ΟΙ. Κατάλαβα. Εκείνοι οι δυο πήρανε τις συνήθειες
της Αιγύπτου στο φυσικό τους και στον τρόπο της ζωής.
Εκεί οι άντρες κάθονται στο σπίτι υφαίνοντας
340στον αργαλειό, ενώ οι γυναίκες όλη μέρα τρέχουν έξω
για τη ζήση τους.
Έτσι, παιδιά μου, και μ᾽ εσάς· αυτοί που είναι φυσικό
τα βάρη της ζωής να αναλαμβάνουν, στο σπίτι την αράζουν
σαν μιξοπαρθένες, ενώ στη θέση τους σκοτώνεστε οι δυο
με τα δικά μου βάσανα.
345Η μια, αφότου ξεπετάχτηκε κι έδεσε το κορμάκι της,
μέρα και νύχτα σέρνεται μαζί μου η δύσμοιρη,
ενός γερόντιου οδηγός· περιπλανιέται σ᾽ άγρια δάση,
ξυπόλυτη πολλές φορές και νηστική· τη δέρνουν
350η βροχή και το λιοπύρι, κι αυτή κατάκοπη, μήτε που σκέφτεται
τις χάρες του σπιτιού, φτάνει ο πατέρας της
να ᾽χει το φαγητό του.
Αλλά κι εσύ, κορίτσι μου, άλλοτε έφερνες, για τ᾽ άθλιο κορμί μου,
όλους τους δελφικούς χρησμούς, απ᾽ τους Καδμείους κρυφά·
355ύστερα έγινες πιστός μου φύλακας, όταν με πέταξαν
έξω απ᾽ την πόλη.
Και τώρα, Ισμήνη, ποιό το μήνυμα που φέρνεις στον πατέρα σου;
ποιά σε ξεσήκωσε από το σπίτι αποστολή;
Δεν έρχεσαι όμως μ᾽ άδεια χέρια, γι᾽ αυτό είμαι βέβαιος,
360ανίσως και δεν φέρνεις μαντάτο φοβερό για μένα.
ΙΣ. Εγώ τα πάθη που έπαθα, πατέρα, γυρεύοντας να βρω
πού μένεις και πού ζεις, τ᾽ αφήνω κατά μέρος.
Γιατί δεν θέλω δυο φορές να βασανίζομαι,
τη μια υποφέροντας, την άλλη μιλώντας για το βάσανό μου.
Εκείνα όμως τα κακά, σ᾽ αυτά που τώρα μπλέχτηκαν
365οι δύσμοιροί σου γιοι, ήλθα εδώ να σου τα φανερώσω.
Πρώτα λοιπόν τους συνεπήρε ο πόθος, στον Κρέοντα
ν᾽ αφήσουν εξουσία και θρόνο, να καθαρίσει η πόλη
από το μίασμα — είχαν στον νου τους την κατάρα
της παλιάς γενιάς, αυτή που κλόνισε
370συθέμελα τον οίκο σας.
Όμως μετά μπορεί ένας θεός να τους παγίδεψε
και τ᾽ άρρωστο μυαλό τους.
Έτσι ανάμεσά τους, στους τρισάθλιους, διχόνοια ξέσπασε,
να θέλουνε κι οι δυο να πάρουν την αρχή,
το σκήπτρο το βασιλικό στο χέρι να κρατήσουν.
Τότε ο πιο νέος, μικρότερος στα χρόνια, από τον μεγαλύτερο
375και τον πρωτότοκο, τον Πολυνείκη, ολότελα στερεί
και εξουσία και θρόνο, ώσπου τον έδιωξε κι απ᾽ την πατρίδα.
Και αυτός, όπως οι περισσότεροι το λεν᾽ στη Θήβα, εξόριστος
κατέφυγε στο κοίλο Άργος κι έδεσε εκεί μ᾽ άλλους σχέσεις στενές,
συμμάχους έκανε ασπιδοφόρους φίλους,
380με μιαν ιδέα στο μυαλό· ή των Καδμείων τη γη
το Άργος να υποτάξει με τιμή, ή με την ήττα του
στα ύψη τους Καδμείους ν᾽ ανεβάσει.
Κι αυτά, πατέρα, λόγια δεν είναι φλύαρα του ανέμου,
για έργα πρόκειται, που να τα σκέφτεσαι και να σε πιάνει φρίκη.
Όσο για τα δικά σου βάσανα, αν οι θεοί θα δείξουν
τη συμπόνια τους, δεν είμαι εγώ σε θέση να το ξέρω.
|