
Αυτό, εδώ κοντά. Κι εγώ σας αφήνω και φεύγω, ώστε να μην τον δω καθόλου.