. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ]α καὶ
250 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . γεγο]νέναι.»
. . . . . . . . . . . . . ]καὶ θεραπαινιδίῳ τινὶ
ἔξωθεν εἰστρέχοντι, «λούσατ᾽, ὦ τάλαν,
τὸ παιδίον» φησίν, «τί τοῦτ᾽; ἐν τοῖς γάμοις
τοῖς τοῦ πατρὸς τὸν μικρὸν οὐ θεραπεύετε;»
255 εὐθὺς δ᾽ ἐκείνη· «δύσμορ᾽, ἡλίκον λαλεῖς»,
φήσ᾽, «ἔνδον ἐστὶν αὐτός.» «οὐ δήπου γε· ποῦ;»
«ἐν τῶι ταμιείῳ», καὶ παρεξήλλαξέ τι,
«αὐτὴ καλεῖ, τίτθη, σε» καὶ «βάδιζε καὶ
σπεῦδ᾽, οὐκ ἀκήκο᾽ οὐδέν· εὐτυχέστατα.»
260 εἰποῦσ᾽ ἐκείνη δ᾽ «ὦ τάλαινα τῆς ἐμῆς
λαλιᾶς», ἀπῇξεν ἐκποδών, οὐκ οἶδ᾽ ὅποι.
κἀγὼ προῄειν τοῦτον ὅνπερ ἐνθάδε
τρόπον ἀρτίως ἐξῆλθον, ἡσυχῇ πάνυ,
ὡς οὔτ᾽ ἀκούσας οὐδὲν οὔτ᾽ ᾐσθημένος.
265 αὐτὴν δ᾽ ἔχουσαν αὐτὸ τὴν Σαμίαν ὁρῶ
ἔξω διδοῦσαν τιτθίον παριὼν ἅμα.
ὥσθ᾽ ὅτι μὲν αὐτῆς ἐστι τοῦτο γνώριμον
εἶναι, πατρὸς δ᾽ ὅτου ποτ᾽ ἐστίν, εἴτ᾽ ἐμὸν
εἴτ᾽ — οὐ λέγω δ᾽, ἄνδρες, πρὸς ὑμᾶς τοῦτ᾽ ἐγώ,
270 οὐχ ὑπονοῶ, τὸ πρᾶγμα δ᾽ εἰς μέσον φέρω
ἅ τ᾽ ἀκήκο᾽ αὐτός, οὐκ ἀγανακτῶν οὐδέπω.
σύνοιδα γὰρ τῷ μειρακίῳ, νὴ τοὺς θεούς,
καὶ κοσμίῳ τὸν πρότερον ὄντι χρόνον ἀεὶ
καὶ περὶ ἔμ᾽ ὡς ἔνεστιν εὐσεβεστάτῳ.
275 πάλιν δ᾽, ἐπειδὰν τὴν λέγουσαν καταμάθω
τίτθην ἐκείνου πρῶτον οὖσαν, εἶτ᾽ ἐμοῦ
λάθρᾳ λέγουσαν, εἶτ᾽ ἀποβλέψω πάλιν
εἰς τὴν ἀγαπῶσαν αὐτὸ καὶ βεβιασμένην
ἐμοῦ τρέφειν ἄκοντος, ἐξέστηχ᾽ ὅλως.
280 ἀλλ᾽ εἰς καλὸν γὰρ τουτονὶ προσιόνθ᾽ ὁρῶ
τὸν Παρμένοντ᾽ ἐκ τῆς ἀγορᾶς· ἐατέον
αὐτὸν παραγαγεῖν ἐστι τούτους οὓς ἄγει.
|