Α’ ΗΜΙ. Χάιντε, γέρο, λίγος δρόμος [στρ.]
μας απόμεινε ακόμα.
Πολύ ζόρικη ανηφόρα!
Πώς απάνου θ᾽ ανεβούμε
290χωρίς κάποιο αβασταγό;
Με ξεκατινιάσαν τα παλιόξυλα
κι όμως όλο κι ανεβαίνω
τη φωτιά φυσώντας κάθε τόσο,
μην και σβήσει, πριν να φτάσω.
(Φυσάει)
Φου! Φου!
Ώχου! Τί καπνούρα!
Β’ ΗΜΙ. Η καπνούρα τούτη, θε μου, [αντ.]
πώς πετιέται λυσσασμένη,
σαν τη σκύλα, και τα μάτια
μου δαγκώνει. Λες της Λήμνου
300την ξερνάει καρβουναριό.
Μου ᾽φαγε τις τσίμπλες κι όμως, Λάχη μου,
όλο τρέχω να βοηθήσω
την Παλλάδα, τώρα πὄχει ανάγκη,
τώρα πιότερο από πάντα.
(Φυσάει)
Φου! Φου!
Ώχου! Τί καπνούρα!
ΚΟΡ. Το θέλουν σίγουρα οι θεοί κι η φλόγα μας κρατιέται.
Άι τώρα ν᾽ απιθώσουμε τα κούτσουρά μας χάμου.
Απ᾽ τη φοφού προσάναμμα μ᾽ αμπελοκλάδια πάρτε
κι ανάβοντας φωτιά στην πύλη ομπρός, ριχτείτε απάνου
σαν καστροπολεμίτικα δοκάρι᾽ ατσαλωμένα.
310Κι αν την αμπάρα δε σηκώσουν με το καλό οι κυράτσες,
με τον καπνό τις πνίγουμε, με τη φωτιά τις καίμε.
Πετάχτε χάμου το φορτιό! Πωπώ! καπνούρα αλιά μου!
Ρε ποιός θα μπόρειε στρατηγός ν᾽ ασκώσει τόσα ξύλα!
(Ξεφορτώνονται τα ξύλα)
Ξαλάφρωσα! Της ράχης μου σταμάτησαν οι πόνοι!
Τώρα, φοφού μου, έχεις σειρά, δυνάμωσε τη θράκα
και κάνε αυτό μου το δαυλό γερά να λαμπαδιάσει!
Κι ω Νίκη αφέντρα, βόηθ᾽, αφού τα κανονίσουμε άξια
τα ξεσκισμένα θηλυκά, τρόπαιο να στήσουμε όρθιο.
|