ΚΛΩΘΩ [16] Από ώρα όμως, Μίκυλλε, σε έβλεπα να γελάς. Τί ήταν αυτό που περισσότερο σου προξενούσε το γέλιο; ΜΙΚΥΛΛΟΣ Άκουσέ με, εξαιρετικά αξιότιμη θεά μου. Επειδή επάνω κατοικούσα κοντά σε έναν τύραννο, έβλεπα με κάθε λεπτομέρεια όσα γίνονταν γύρω του, και μου φαινόταν τότε ότι είναι ίσος με θεό. Τον καλοτύχιζα βλέποντας τη λαμπρότητα της πορφύρας και το πλήθος των ακολούθων και το χρυσάφι και τα ποτήρια με τα πολύτιμα πετράδια και τα κρεβάτια με τα ασημένια πόδια. Επίσης η τσίκνα από τα φαγητά που του ετοίμαζαν για το δείπνο με βασάνιζε, με αποτέλεσμα ο άνδρας αυτός να μου φαίνεται υπεράνθρωπος και τρισευτυχισμένος και σχεδόν ωραιότερος και ψηλότερος έναν ολόκληρο βασιλικό πήχυ, καθώς περηφανευόταν για την τύχη του και εμφανιζόταν με μεγαλοπρέπεια και καμάρωνε γέρνοντας προς τα πίσω και εντυπωσίαζε όσους συναντούσε. Όταν όμως πέθανε, και εκείνος μου φάνηκε γελοιότατος, καθώς ξεντύθηκε την πολυτέλειά του, και ακόμη περισσότερο γελούσα με τον εαυτό μου, που θαύμαζα ένα τέτοιο κάθαρμα, διαμορφώνοντας γνώμη για την ευτυχία του από την τσίκνα των φαγητών και καλοτυχίζοντάς τον για το πορφυρό αίμα των κοχυλιών στη θάλασσα της Λακωνίας. [17] Κι όχι μόνο αυτόν, αλλά βλέποντας και τον δανειστή Γνίφωνα να αναστενάζει και να μετανιώνει που δεν απόλαυσε τα χρήματά του, αλλά πέθανε χωρίς να τα χαρεί καθόλου, αφήνοντας την περιουσία του στον άσωτο Ροδοχάρη —γιατί αυτός ήταν ο κοντινότερος συγγενής και ο πρώτος που είχε κληρονομικά δικαιώματα, σύμφωνα με τον νόμο—, δεν ήξερα πώς να σταματήσω τα γέλια μου, και μάλιστα όταν θυμόμουν ότι πάντα ήταν χλωμός και απεριποίητος, με το μέτωπό του γεμάτο φροντίδες και πλούσιος μόνο στα δάχτυλά του, με τα οποία μετρούσε τάλαντα και ποσά αναρίθμητα, μαζεύοντας σιγά σιγά αυτά που σε λίγο θα διασκορπιστούν από τον καλότυχο Ροδοχάρη. Αλλά γιατί δεν ξεκινάμε; Άλλωστε και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού θα γελάσουμε για τα υπόλοιπα, βλέποντάς τους αυτούς να θρηνούνε. ΚΛΩΘΩ Επιβιβάσου, για να τραβήξει ο περαματάρης και την άγκυρα. ΧΑΡΟΝΤΑΣ [18] Ε, εσύ, πού πας; Το πλεούμενο είναι ήδη γεμάτο. Περίμενε εδώ ως αύριο, και θα σε περάσουμε απέναντι πρωί πρωί. ΜΙΚΥΛΛΟΣ Διαπράττεις αδίκημα, Χάροντα, αφήνοντας πίσω έναν νεκρό που ήδη είναι μπαγιάτικος. Άσε που θα σου κάνω μήνυση στον Ραδάμανθη για παρανομία. Πω πω, συμφορά μου! Το πλοίο ήδη ξεκίνησε, κι εγώ θα μείνω εδωπέρα μοναχός μου. Αλλά γιατί δεν πηγαίνω κολυμπώντας να τους προλάβω; Δεν υπάρχει φόβος μήπως εξαντληθώ και πνιγώ, μια και ήδη είμαι πεθαμένος. Άλλωστε δεν έχω ούτε τον οβολό για να πληρώσω τα ναύλα. ΚΛΩΘΩ Τί γίνεται; Περίμενε, Μίκυλλε, δεν επιτρέπεται να περάσεις έτσι. ΜΙΚΥΛΛΟΣ Κι όμως, ίσως να φτάσω και πριν από σας. ΚΛΩΘΩ Με κανέναν τρόπο. Ελάτε, ας τον πλησιάσουμε, να τον ανεβάσουμε επάνω. Κι εσύ, Ερμή, βοήθα μας να τον τραβήξουμε.
|