Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (6.5.22-6.5.32)

[6.5.22] Οἱ δὲ Ἀρκάδες, ἐπεὶ ὁ Ἀγησίλαος ἀπεληλύθει καὶ ᾔσθοντο διαλελυμένον αὐτῷ τὸ στράτευμα, αὐτοὶ δὲ ἡθροισμένοι ἐτύγχανον, στρατεύουσιν ἐπὶ τοὺς Ἡραιᾶς, ὅτι τε οὐκ ἤθελον τοῦ Ἀρκαδικοῦ μετέχειν καὶ ὅτι συνεισεβεβλήκεσαν εἰς τὴν Ἀρκαδίαν μετὰ τῶν Λακεδαιμονίων. ἐμβαλόντες δ᾽ ἐνεπίμπρων τε τὰς οἰκίας καὶ ἔκοπτον τὰ δένδρα.
Ἐπεὶ δὲ οἱ Θηβαῖοι βεβοηθηκότες παρεῖναι ἐλέγοντο εἰς τὴν Μαντίνειαν, οὕτως ἀπαλλάττονται ἐκ τῆς Ἡραίας καὶ συμμιγνύουσι τοῖς Θηβαίοις. [6.5.23] ὡς δὲ ὁμοῦ ἐγένοντο, οἱ μὲν Θηβαῖοι καλῶς σφίσιν ᾤοντο ἔχειν, ἐπεὶ ἐβεβοηθήκεσαν μέν, πολέμιον δὲ οὐδένα ἔτι ἑώρων ἐν τῇ χώρᾳ, καὶ ἀπιέναι παρεσκευάζοντο· οἱ δὲ Ἀρκάδες καὶ Ἀργεῖοι καὶ Ἠλεῖοι ἔπειθον αὐτοὺς ἡγεῖσθαι ὡς τάχιστα εἰς τὴν Λακωνικήν, ἐπιδεικνύοντες μὲν τὸ ἑαυτῶν πλῆθος, ὑπερεπαινοῦντες δὲ τὸ τῶν Θηβαίων στράτευμα. καὶ γὰρ οἱ μὲν Βοιωτοὶ ἐγυμνάζοντο πάντες περὶ τὰ ὅπλα, ἀγαλλόμενοι τῇ ἐν Λεύκτροις νίκῃ· ἠκολούθουν δ᾽ αὐτοῖς καὶ Φωκεῖς ὑπήκοοι γεγενημένοι καὶ Εὐβοεῖς ἀπὸ πασῶν τῶν πόλεων καὶ Λοκροὶ ἀμφότεροι καὶ Ἀκαρνᾶνες καὶ Ἡρακλεῶται καὶ Μηλιεῖς· ἠκολούθουν δ᾽ αὐτοῖς καὶ ἐκ Θετταλίας ἱππεῖς τε καὶ πελτασταί. ταῦτα δὴ συνιδόμενοι καὶ τὴν ἐν Λακεδαίμονι ἐρημίαν λέγοντες ἱκέτευον μηδαμῶς ἀποτρέπεσθαι, πρὶν ἐμβαλεῖν εἰς τὴν τῶν Λακε δαιμονίων χώραν. [6.5.24] οἱ δὲ Θηβαῖοι ἤκουον μὲν ταῦτα, ἀντελογίζοντο δὲ ὅτι δυσεμβολωτάτη μὲν ἡ Λακωνικὴ ἐλέγετο εἶναι, φρουρὰς δὲ καθεστάναι ἐνόμιζον ἐπὶ τοῖς εὐπροσοδωτάτοις. καὶ γὰρ ἦν Ἰσχόλαος μὲν ἐν Οἰῷ τῆς Σκιρίτιδος, ἔχων νεοδαμώδεις τε φρουροὺς καὶ τῶν Τεγεατῶν φυγάδων τοὺς νεωτάτους περὶ τετρακοσίους· ἦν δὲ καὶ ἐπὶ Λεύκτρῳ ὑπὲρ τῆς Μαλεάτιδος ἄλλη φρουρά. ἐλογίζοντο δὲ καὶ τοῦτο οἱ Θηβαῖοι, ὡς καὶ συνελθοῦσαν ἂν ταχέως τὴν τῶν Λακεδαιμονίων δύναμιν καὶ μάχεσθαι ἂν αὐτοὺς οὐδαμοῦ ἄμεινον ἢ ἐν τῇ ἑαυτῶν. ἃ δὴ πάντα λογιζόμενοι οὐ πάνυ προπετεῖς ἦσαν εἰς τὸ ἰέναι εἰς τὴν Λακεδαίμονα. [6.5.25] ἐπεὶ μέντοι ἧκον ἔκ τε Καρυῶν λέγοντες τὴν ἐρημίαν καὶ ὑπισχνούμενοι αὐτοὶ ἡγήσεσθαι, καὶ κελεύοντες, ἄν τι ἐξαπατῶντες φαίνωνται, ἀποσφάττειν σφᾶς, παρῆσαν δέ τινες καὶ τῶν περιοίκων ἐπικαλούμενοι καὶ φάσκοντες ἀποστήσεσθαι, εἰ μόνον φανείησαν εἰς τὴν χώραν, ἔλεγον δὲ ὡς καὶ νῦν καλούμενοι οἱ περίοικοι ὑπὸ τῶν Σπαρτιατῶν οὐκ ἐθέλοιεν βοηθεῖν· πάντα οὖν ταῦτα ἀκούοντες καὶ παρὰ πάντων οἱ Θηβαῖοι ἐπείσθησαν, καὶ αὐτοὶ μὲν κατὰ Καρύας ἐνέβαλον, οἱ δὲ Ἀρκάδες κατὰ Οἰὸν τῆς Σκιρίτιδος. [6.5.26] καὶ εἰ μὲν ἐπὶ τὰ δύσβατα προελθὼν ὁ Ἰσχόλαος ὑφίστατο, οὐδένα ἂν ταύτῃ γ᾽ ἔφασαν ἀναβῆναι· νῦν δὲ βουλόμενος τοῖς Οἰάταις συμμάχοις χρῆσθαι, ἔμεινεν ἐν τῇ κώμῃ· οἱ δὲ ἀνέβησαν παμπλήθεις Ἀρκάδες. ἐνταῦθα δὴ ἀντιπρόσωποι μὲν μαχόμενοι οἱ περὶ τὸν Ἰσχόλαον ἐπεκράτουν· ἐπεὶ δὲ καὶ ὄπισθεν καὶ ἐκ πλαγίου καὶ ἀπὸ τῶν οἰκιῶν ἀναβαίνοντες ἔπαιον καὶ ἔβαλλον αὐτούς, ἐνταῦθα ὅ τε Ἰσχόλαος ἀποθνῄσκει καὶ οἱ ἄλλοι πάντες, εἰ μή τις ἀμφιγνοηθεὶς διέφυγε. [6.5.27] διαπραξάμενοι δὲ ταῦτα οἱ Ἀρκάδες ἐπορεύοντο πρὸς τοὺς Θηβαίους ἐπὶ τὰς Καρύας. οἱ δὲ Θηβαῖοι ἐπεὶ ᾔσθοντο τὰ πεπραγμένα ὑπὸ τῶν Ἀρκάδων, πολὺ δὴ θρασύτερον κατέβαινον. καὶ τὴν μὲν Σελλασίαν εὐθὺς ἔκαον καὶ ἐπόρθουν· ἐπεὶ δὲ ἐν τῷ πεδίῳ ἐγένοντο ἐν τῷ τεμένει τοῦ Ἀπόλλωνος, ἐνταῦθα ἐστρατοπεδεύσαντο· τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ ἐπορεύοντο. καὶ διὰ μὲν τῆς γεφύρας οὐδ᾽ ἐπεδ᾽ ὑστεραίᾳ ἐπορεύοντο. καὶ διὰ μὲν τῆς γεφύρας οὐδ᾽ ἐπεχείρουν διαβαίνειν ἐπὶ τὴν πόλιν· καὶ γὰρ ἐν τῷ τῆς Ἀλέας ἱερῷ ἐφαίνοντο ἐναντίοι οἱ ὁπλῖται· ἐν δεξιᾷ δ᾽ ἔχοντες τὸν Εὐρώταν παρῇσαν κάοντες καὶ πορθοῦντες πολλῶν κἀγαθῶν μεστὰς οἰκίας. [6.5.28] τῶν δ᾽ ἐκ τῆς πόλεως αἱ μὲν γυναῖκες οὐδὲ τὸν καπνὸν ὁρῶσαι ἠνείχοντο, ἅτε οὐδέποτε ἰδοῦσαι πολεμίους· οἱ δὲ Σπαρτιᾶται ἀτείχιστον ἔχοντες τὴν πόλιν, ἄλλος ἄλλῃ διαταχθείς, μάλα ὀλίγοι καὶ ὄντες καὶ φαινόμενοι ἐφύλαττον. ἔδοξε δὲ τοῖς τέλεσι καὶ προειπεῖν τοῖς Εἵλωσιν, εἴ τις βούλοιτο ὅπλα λαμβάνειν καὶ εἰς τάξιν τίθεσθαι, τὰ πιστὰ λαμβάνειν ὡς ἐλευθέρους ἐσομένους ὅσοι συμπολεμήσαιεν. [6.5.29] καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἔφασαν ἀπογράψασθαι πλέον ἢ ἑξακισχιλίους, ὥστε φόβον αὖ οὗτοι παρεῖχον συντεταγμένοι καὶ λίαν ἐδόκουν πολλοὶ εἶναι· ἐπεὶ μέντοι ἔμενον μὲν οἱ ἐξ Ὀρχομενοῦ μισθοφόροι, ἐβοήθησαν δὲ τοῖς Λακεδαιμονίοις Φλειάσιοί τε καὶ Κορίνθιοι καὶ Ἐπιδαύριοι καὶ Πελληνεῖς καὶ ἄλλαι δέ τινες τῶν πόλεων, ἤδη καὶ τοὺς ἀπογεγραμμένους ἧττον ὠρρώδουν. [6.5.30] ὡς δὲ προϊὸν τὸ στράτευμα ἐγένετο κατ᾽ Ἀμύκλας, ταύτῃ διέβαινον τὸν Εὐρώταν. καὶ οἱ μὲν Θηβαῖοι, ὅπου στρατοπεδεύοιντο, εὐθὺς ὧν ἔκοπτον δένδρων κατέβαλλον πρὸ τῶν τάξεων ὡς ἐδύναντο πλεῖστα, καὶ οὕτως ἐφυλάττοντο· οἱ δὲ Ἀρκάδες τούτων τε οὐδὲν ἐποίουν, καταλειπόντες δὲ τὰ ὅπλα εἰς ἁρπαγὴν ἐπὶ τὰς οἰκίας ἐτρέποντο. ἐκ τούτου δὴ ἡμέρᾳ τρίτῃ ἢ τετάρτῃ προῆλθον οἱ ἱππεῖς εἰς τὸν ἱππόδρομον εἰς Γαιαόχου κατὰ τάξεις, οἵ τε Θηβαῖοι πάντες καὶ οἱ Ἠλεῖοι καὶ ὅσοι Φωκέων ἢ Θετταλῶν ἢ Λοκρῶν ἱππεῖς παρῆσαν. [6.5.31] οἱ δὲ τῶν Λακεδαιμονίων ἱππεῖς, μάλα ὀλίγοι φαινόμενοι, ἀντιτεταγμένοι αὐτοῖς ἦσαν. ἐνέδραν δὲ ποιήσαντες ὁπλιτῶν τῶν νεωτέρων ὅσον τριακοσίων ἐν τῇ τῶν Τυνδαριδῶν, ἅμα οὗτοι μὲν ἐξέθεον, οἱ δ᾽ ἱππεῖς ἤλαυνον. οἱ δὲ πολέμιοι οὐκ ἐδέξαντο, ἀλλ᾽ ἐνέκλιναν. ἰδόντες δὲ ταῦτα πολλοὶ καὶ τῶν πεζῶν εἰς φυγὴν ὥρμησαν. ἐπεὶ μέντοι οἵ τε διώκοντες ἐπαύσαντο καὶ τὸ τῶν Θηβαίων στράτευμα ἔμενε, πάλιν δὴ κατεστρατοπεδεύσαντο. [6.5.32] καὶ τὸ μὲν μὴ πρὸς τὴν πόλιν προσβαλεῖν ἂν ἔτι αὐτοὺς ἤδη τι ἐδόκει θαρραλεώτερον εἶναι· ἐκεῖθεν μέντοι ἀπᾶραν τὸ στράτευμα ἐπορεύετο τὴν ἐφ᾽ Ἕλος καὶ Γύθειον. καὶ τὰς μὲν ἀτειχίστους τῶν πόλεων ἐνεπίμπρασαν, Γυθείῳ δέ, ἔνθα τὰ νεώρια τοῖς Λακεδαιμονίοις ἦν, καὶ προσέβαλλον τρεῖς ἡμέρας. ἦσαν δέ τινες τῶν περιοίκων οἳ καὶ ἐπέθεντο καὶ συνεστρατεύοντο τοῖς μετὰ Θηβαίων.

[6.5.22] Μετά την αποχώρηση του Αγησιλάου, οι Αρκάδες —μαθαίνοντας ότι είχε απολύσει τον στρατό του, ενώ οι ίδιοι βρίσκονταν συγκεντρωμένοι— εξεστράτευσαν εναντίον των Ηραιών για τον λόγο ότι τούτοι όχι μόνο δεν ήθελαν να μπουν στην Αρκαδική Ομοσπονδία, αλλά είχαν εισβάλει στην Αρκαδία μαζί με τους Λακεδαιμονίους. Εισέβαλαν λοιπόν στο έδαφός τους, καίγοντας τα σπίτια και κόβοντας τα δέντρα. Όταν μαθεύτηκε ωστόσο ότι οι ενισχύσεις από τη Θήβα είχαν φτάσει στη Μαντίνεια, οι Αρκάδες άφησαν την Ηραία κι ενώθηκαν με τους Θηβαίους.
[6.5.23] Μετά τη συνένωσή τους, οι Θηβαίοι θεώρησαν την κατάσταση ικανοποιητική· και τη βοήθειά τους είχαν προσφέρει, κι εχθρό δεν έβλεπαν πια κανέναν στην περιοχή· ετοιμάζονταν λοιπόν να ξαναφύγουν. Οι Αρκάδες όμως, καθώς και οι Αργείοι και οι Ηλείοι, τους έλεγαν να μπουν επικεφαλής τους και δίχως να χάσουν καιρό να εισβάλουν στο έδαφος της Λακωνίας· για να τους πείσουν, τόνιζαν πόσο πολυάριθμοι ήταν οι ίδιοι κι αναλύονταν σ᾽ επαίνους για το στράτευμα των Θηβαίων. (Είν᾽ αλήθεια ότι όλοι οι Βοιωτοί γυμνάζονταν στα όπλα, καμαρώνοντας για τη νίκη των Λεύκτρων, κι ότι τους ακολουθούσαν και οι Φωκείς —που είχαν γίνει υπήκοοί τους— κι όλες οι πόλεις της Ευβοίας, οι δύο Λοκροί, οι Ακαρνάνες, οι Ηρακλεώτες και οι Μηλιείς, καθώς και ιππικό και πελταστές από τη Θεσσαλία.) Συγκρίνοντας λοιπόν όλη αυτή τη δύναμη με τη λειψανδρία της Λακεδαίμονος, τους ικέτευαν να μη φύγουν χωρίς να ᾽χουν εισβάλει στο έδαφος των Λακεδαιμονίων.
[6.5.24] Οι Θηβαίοι τ᾽ άκουγαν αυτά, ζύγιζαν όμως και τ᾽ αντίθετα επιχειρήματα: λεγόταν ότι η Λακωνική ήταν πολύ δυσπρόσιτη για έναν εισβολέα, και στα πιο εύκολα περάσματα σίγουρα θα είχαν τοποθετηθεί φρουρές. (Πραγματικά, στον Οιό της Σκιρίτιδος βρισκόταν ο Ισχόλαος με φρουρά από νεοδαμώδεις και κάπου τετρακόσιους Τεγεάτες —από τους νεότερους εξόριστους— και στο Λεύκτρο πάνω από τη Μαλεάτιδα βρισκόταν άλλη φρουρά.) Έπειτα οι Θηβαίοι λογάριαζαν και τούτο, ότι οι Λακεδαιμόνιοι μπορούσαν να συγκεντρώσουν πολύ γρήγορα τις δυνάμεις τους κι ότι πουθενά δεν θα πολεμούσαν καλύτερα παρά στο δικό τους έδαφος. Όλες αυτές οι σκέψεις τούς έκαναν φυσικά να διστάζουν να προχωρήσουν στη Λακεδαίμονα. [6.5.25] Ήρθαν ωστόσο οι άνθρωποι από τις Καρύες, περιέγραψαν τη λειψανδρία που επικρατούσε και υποσχέθηκαν να κάνουν οι ίδιοι τους οδηγούς, λέγοντας ότι δέχονται να τους σφάξουν οι Θηβαίοι αν φανούν ότι τους ξεγελούν στο παραμικρό. Ήρθαν και μερικοί περίοικοι, ζητώντας βοήθεια και δηλώνοντας ότι θα επαναστατήσουν, αρκεί να εμφανιστούν μονάχα οι Θηβαίοι στην περιοχή· από τώρα κιόλας, έλεγαν, οι περίοικοι αρνούνται να δώσουν στους Σπαρτιάτες τη βοήθεια που τους ζητούν. Ακούγοντας λοιπόν οι Θηβαίοι όλα τούτα να υποστηρίζονται με τέτοια ομοφωνία, πείστηκαν να εισβάλουν οι ίδιοι από τις Καρύες, ενώ οι Αρκάδες εισέβαλαν από τον Οιό της Σκιρίτιδος.
[6.5.26] Αν τώρα ο Ισχόλαος προχωρούσε και στεκόταν στη στενοποριά, κανένας —καθώς λένε— δεν θα κατόρθωνε ν᾽ ανέβει από κείνο τουλάχιστον το σημείο· θέλοντας όμως να ᾽χει συμμάχους τους Οιάτες έμεινε μέσα στο χωριό, κι έτσι ανέβηκε μεγάλο πλήθος Αρκάδων. Στη μάχη που έγινε, ο Ισχόλαος και οι άνδρες του διατήρησαν την υπεροχή όσο πολεμούσαν κατά μέτωπο, αλλά κατόπιν οι εχθροί άρχισαν να τους χτυπούν και να τους τοξεύουν από τα νώτα, από τα πλάγια και σκαρφαλωμένοι πάνω στα σπίτια· τότε σκοτώθηκαν κι ο Ισχόλαος κι όλοι οι άλλοι, εκτός από μερικούς που μπορεί να ξέφυγαν απαρατήρητοι.
[6.5.27] Μετά απ᾽ αυτή την επιτυχία τους, οι Αρκάδες βάδισαν προς τις Καρύες για να συναντήσουν τους Θηβαίους. Τούτοι πάλι, μαθαίνοντας την επιτυχία των Αρκάδων, πήραν πολύ θάρρος· κατέβηκαν αμέσως στη Σελλασία, την έκαψαν και τη λεηλάτησαν. Όταν έφτασαν στην πεδιάδα στρατοπέδευσαν στο τέμενος του Απόλλωνος, και την άλλη μέρα εξακολούθησαν την προέλασή τους. Είν᾽ αλήθεια ότι δεν δοκίμασαν καν να διαβούν τη γέφυρα και να χτυπήσουν τη Σπάρτη —γιατί στο ιερό της Αλέας διακρίνονταν οι οπλίτες της, έτοιμοι να τους αντιμετωπίσουν— αλλά έχοντας στα δεξιά τους τον Ευρώτα προχώρησαν, καίγοντας και λεηλατώντας σπίτια γεμάτα από άφθονα πλούτη.
[6.5.28] Μέσα στην πόλη οι γυναίκες, που ποτέ τους δεν είχαν δει εχθρό, έβρισκαν ανυπόφορη ακόμα και τη θέα του καπνού· οι Σπαρτιάτες πάλι —που ήταν, αλλά και φαίνονταν, πολύ λίγοι— είχαν τοποθετηθεί φρουροί σ᾽ αραιά διαστήματα, μια και η πόλη ήταν ανοχύρωτη. Με απόφαση των αρχών ανακοινώθηκε στους είλωτες ότι όποιος απ᾽ αυτούς ήθελε μπορούσε να οπλιστεί και να υπηρετήσει στον στρατό, και τους δόθηκε η υπόσχεση ότι όσοι πολεμούσαν στο πλευρό των Σπαρτιατών θα γίνονταν ελεύθεροι. [6.5.29] Λένε μάλιστα ότι στην αρχή, επειδή κατατάχτηκαν πάνω από έξι χιλιάδες, φάνηκαν αυτοί με τη σειρά τους επίφοβοι, συγκεντρωμένοι όπως ήταν, και κρίθηκε ο αριθμός τους υπερβολικά μεγάλος. Σαν πήραν όμως οι Λακεδαιμόνιοι ενισχύσεις από τον Φλειούντα, την Κόρινθο, την Πελλήνη, την Επίδαυρο και μερικές άλλες πόλεις, και καθώς τους έμειναν και οι μισθοφόροι από τον Ορχομενό, λιγόστεψε ο φόβος που τους προκαλούσαν οι νεοσύλλεκτοι.
[6.5.30] Όταν οι εισβολείς έφτασαν προελαύνοντας στις Αμύκλες, διάβηκαν εκεί τον Ευρώτα. Οι Θηβαίοι, όπου κι αν στρατοπέδευαν, τοποθετούσαν ολόγυρα στις μονάδες τους όσο μπορούσαν περισσότερους κορμούς από τα δέντρα που έκοβαν, και μ᾽ αυτόν τον τρόπο προφυλάγονταν. Οι Αρκάδες, αντίθετα, δεν έκαναν τίποτα απ᾽ αυτά, παρά εγκατέλειπαν το στρατόπεδό τους για να επιδοθούν στη λεηλασία των σπιτιών.
Τρεις τέσσερις μέρες αργότερα προχώρησε το ιππικό συνταγμένο στον ιππόδρομο του Γαιαόχου: όλοι οι Θηβαίοι και οι Ηλείοι, κι όσο ιππικό των Φωκέων, των Θεσσαλών και των Λοκρών βρισκόταν εκεί. [6.5.31] Αντίκρυ τους ήταν παραταγμένο το ιππικό των Λακεδαιμονίων, που έμοιαζε πολύ ολιγάριθμο· ωστόσο, οι Λακεδαιμόνιοι είχαν στήσει ενέδρα στο σπίτι των Τυνδαριδών με τριακόσιους περίπου από τους νεότερους οπλίτες, και τούτοι εξόρμησαν την ίδια ώρα που έκανε επέλαση το ιππικό. Οι εχθροί δεν μπόρεσαν ν᾽ αντισταθούν και λύγισαν· βλέποντας αυτό, πολλοί πεζοί το ᾽βαλαν στα πόδια. Όταν όμως έπαψε η καταδίωξή τους, και καθώς ο στρατός των Θηβαίων διατήρησε τις θέσεις του, έστησαν ξανά στρατόπεδο.
[6.5.32] Άρχισαν να ενισχύονται οι ελπίδες ότι οι εισβολείς δεν θα ᾽καναν πλέον επίθεση στην πόλη. Γεγονός είναι πάντως ότι ο στρατός τους έφυγε αποκεί και βάδισε προς το Έλος και το Γύθειο: τις ανοχύρωτες πόλεις τις έκαψαν, και στο Γύθειο —όπου ήταν ο ναύσταθμος των Λακεδαιμονίων— έκαναν επιθέσεις τρεις μέρες. Βρέθηκαν και μερικοί περίοικοι που πήραν μέρος στις επιθέσεις και στην εκστρατεία, μαζί με τους συμμάχους των Θηβαίων.