ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ ΧΟΡΟΣ
370Οσιότητα, δέσποινα των ουρανών,
Οσιότητα, που φέρνεις τα χρυσά φτερά σου πάνω στη γη,
άκουσες τί είπε ο Πενθέας;
375Άκουσες την ανόσια ύβρη για τον Διόνυσο, τον γιο της Σεμέλης,
τον θεό τον πρώτο στις καλλιστέφανες γιορτές;
Εκείνος είναι που ορίζει
380να δένεσαι στο χορό με το θίασο,
να γελάς όταν παίζει ο αυλός
και οι πίκρες να σβήνουν,
όταν έρχεται λαμπερό κρασί στα δείπνα των θεών
385και ο κρατήρας,
σε γιορτές που τις στέφει ο κισσός,
βυθίζει στον ύπνο τους άντρες.
Αχαλίνωτα στόματα,
άνομη αφροσύνη,
το τέλος δυστυχία.
390Ο ήσυχος βίος και η φρόνηση
ασάλευτα μένουν και στηρίζουν τα σπίτια.
Μακριά ζουν στον αιθέρα,
όμως βλέπουν οι ουράνιοι
όσα πράττει ο θνητός.
395Το σοφόν δεν είναι σοφία.
Αν στοχάζεσαι υπέρ άνθρωπον,
βραχύς ο βίος.
Όποιος κυνηγά τα μεγάλα
χάνει τα καθημερνά.
400Αυτοί, θαρρώ, είναι τρόποι ανθρώπων
μαινομένων και αστόχαστων.
Ας γινόταν να έφτανα στην Κύπρο,
τη γη της Αφροδίτης,
όπου πλανώνται οι έρωτες,
405που μαγεύουν τις καρδιές των θνητών.
Στην Πάφο,
που την καρπίζουν, χωρίς βροχή,
του ξένου ποταμού οι εκατόστομες ροές.
Και κει που απλώνεται η θεσπέσια Πιερία,
410ο τόπος των Μουσών, η σεπτή πλαγιά του Ολύμπου.
Εκεί οδήγησέ με, Διόνυσε Διόνυσε,
κορυφαίε των χορών μου και θεέ των ευάν.
Εκεί ζουν οι Χάριτες,
415εκεί ο Πόθος.
Εκεί και οι βάκχες ελεύθερες
να τελούν τα όργια.
Ο θεός, ο υιός του Διός,
χαίρεται τις γιορτές.
Αγαπάει την Ειρήνη,
420τη θεά που χαρίζει τον πλούτο και τρέφει τους άντρες.
Ίση σε πλούσιο και φτωχό
έδωσε την τέρψη του οίνου
που διώχνει τη λύπη.
Και μισεί αυτόν που δε νοιάζεται
425μέσα στο φως και τις γλυκιές τις νύχτες
ευλογημένη ζωή να περνά ως τα τέλη
και με φρόνηση
νου και καρδιά μακριά να κρατάει
από ανθρώπους υπέρσοφους.
430Ό,τι ο λαός ο απλός σεβάστηκε
και το πιστεύει
να το δεχθώ.
|