285ΟΔΥ. Ήταν θεός ο υπαίτιος· μην κατακρίνεις τους θνητούς.
Εμείς, ωστόσο, αρχοντογιέ καλού θεού θαλασσινού,
σ᾽ εκλιπαρούμε ολόψυχα, και σου μιλούμε ελεύθερα:
μην το βαστάξεις, φίλους εμάς που ᾽ρθαμε στη σπηλιά σου
να μας σκοτώσεις και τροφή ανόσια να μας κάνεις.
Εμείς τις εσχατιές φυλάξαμε της Ελληνίδας γης,
290να ᾽χει ο πατέρας ο δικός σου έδρα και ναό·
αχάλαστο είναι του ιερού Ταινάρου το λιμάνι,
και οι θαλασσινές σπηλιές της Εύβοιας — και στο Σούνιο
(χώρα της Αθηνάς) είν᾽ άθικτες οι ασημοφόρες πέτρες,
295το ίδιο και της Γεραιστού το απάγκιο. Την Ελλάδα
στους Τρώες δεν την παραδώσαμε — τέτοια ντροπή μακριά μας!
Απ᾽ όλα τούτα έχεις όφελος κι εσύ: στις εσχατιές
της Ελληνίδας γης, κάτω απ᾽ την Αίτνα ζεις, βουνό που φλόγα στάζει.
Στο κάτω κάτω της γραφής, τα λόγια αν δεν σ᾽ αρέσουν,
300είναι σωστό να καλοδέχεσαι καραβοτσακισμένους
θαλασσινούς που πέφτουνε στα πόδια σου ικέτες·
να τους χαρίζεις δώρα κι από ρούχα όσα τους λείπουν,
κι όχι κομματιασμένους κι έπειτα σε σούβλες καρφωμένους
να τους μπουκώνεσαι, να τρως, και να καλοχορταίνεις.
Φτάνουνε τόσες χήρες που έκαμεν η χώρα του Πριάμου,
305τόσων παλικαριών που έπινε το αίμα τ᾽ αντρειωμένο,
τόσους πατέρες που ορφάνεψε, που ρήμαξε ασπρομάλλες
μανάδες, τόσες που ᾽καμε γυναίκες δίχως άντρες.
Όσους γλιτώσαν αν τους πας στη χόβολη για να τους φας
—μαύρο φαΐ, πικρό φαΐ— τότε αλίμονό μας.
Άκου με, φίλε Κύκλωπα: τη λαίμαργη μασέλα σου
ξέχασέ την κομμάτι.
310Παράτησέ το τ᾽ άδικο και κάμε το σωστό.
Τόσοι και τόσοι άλλωστε ζητώντας κέρδος πρόστυχο
κερδίσαν μόνο συμφορές, αντάξια πληρωμή τους.
ΣΙΛ. (Απευθύνεται στον Κύκλωπα)
Άκου κι εμένα, Κύκλωπα: μην του αφήσεις αυτουνού
μήτ᾽ ένα κοκκαλάκι. Και τη γλώσσα αν του δαγκάσεις,
315θα γίνεις διανοούμενος και άφταστος στα λόγια.
|