Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Λυσιστράτη (286-318)


ἀλλ᾽ αὐτὸ γάρ μοι τῆς ὁδοῦ [στρ.]
λοιπόν ἐστι χωρίον
τὸ πρὸς πόλιν τὸ σιμόν, οἷ σπουδὴν ἔχω.
χὤπως ποτ᾽ ἐξαμπρεύσομεν
290τοῦτ᾽ ἄνευ κανθηλίου·
ὡς ἐμοῦ γε τὼ ξύλω τὸν ὦμον ἐξιπώκατον.
ἀλλ᾽ ὅμως βαδιστέον,
καὶ τὸ πῦρ φυσητέον,
μή μ᾽ ἀποσβεσθὲν λάθῃ πρὸς τῇ τελευτῇ τῆς ὁδοῦ.
φῦ φῦ.
295ἰοὺ ἰοὺ τοῦ καπνοῦ.

ὡς δεινόν, ὦναξ Ἡράκλεις, [ἀντ.]
προσπεσόν μ᾽ ἐκ τῆς χύτρας
ὥσπερ κύων λυττῶσα τὠφθαλμὼ δάκνει.
κἄστιν γε Λήμνιον τὸ πῦρ
300τοῦτο πάσῃ μηχανῇ·
οὐ γὰρ ‹ἄν› ποθ᾽ ὧδ᾽ ὀδὰξ ἔβρυκε τὰς λήμας ἐμοῦ.
σπεῦδε πρόσθεν εἰς πόλιν
καὶ βοήθει τῇ θεῷ.
ἢ πότ᾽ αὐτῇ μᾶλλον ἢ νῦν, ὦ Λάχης, ἀρήξομεν;
φῦ φῦ.
305ἰοὺ ἰοὺ τοῦ καπνοῦ.

τουτὶ τὸ πῦρ ἐγρήγορεν θεῶν ἕκατι καὶ ζῇ.
οὔκουν ἄν, εἰ τὼ μὲν ξύλω θείμεσθα πρῶτον αὐτοῦ,
τῆς ἀμπέλου δ᾽ εἰς τὴν χύτραν τὸν φανὸν ἐγκαθέντες
ἅψαντες εἶτ᾽ εἰς τὴν θύραν κριηδὸν ἐμπέσοιμεν,
310κἂν μὴ καλούντων τοὺς μοχλοὺς χαλῶσιν αἱ γυναῖκες,
ἐμπιμπράναι χρὴ τὰς θύρας καὶ τῷ καπνῷ πιέζειν.
θώμεσθα δὴ τὸ φορτίον. φεῦ τοῦ καπνοῦ, βαβαιάξ.
τίς ξυλλάβοιτ᾽ ἂν τοῦ ξύλου τῶν ἐν Σάμῳ στρατηγῶν;
ταυτὶ μὲν ἤδη τὴν ῥάχιν θλίβοντά μου πέπαυται.
315σὸν δ᾽ ἔργον ἐστίν, ὦ χύρτα, τὸν ἄνθρακ᾽ ἐξεγείρειν,
τὴν λαμπάδ᾽ ἡμμένην ὅπως παρὼν ἐμοὶ προσοίσει.
δέσποινα Νίκη, ξυγγενοῦ τῶν τ᾽ ἐν πόλει γυναικῶν
τοῦ νῦν παρεστῶτος θράσους θέσθαι τροπαῖον ἡμᾶς.


Α’ ΗΜΙ. Χάιντε, γέρο, λίγος δρόμος [στρ.]
μας απόμεινε ακόμα.
Πολύ ζόρικη ανηφόρα!
Πώς απάνου θ᾽ ανεβούμε
290χωρίς κάποιο αβασταγό;
Με ξεκατινιάσαν τα παλιόξυλα
κι όμως όλο κι ανεβαίνω
τη φωτιά φυσώντας κάθε τόσο,
μην και σβήσει, πριν να φτάσω.
(Φυσάει)
Φου! Φου!
Ώχου! Τί καπνούρα!

Β’ ΗΜΙ. Η καπνούρα τούτη, θε μου, [αντ.]
πώς πετιέται λυσσασμένη,
σαν τη σκύλα, και τα μάτια
μου δαγκώνει. Λες της Λήμνου
300την ξερνάει καρβουναριό.
Μου ᾽φαγε τις τσίμπλες κι όμως, Λάχη μου,
όλο τρέχω να βοηθήσω
την Παλλάδα, τώρα πὄχει ανάγκη,
τώρα πιότερο από πάντα.
(Φυσάει)
Φου! Φου!
Ώχου! Τί καπνούρα!

ΚΟΡ. Το θέλουν σίγουρα οι θεοί κι η φλόγα μας κρατιέται.
Άι τώρα ν᾽ απιθώσουμε τα κούτσουρά μας χάμου.
Απ᾽ τη φοφού προσάναμμα μ᾽ αμπελοκλάδια πάρτε
κι ανάβοντας φωτιά στην πύλη ομπρός, ριχτείτε απάνου
σαν καστροπολεμίτικα δοκάρι᾽ ατσαλωμένα.
310Κι αν την αμπάρα δε σηκώσουν με το καλό οι κυράτσες,
με τον καπνό τις πνίγουμε, με τη φωτιά τις καίμε.
Πετάχτε χάμου το φορτιό! Πωπώ! καπνούρα αλιά μου!
Ρε ποιός θα μπόρειε στρατηγός ν᾽ ασκώσει τόσα ξύλα!
(Ξεφορτώνονται τα ξύλα)
Ξαλάφρωσα! Της ράχης μου σταμάτησαν οι πόνοι!
Τώρα, φοφού μου, έχεις σειρά, δυνάμωσε τη θράκα
και κάνε αυτό μου το δαυλό γερά να λαμπαδιάσει!
Κι ω Νίκη αφέντρα, βόηθ᾽, αφού τα κανονίσουμε άξια
τα ξεσκισμένα θηλυκά, τρόπαιο να στήσουμε όρθιο.