Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Κατάπλους ἢ Τύραννος (16-18)


ΚΛΩΘΩ
[16] Πάλαι οὖν σε, ὦ Μίκυλλε, γελῶντα ἑώρων. τί δ᾽ ἦν ὅ σε μάλιστα ἐκίνει γελᾶν;
ΜΙΚΥΛΛΟΣ
Ἄκουσον, ὦ τιμιωτάτη μοι θεῶν· παροικῶν ἄνω τῷ τυράννῳ πάνυ ἀκριβῶς ἑώρων τὰ γιγνόμενα παρ᾽ αὐτῷ καί μοι ἐδόκει τότε ἰσόθεός τις εἶναι· τῆς τε γὰρ πορφύρας τὸ ἄνθος ὁρῶν ἐμακάριζον, καὶ τῶν ἀκολουθούντων τὸ πλῆθος καὶ τὸν χρυσὸν καὶ τὰ λιθοκόλλητα ἐκπώματα καὶ τὰς κλίνας τὰς ἀργυρόποδας· ἔτι δὲ καὶ ἡ κνῖσα ἡ τῶν σκευαζομένων εἰς τὸ δεῖπνον ἀπέκναιέ με, ὥστε ὑπεράνθρωπός τις ἀνὴρ καὶ τρισόλβιός μοι κατεφαίνετο καὶ μονονουχὶ πάντων καλλίων καὶ ὑψηλότερος ὅλῳ πήχει βασιλικῷ, ἐπαιρόμενος τῇ τύχῃ καὶ σεμνῶς προβαίνων καὶ ἑαυτὸν ἐξυπτιάζων καὶ τοὺς ἐντυγχάνοντας ἐκπλήττων. ἐπεὶ δὲ ἀπέθανεν, αὐτός τε παγγέλοιος ὤφθη μοι ἀποδυσάμενος τὴν τρυφήν, κἀμαυτοῦ ἔτι μᾶλλον κατεγέλων οἷον κάθαρμα ἐτεθήπειν, ἀπὸ τῆς κνίσης τεκμαιρόμενος αὐτοῦ τὴν εὐδαιμονίαν καὶ μακαρίζων ἐπὶ τῷ αἵματι τῶν ἐν τῇ Λακωνικῇ θαλάττῃ κοχλίδων. [17] οὐ μόνον δὲ τοῦτον, ἀλλὰ καὶ τὸν δανειστὴν Γνίφωνα ἰδὼν στένοντα καὶ μεταγινώσκοντα ὅτι μὴ ἀπέλαυσε τῶν χρημάτων, ἀλλ᾽ ἄγευστος αὐτῶν ἀπέθανε τῷ ἀσώτῳ Ῥοδοχάρει τὴν οὐσίαν ἀπολιπών, —οὗτος γὰρ ἄγχιστα ἦν αὐτῷ γένους καὶ πρῶτος ἐπὶ τὸν κλῆρον ἐκαλεῖτο κατὰ τὸν νόμον— οὐκ εἶχον ὅπως καταπαύσω τὸν γέλωτα, καὶ μάλιστα μεμνημένος ὡς ὠχρὸς ἀεὶ καὶ αὐχμηρὸς ἦν, φροντίδος τὸ μέτωπον ἀνάπλεως καὶ μόνοις τοῖς δακτύλοις πλουτῶν, οἷς τάλαντα καὶ μυριάδας ἐλογίζετο, κατὰ μικρὸν συλλέγων τὰ μετ᾽ ὀλίγον ἐκχυθησόμενα πρὸς τοῦ μακαρίου Ῥοδοχάρους. ἀλλὰ τί οὐκ ἀπερχόμεθα ἤδη; καὶ μεταξὺ γὰρ πλέοντες τὰ λοιπὰ γελασόμεθα οἰμώζοντας αὐτοὺς ὁρῶντες.
ΚΛΩΘΩ
Ἔμβαινε, ἵνα καὶ ἀνιμήσηται ὁ πορθμεὺς τὸ ἀγκύριον.
ΧΑΡΩΝ
[18] Οὗτος, ποῖ φέρῃ; πλῆρες ἤδη τὸ σκάφος· αὐτοῦ περίμενε εἰς αὔριον· ἕωθέν σε διαπορθμεύσομεν.
ΜΙΚΥΛΛΟΣ
Ἀδικεῖς, ὦ Χάρων, ἕωλον ἤδη νεκρὸν ἀπολιμπάνων· ἀμέλει γράψομαί σε παρανόμων ἐπὶ τοῦ Ῥαδαμάνθυος. οἴμοι τῶν κακῶν· ἤδη πλέουσιν· ἐγὼ δὲ μόνος ἐνταῦθα περιλελείψομαι. καίτοι τί οὐ διανήχομαι κατ᾽ αὐτούς; οὐ γὰρ δέδια μὴ ἀπαγορεύσας ἀποπνιγῶ ἤδη τεθνεώς· ἄλλως τε οὐδὲ τὸν ὀβολὸν ἔχω τὰ πορθμεῖα καταβαλεῖν.
ΚΛΩΘΩ
Τί τοῦτο; περίμεινον, ὦ Μίκυλλε· οὐ θέμις οὕτω σε διελθεῖν.
ΜΙΚΥΛΛΟΣ
Καὶ μὴν ἴσως ὑμῶν καὶ προκαταχθήσομαι.
ΚΛΩΘΩ
Μηδαμῶς, ἀλλὰ προσελάσαντες ἀναλάβωμεν αὐτόν· καὶ σύ, ὦ Ἑρμῆ, συνανάσπασον.


ΚΛΩΘΩ
[16] Από ώρα όμως, Μίκυλλε, σε έβλεπα να γελάς. Τί ήταν αυτό που περισσότερο σου προξενούσε το γέλιο;
ΜΙΚΥΛΛΟΣ
Άκουσέ με, εξαιρετικά αξιότιμη θεά μου. Επειδή επάνω κατοικούσα κοντά σε έναν τύραννο, έβλεπα με κάθε λεπτομέρεια όσα γίνονταν γύρω του, και μου φαινόταν τότε ότι είναι ίσος με θεό. Τον καλοτύχιζα βλέποντας τη λαμπρότητα της πορφύρας και το πλήθος των ακολούθων και το χρυσάφι και τα ποτήρια με τα πολύτιμα πετράδια και τα κρεβάτια με τα ασημένια πόδια. Επίσης η τσίκνα από τα φαγητά που του ετοίμαζαν για το δείπνο με βασάνιζε, με αποτέλεσμα ο άνδρας αυτός να μου φαίνεται υπεράνθρωπος και τρισευτυχισμένος και σχεδόν ωραιότερος και ψηλότερος έναν ολόκληρο βασιλικό πήχυ, καθώς περηφανευόταν για την τύχη του και εμφανιζόταν με μεγαλοπρέπεια και καμάρωνε γέρνοντας προς τα πίσω και εντυπωσίαζε όσους συναντούσε. Όταν όμως πέθανε, και εκείνος μου φάνηκε γελοιότατος, καθώς ξεντύθηκε την πολυτέλειά του, και ακόμη περισσότερο γελούσα με τον εαυτό μου, που θαύμαζα ένα τέτοιο κάθαρμα, διαμορφώνοντας γνώμη για την ευτυχία του από την τσίκνα των φαγητών και καλοτυχίζοντάς τον για το πορφυρό αίμα των κοχυλιών στη θάλασσα της Λακωνίας. [17] Κι όχι μόνο αυτόν, αλλά βλέποντας και τον δανειστή Γνίφωνα να αναστενάζει και να μετανιώνει που δεν απόλαυσε τα χρήματά του, αλλά πέθανε χωρίς να τα χαρεί καθόλου, αφήνοντας την περιουσία του στον άσωτο Ροδοχάρη —γιατί αυτός ήταν ο κοντινότερος συγγενής και ο πρώτος που είχε κληρονομικά δικαιώματα, σύμφωνα με τον νόμο—, δεν ήξερα πώς να σταματήσω τα γέλια μου, και μάλιστα όταν θυμόμουν ότι πάντα ήταν χλωμός και απεριποίητος, με το μέτωπό του γεμάτο φροντίδες και πλούσιος μόνο στα δάχτυλά του, με τα οποία μετρούσε τάλαντα και ποσά αναρίθμητα, μαζεύοντας σιγά σιγά αυτά που σε λίγο θα διασκορπιστούν από τον καλότυχο Ροδοχάρη. Αλλά γιατί δεν ξεκινάμε; Άλλωστε και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού θα γελάσουμε για τα υπόλοιπα, βλέποντάς τους αυτούς να θρηνούνε.
ΚΛΩΘΩ
Επιβιβάσου, για να τραβήξει ο περαματάρης και την άγκυρα.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
[18] Ε, εσύ, πού πας; Το πλεούμενο είναι ήδη γεμάτο. Περίμενε εδώ ως αύριο, και θα σε περάσουμε απέναντι πρωί πρωί.
ΜΙΚΥΛΛΟΣ
Διαπράττεις αδίκημα, Χάροντα, αφήνοντας πίσω έναν νεκρό που ήδη είναι μπαγιάτικος. Άσε που θα σου κάνω μήνυση στον Ραδάμανθη για παρανομία. Πω πω, συμφορά μου! Το πλοίο ήδη ξεκίνησε, κι εγώ θα μείνω εδωπέρα μοναχός μου. Αλλά γιατί δεν πηγαίνω κολυμπώντας να τους προλάβω; Δεν υπάρχει φόβος μήπως εξαντληθώ και πνιγώ, μια και ήδη είμαι πεθαμένος. Άλλωστε δεν έχω ούτε τον οβολό για να πληρώσω τα ναύλα.
ΚΛΩΘΩ
Τί γίνεται; Περίμενε, Μίκυλλε, δεν επιτρέπεται να περάσεις έτσι.
ΜΙΚΥΛΛΟΣ
Κι όμως, ίσως να φτάσω και πριν από σας.
ΚΛΩΘΩ
Με κανέναν τρόπο. Ελάτε, ας τον πλησιάσουμε, να τον ανεβάσουμε επάνω. Κι εσύ, Ερμή, βοήθα μας να τον τραβήξουμε.