Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (2.4.25-2.5.15)

[2.4.25] Ἀπὸ δὲ τοῦ Τίγρητος ἐπορεύθησαν σταθμοὺς τέτταρας παρασάγγας εἴκοσιν ἐπὶ τὸν Φύσκον ποταμόν, τὸ εὖρος πλέθρου· ἐπῆν δὲ γέφυρα. καὶ ἐνταῦθα ᾠκεῖτο πόλις μεγάλη ὄνομα Ὦπις· πρὸς ἣν ἀπήντησε τοῖς Ἕλλησιν ὁ Κύρου καὶ Ἀρταξέρξου νόθος ἀδελφὸς ἀπὸ Σούσων καὶ Ἐκβατάνων στρατιὰν πολλὴν ἄγων ὡς βοηθήσων βασιλεῖ· καὶ ἐπιστήσας τὸ ἑαυτοῦ στράτευμα παρερχομένους τοὺς Ἕλληνας ἐθεώρει. [2.4.26] ὁ δὲ Κλέαρχος ἡγεῖτο μὲν εἰς δύο, ἐπορεύετο δὲ ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε ἐφιστάμενος· ὅσον δὲ [ἂν] χρόνον τὸ ἡγούμενον τοῦ στρατεύματος ἐπιστήσειε, τοσοῦτον ἦν ἀνάγκη χρόνον δι᾽ ὅλου τοῦ στρατεύματος γίγνεσθαι τὴν ἐπίστασιν· ὥστε τὸ στράτευμα καὶ αὐτοῖς τοῖς Ἕλλησι δόξαι πάμπολυ εἶναι, καὶ τὸν Πέρσην ἐκπεπλῆχθαι θεωροῦντα. [2.4.27] ἐντεῦθεν δ᾽ ἐπορεύθησαν διὰ τῆς Μηδίας σταθμοὺς ἐρήμους ἓξ παρασάγγας τριάκοντα εἰς τὰς Παρυσάτιδος κώμας τῆς Κύρου καὶ βασιλέως μητρός. ταύτας Τισσαφέρνης Κύρῳ ἐπεγγελῶν διαρπάσαι τοῖς Ἕλλησιν ἐπέτρεψε πλὴν ἀνδραπόδων. ἐνῆν δὲ σῖτος πολὺς καὶ πρόβατα καὶ ἄλλα χρήματα. [2.4.28] ἐντεῦθεν δ᾽ ἐπορεύθησαν σταθμοὺς ἐρήμους τέτταρας παρασάγγας εἴκοσι τὸν Τίγρητα ποταμὸν ἐν ἀριστερᾷ ἔχοντες. ἐν δὲ τῷ πρώτῳ σταθμῷ πέραν τοῦ ποταμοῦ πόλις ᾠκεῖτο μεγάλη καὶ εὐδαίμων ὄνομα Καιναί, ἐξ ἧς οἱ βάρβαροι διῆγον ἐπὶ σχεδίαις διφθερίναις ἄρτους, τυρούς, οἶνον.
[2.5.1] Μετὰ ταῦτα ἀφικνοῦνται ἐπὶ τὸν Ζαπάταν ποταμόν, τὸ εὖρος τεττάρων πλέθρων. καὶ ἐνταῦθα ἔμειναν ἡμέρας τρεῖς· ἐν δὲ ταύταις ὑποψίαι μὲν ἦσαν, φανερὰ δὲ οὐδεμία ἐφαίνετο ἐπιβουλή. [2.5.2] ἔδοξεν οὖν τῷ Κλεάρχῳ ξυγγενέσθαι τῷ Τισσαφέρνει καὶ εἴ πως δύναιτο παῦσαι τὰς ὑποψίας πρὶν ἐξ αὐτῶν πόλεμον γενέσθαι. καὶ ἔπεμψέν τινα ἐροῦντα ὅτι ξυγγενέσθαι αὐτῷ χρῄζει. [2.5.3] ὁ δὲ ἑτοίμως ἐκέλευεν ἥκειν. ἐπειδὴ δὲ ξυνῆλθον, λέγει ὁ Κλέαρχος τάδε. Ἐγώ, ὦ Τισσαφέρνη, οἶδα μὲν ἡμῖν ὅρκους γεγενημένους καὶ δεξιὰς δεδομένας μὴ ἀδικήσειν ἀλλήλους· φυλαττόμενον δὲ σέ τε ὁρῶ ὡς πολεμίους ἡμᾶς καὶ ἡμεῖς ὁρῶντες ταῦτα ἀντιφυλαττόμεθα. [2.5.4] ἐπεὶ δὲ σκοπῶν οὐ δύναμαι οὔτε σὲ αἰσθέσθαι πειρώμενον ἡμᾶς κακῶς ποιεῖν ἐγώ τε σαφῶς οἶδα ὅτι ἡμεῖς γε οὐδὲ ἐπινοοῦμεν τοιοῦτον οὐδέν, ἔδοξέ μοι εἰς λόγους σοι ἐλθεῖν, ὅπως εἰ δυναίμεθα ἐξέλοιμεν ἀλλήλων τὴν ἀπιστίαν. [2.5.5] καὶ γὰρ οἶδα ἀνθρώπους ἤδη τοὺς μὲν ἐκ διαβολῆς τοὺς δὲ καὶ ἐξ ὑποψίας οἳ φοβηθέντες ἀλλήλους φθάσαι βουλόμενοι πρὶν παθεῖν ἐποίησαν ἀνήκεστα κακὰ τοὺς οὔτε μέλλοντας οὔτ᾽ αὖ βουλομένους τοιοῦτον οὐδέν. [2.5.6] τὰς οὖν τοιαύτας ἀγνωμοσύνας νομίζων συνουσίαις μάλιστα παύεσθαι ἥκω καὶ διδάσκειν σε βούλομαι ὡς σὺ ἡμῖν οὐκ ὀρθῶς ἀπιστεῖς. [2.5.7] πρῶτον μὲν γὰρ καὶ μέγιστον οἱ θεῶν ἡμᾶς ὅρκοι κωλύουσι πολεμίους εἶναι ἀλλήλοις· ὅστις δὲ τούτων σύνοιδεν αὑτῷ παρημεληκώς, τοῦτον ἐγὼ οὔποτ᾽ ἂν εὐδαιμονίσαιμι. τὸν γὰρ θεῶν πόλεμον οὐκ οἶδα οὔτ᾽ ἀπὸ ποίου ἂν τάχους οὔτε ὅποι ἄν τις φεύγων ἀποφύγοι οὔτ᾽ εἰς ποῖον ἂν σκότος ἀποδραίη οὔθ᾽ ὅπως ἂν εἰς ἐχυρὸν χωρίον ἀποσταίη. πάντῃ γὰρ πάντα τοῖς θεοῖς ὕποχα καὶ πάντων ἴσον οἱ θεοὶ κρατοῦσι. [2.5.8] περὶ μὲν δὴ τῶν θεῶν τε καὶ τῶν ὅρκων οὕτω γιγνώσκω, παρ᾽ οὓς ἡμεῖς τὴν φιλίαν συνθέμενοι κατεθέμεθα· τῶν δ᾽ ἀνθρωπίνων σὲ ἐγὼ ἐν τῷ παρόντι νομίζω μέγιστον εἶναι ἡμῖν ἀγαθόν. [2.5.9] σὺν μὲν γὰρ σοὶ πᾶσα μὲν ὁδὸς εὔπορος, πᾶς δὲ ποταμὸς διαβατός, τῶν τε ἐπιτηδείων οὐκ ἀπορία· ἄνευ δὲ σοῦ πᾶσα μὲν διὰ σκότους ἡ ὁδός· οὐδὲν γὰρ αὐτῆς ἐπιστάμεθα· πᾶς δὲ ποταμὸς δύσπορος, πᾶς δὲ ὄχλος φοβερός, φοβερώτατον δ᾽ ἐρημία· μεστὴ γὰρ πολλῆς ἀπορίας ἐστίν. [2.5.10] εἰ δὲ δὴ καὶ μανέντες σε κατακτεί ναιμεν, ἄλλο τι ἂν ἢ τὸν εὐεργέτην κατακτείναντες πρὸς βασιλέα τὸν μέγιστον ἔφεδρον ἀγωνιζοίμεθα; ὅσων δὲ δὴ καὶ οἵων ἂν ἐλπίδων ἐμαυτὸν στερήσαιμι, εἰ σέ τι κακὸν ἐπιχειρήσαιμι ποιεῖν, ταῦτα λέξω. [2.5.11] ἐγὼ γὰρ Κῦρον ἐπεθύμησά μοι φίλον γενέσθαι, νομίζων τῶν τότε ἱκανώτατον εἶναι εὖ ποιεῖν ὃν βούλοιτο· σὲ δὲ νῦν ὁρῶ τήν τε Κύρου δύναμιν καὶ χώραν ἔχοντα καὶ τὴν σαυτοῦ [χώραν] σῴζοντα, τὴν δὲ βασιλέως δύναμιν, ᾗ Κῦρος πολεμίᾳ ἐχρῆτο, σοὶ ταύτην ξύμμαχον οὖσαν. [2.5.12] τούτων δὲ τοιούτων ὄντων τίς οὕτω μαίνεται ὅστις οὐ βούλεται σοὶ φίλος εἶναι; ἀλλὰ μὴν ἐρῶ γὰρ καὶ ταῦτα ἐξ ὧν ἔχω ἐλπίδας καὶ σὲ βουλήσεσθαι φίλον ἡμῖν εἶναι. [2.5.13] οἶδα μὲν γὰρ ὑμῖν Μυσοὺς λυπηροὺς ὄντας, οὓς νομίζω ἂν σὺν τῇ παρούσῃ δυνάμει ταπεινοὺς ὑμῖν παρασχεῖν· οἶδα δὲ καὶ Πισίδας· ἀκούω δὲ καὶ ἄλλα ἔθνη πολλὰ τοιαῦτα εἶναι, ἃ οἶμαι ἂν παῦσαι ἐνοχλοῦντα ἀεὶ τῇ ὑμετέρᾳ εὐδαιμονίᾳ. Αἰγυπτίους δέ, οἷς μάλιστα ὑμᾶς γιγνώσκω τεθυμωμένους, οὐχ ὁρῶ ποίᾳ δυνάμει συμμάχῳ χρησάμενοι μᾶλλον ἂν κολάσαισθε τῆς νῦν σὺν ἐμοὶ οὔσης. [2.5.14] ἀλλὰ μὴν ἔν γε τοῖς πέριξ οἰκοῦσι σὺ εἰ μὲν βούλοιο φίλος ὡς μέγιστος ἂν εἴης, εἰ δέ τίς σε λυποίη, ὡς δεσπότης ‹ἂν› ἀναστρέφοιο ἔχων ἡμᾶς ὑπηρέτας, οἵ σοι οὐκ ἂν μισθοῦ ἕνεκα ὑπηρετοῖμεν ἀλλὰ καὶ τῆς χάριτος ἣν σωθέντες ὑπὸ σοῦ σοὶ ἂν ἔχοιμεν δικαίως. [2.5.15] ἐμοὶ μὲν ταῦτα πάντα ἐνθυμουμένῳ οὕτω δοκεῖ θαυμαστὸν εἶναι τὸ σὲ ἡμῖν ἀπιστεῖν ὥστε καὶ ἥδιστ᾽ ἂν ἀκούσαιμι τὸ ὄνομα τίς οὕτως ἐστὶ δεινὸς λέγειν ὥστε σε πεῖσαι λέγων ὡς ἡμεῖς σοι ἐπιβουλεύομεν. Κλέαρχος μὲν οὖν τοσαῦτα εἶπε· Τισσαφέρνης δὲ ὧδε ἀπημείφθη.

[2.4.25] Από τον Τίγρητα βάδισαν τέσσερις σταθμούς, προχώρησαν είκοσι παρασάγγες κι έφτασαν στο Φύσκο ποταμό, που έχει πλάτος ένα πλέθρο, κι από πάνω του υπήρχε ένα γεφύρι. Σ᾽ αυτό το μέρος βρισκόταν μια μεγάλη πολιτεία, που λεγόταν Ώπη. Ενώ οι Έλληνες πήγαιναν προς τα εκεί τους συνάντησε ο νόθος αδερφός του Κύρου και του Αρταξέρξη, οδηγώντας πολύ στρατό από τα Σούσα και τα Εκβάτανα για να βοηθήσει το βασιλιά. Τότε σταμάτησε το στρατό του και παρατηρούσε τους Έλληνες που περνούσαν. [2.4.26] Ο Κλέαρχος τους οδηγούσε δυο δυο, και προχωρούσε κάνοντας κάθε τόσο στάση. Όσην ώρα έμενε σταματημένο το μέρος του στρατού που προπορευόταν, άλλη τόση σταματούσε αναγκαστικά ολόκληρο το στράτευμα. Έτσι και στους ίδιους τους Έλληνες φάνηκε ο στρατός ότι είναι πάρα πολύς, και ο Πέρσης που τον παρατηρούσε έμεινε κατάπληκτος. [2.4.27] Από κει βάδισαν ανάμεσα στη Μηδία έξι σταθμούς μέσα από περιοχή ακατοίκητη, προχώρησαν τριάντα παρασάγγες κι έφτασαν στα χωριά της Παρυσάτιδας, της μητέρας του Κύρου και του βασιλιά. Αυτά τα χωριά ο Τισσαφέρνης, για να γελάσει σε βάρος του Κύρου, άφησε ελεύθερους τους Έλληνες να τα λεηλατήσουν αλλά τους εμπόδισε ν᾽ αρπάξουν δούλους. Εκεί μέσα υπήρχαν σιτάρια πολλά και πρόβατα και άλλα πράγματα. [2.4.28] Από το μέρος αυτό βάδισαν σε ακατοίκητη χώρα τέσσερις σταθμούς και προχώρησαν είκοσι παρασάγγες, έχοντας προς τα αριστερά τον Τίγρητα ποταμό. Στον πρώτο σταθμό που έκαμαν, στην απέναντι μεριά του ποταμού, βρισκόταν μια μεγάλη και πλούσια πολιτεία που είχε τ᾽ όνομα Καινές, απ᾽ όπου οι βάρβαροι μεταφέρνανε επάνω σε πλεούμενα από προβιές, ψωμιά, τυριά και κρασί.
[2.5.1] Ύστερα φτάνουν στο Ζαπάτα ποταμό, που έχει πλάτος τέσσερα πλέθρα. Εδώ έμειναν τρεις μέρες. Σ᾽ αυτό το διάστημα εξακολουθούσαν να υπάρχουν υποψίες, δεν εκδηλωνόταν όμως φανερά καμιά εχθρική πράξη. [2.5.2] Γι᾽ αυτό φάνηκε σωστό στον Κλέαρχο να συναντηθεί με τον Τισσαφέρνη και, αν μπορούσε, να σταματήσει τις υποψίες, προτού τους δημιουργήσουν πόλεμο. Έστειλε λοιπόν κάποιον, για να του πει πως είναι ανάγκη να τον συναντήσει. [2.5.3] Και κείνος πρόθυμα του παράγγειλε να πάει. Όταν συναντήθηκαν, ο Κλέαρχος του είπε αυτά εδώ: «Ξέρω, Τισσαφέρνη, πως έχουμε κάμει όρκους αναμεταξύ μας κι έχουμε δώσει τα χέρια, με την υπόσχεση πως δεν θα κάμει κακό ο ένας στον άλλο. Σε βλέπω όμως να προφυλάγεσαι από μας, σαν να είμαστε εχθροί· κι εμείς πάλι, βλέποντάς τα αυτά, προφυλαγόμαστε το ίδιο από σας. [2.5.4] Μα από τις παρατηρήσεις που κάνω, δεν στάθηκε δυνατό να καταλάβω πως εσύ προσπαθείς να μας βλάψεις· όσο για μας, ξέρω καλά πως ούτε βάζουμε στο μυαλό μας κάτι τέτοιο. Γι᾽ αυτό μου φάνηκε καλό να συζητήσω μαζί σου, ώστε να βγάλουμε ο ένας από τον άλλον αυτή την καχυποψία, αν μπορέσουμε. [2.5.5] Γιατί γνώρισα ως τώρα ανθρώπους που, είτε από συκοφαντία είτε μονάχα από υποψία, φοβήθηκαν ο ένας τον άλλο και θέλησαν να προλάβουν το κακό προτού το πάθουν. Το αποτέλεσμα όμως ήταν να προξενήσουν αγιάτρευτες συμφορές σε κείνους που ούτε σκόπευαν, ούτε ήθελαν να τους κάμουν παρόμοια πράγματα. [2.5.6] Επειδή λοιπόν νομίζω πως τέτοιες απερισκεψίες σταματούν μονάχα με συνάντηση και συζήτηση, γι᾽ αυτό έχω έρθει και θέλω να σου αποδείξω πως άδικα μας υποψιάζεσαι. [2.5.7] Πρώτα πρώτα, και περισσότερο απ᾽ όλα τ᾽ άλλα, οι όρκοι που κάμαμε στους θεούς μάς εμποδίζουν να είμαστε εχθροί αναμεταξύ μας. Κι εκείνον που συνειδητά αδιαφορεί γι᾽ αυτούς τους όρκους, αυτόν εγώ ποτέ δεν θα μπορούσα να τον καλοτυχίσω. Γιατί τον πόλεμο των θεών δεν ξέρω ούτε με ποιά γρηγοράδα ούτε πού πηγαίνοντας θα μπορούσε κανείς να τον ξεφύγει, ούτε σε ποιό σκοτάδι θα ήταν δυνατό να τρυπώσει, ούτε σε ποιά οχυρή τοποθεσία ν᾽ αποσυρθεί. Παντού τα πάντα υπακούνε στους θεούς, κι οι θεοί τα εξουσιάζουν όλα το ίδιο. [2.5.8] Αυτή είναι η γνώμη μου για τους όρκους και τους θεούς, που, κάνοντας τη φιλία μας, την εμπιστευτήκαμε σ᾽ αυτούς να τη φυλάξουν. Όσο για τα ανθρώπινα αγαθά, νομίζω πως το μεγαλύτερο για μας είσαι συ σε τούτη την περίσταση. [2.5.9] Γιατί μαζί σου κάθε δρόμος και κάθε ποταμός είναι ευκολοπέραστος, και δεν υπάρχει έλλειψη από τρόφιμα. Ενώ χωρίς εσένα θα βαδίζουμε μέσα στο σκοτάδι, αφού καθόλου δεν ξέρουμε το δρόμο. Κάθε ποταμός θα είναι δυσκολοπέραστος, κάθε λαός φοβερός, μα πιο φοβερό απ᾽ όλα θα είναι η μοναξιά μας, γιατί εξαιτίας της θα μας λείπουν ολότελα τα πάντα. [2.5.10] Κι αν υποθέσουμε πως μας έπιανε τρέλα και σε σκοτώναμε, τί άλλο θα κάναμε παρά θα σκοτώναμε τον ευεργέτη μας και θ᾽ ανοίγαμε πόλεμο με τον μεγαλύτερο αντίπαλό μας, τον βασιλιά, που περιμένει τη σειρά του να μας επιτεθεί; Τώρα όμως θα σου πω πόσες και ποιές ελπίδες θα χάσω, αν επιχειρήσω να σου κάμω κακό. [2.5.11] Η επιθυμία μου ήταν να γίνει φίλος μου ο Κύρος, γιατί είχα τη γνώμη πως, από τους ανθρώπους της εποχής του, αυτός ήταν ο ικανότερος να ευεργετεί όποιον ήθελε. Μα τώρα βλέπω πως εσύ έχεις και τη δύναμη και τη χώρα του Κύρου και πως διατηρείς και τη δική σου εξουσία. Ακόμα βλέπω πως το στρατό του βασιλιά, που ο Κύρος τον είχε εχθρικό, εσύ τον έχεις σύμμαχο. [2.5.12] Αφού αυτά είναι έτσι, ποιός τρελάθηκε τόσο πολύ, ώστε να μη θέλει να είναι φίλος σου; Θα σου πω όμως και κείνα που με κάνουν να πιστεύω πως κι εσύ με χαρά θα γίνεις φίλος μας. [2.5.13] Ξέρω δηλαδή πως οι Μυσοί σας ενοχλούν. Αυτούς έχω τη γνώμη ότι μπορώ, με την τωρινή μου δύναμη, να τους ταπεινώσω και να τους υποτάξω σε σας. Ξέρω πως το ίδιο γίνεται και με τους Πισίδες. Μαθαίνω ότι υπάρχουν και πολλές άλλες τέτοιες φυλές, που νομίζω πως θα ήταν δυνατό να σταματήσουν να ενοχλούν εξακολουθητικά την ευτυχισμένη σας ζωή. Όσο για τους Αιγύπτιους, που ξέρω πως τώρα είστε μαζί τους παρά πολύ οργισμένοι, δεν βλέπω με ποιόν άλλο συμμαχικό στρατό, εκτός από το δικό μου, θα μπορούσατε να τους τιμωρήσετε καλύτερα. [2.5.14] Εξάλλου με το να έχεις εμάς στην υπηρεσία σου, αν ήθελες να είσαι φίλος με κανέναν από όσους κατοικούν γύρω στην περιφέρειά σου, θα το κατόρθωνες απόλυτα· ενώ αν κάποιος σε στεναχωρούσε στις σχέσεις σας, θα του φερνόσουν δεσποτικά. Γιατί εμείς δεν θα σε υπηρετούμε μονάχα για να παίρνουμε μισθό, αλλά και εξαιτίας της ευγνωμοσύνης που είναι δίκαιο να σου χρωστούμε, όταν μας σώσεις. [2.5.15] Όσο τα φέρνω στο μυαλό μου όλα αυτά, τόσο μου φαίνεται πως είναι παράξενο να μη μας έχεις εμπιστοσύνη. Γι᾽ αυτό με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση θα άκουγα ποιός είναι τόσο ικανός ρήτορας, ώστε να σε πείσει με τα λόγια του πως τάχα εμείς σχεδιάζουμε κακά για σένα». Ο Κλέαρχος λοιπόν τόσα είπε, ενώ ο Τισσαφέρνης αποκρίθηκε έτσι δα: