[7.3.13] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά, έδωσαν την άδεια σε όποιον ήθελε να μιλήσει. Και συμφωνούσαν πολλοί πως εκείνα που έλεγε ο Σεύθης ήταν πέρα για πέρα λογικά. Γιατί ήταν χειμώνας και ούτε για την πατρίδα τους μπορούσαν να ταξιδέψουν όποιοι ήθελαν, ούτε να μείνουν σε φιλική χώρα, στην περίπτωση που θα ήταν ανάγκη να ζουν αγοράζοντας τρόφιμα. Αντίθετα, νόμιζαν πως θα έχουν μεγαλύτερη ασφάλεια, αν έμεναν μαζί με το Σεύθη σε εχθρική χώρα και τρέφονταν εκεί, παρά αν ήταν μόνοι τους. Και μέσα σε τόσα καλά που υπήρχαν, το να πάρουν από πάνω και μισθό, αυτό το θεωρούσαν ανέλπιστο κέρδος. [7.3.14] Τότε ο Ξενοφώντας είπε: «Αν έχει κανένας αντίρρηση, ας μιλήσει, διαφορετικά θα θέσω το ζήτημα σε ψηφοφορία». Επειδή κανένας δεν είχε αντίθετη γνώμη, τα πρότεινε για ψηφοφορία, και εγκρίθηκαν όλα από το στρατό. Και αμέσως είπε στο Σεύθη πως θα τον ακολουθήσουν στις πολεμικές επιχειρήσεις του. [7.3.15] Κατόπι τα τάγματα κατασκήνωσαν χωριστά, ενώ ο Σεύθης κάλεσε σε δείπνο τους στρατηγούς και τους λοχαγούς, σ᾽ ένα κοντινό χωριό που ήταν στην εξουσία του. [7.3.16] Όταν βρίσκονταν στις πύλες κι ήταν έτοιμοι να μπουν για το δείπνο, συνάντησαν κάποιον Ηρακλείδη από τη Μαρώνεια. Αυτός πλησίαζε καθέναν από κείνους που νόμιζε πως μπορούσαν να δώσουν κάτι στο Σεύθη. Πρώτα πρώτα ζύγωσε μερικούς Παριανούς, που είχαν έρθει για να κάμουν φιλική συμφωνία με το Μήδοκο, το βασιλιά των Οδρυσών, κι είχαν κουβαλήσει δώρα και στον ίδιο και στη γυναίκα του. Σε τούτους είπε πως ο Μήδοκος βρίσκεται στο εσωτερικό της χώρας, δώδεκα μέρες δρόμο, ξεκινώντας από τη θάλασσα, ενώ ο Σεύθης τώρα που πήρε με το μέρος του τον ελληνικό στρατό, θα εξουσιάζει την παραθαλάσσια περιοχή. [7.3.17] «Αφού λοιπόν είναι γείτονάς σας, θα έχει όλη τη δύναμη να σας ευεργετεί και να σας βλάφτει. Γι᾽ αυτό, αν έχετε μυαλό, θα του δώσετε ό,τι κουβαλάτε μαζί σας. Και φυσικά εκείνος θα έχει καλύτερες διαθέσεις απέναντί σας, παρά αν τα χαρίσετε στο Μήδοκο που τώρα κατοικεί μακριά σας». Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούσε να τους καταφέρει. [7.3.18] Κατόπι πλησίασε τον Τιμασίωνα από τη Δάρδανο, που έμαθε πως είχε και κούπες και χαλιά βαρβαρικά, και του έλεγε πως ήταν συνήθεια, όταν ο Σεύθης καλούσε σε δείπνο, να του προσφέρουν δώρα οι καλεσμένοι. «Αν ο Σεύθης γίνει μεγάλος εδώ, θα έχει τη δύναμη και στην πατρίδα σου να σε πάει και σε τούτη τη χώρα να σε κάμει πλούσιο». Τέτοιες συμβουλές πήγαινε κι έδινε στον καθένα. [7.3.19] Τέλος ζύγωσε και τον Ξενοφώντα και του είπε: «Εσύ και από σπουδαία πόλη κατάγεσαι και στο Σεύθη η φήμη σου είναι μεγάλη. Δεν αποκλείεται μάλιστα να το βρεις σωστό και οχυρωμένες θέσεις να πάρεις σε τούτο το μέρος —όπως έγινε και με άλλους δικούς σας— και έκταση γης. Γι᾽ αυτό πρέπει να τιμήσεις το Σεύθη με δώρα όσο γίνεται πιο μεγαλόπρεπα. [7.3.20] Αυτά σου τα λέω για το καλό σου. Γιατί ξέρω πολύ καλά πως όσο πολυτιμότερα δώρα τού χαρίσεις, τόσο μεγαλύτερες ευεργεσίες θα σου κάμει». Ο Ξενοφώντας τ᾽ άκουσε και βρισκόταν σε δύσκολη θέση, επειδή διάβηκε από το Πάριο προς τα δω χωρίς να έχει τίποτε άλλο, παρά ένα δούλο και τα απαραίτητα για το ταξίδι. [7.3.21] Σε λίγο μπήκαν για το δείπνο οι καλύτεροι από τους Θράκες που ήταν εκεί και οι στρατηγοί και οι λοχαγοί των Ελλήνων και κάποιοι αντιπρόσωποι σταλμένοι από τις πατρίδες τους· όλοι δειπνούσαν καθισμένοι κυκλικά. Έπειτα έφεραν για όλους τρίποδα τραπέζια, ως είκοσι, που ήταν γεμάτα από κομματιασμένα κρέατα. Υπήρχαν ακόμα και ψωμιά ζυμωτά, μεγάλα, μπηγμένα πάνω σε πιρούνια μαζί με τα κρέατα. [7.3.22] Τα τραπέζια αυτά τα τοποθετούσαν κάθε φορά προπάντων μπροστά στους ξένους. Γιατί υπήρχε ένα έθιμο — και πρώτος άρχισε τότε να το εφαρμόζει ο Σεύθης: έπαιρνε δηλαδή τα ψωμιά που ήταν προς το μέρος του, τα έκοβε κομμάτια και τα έριχνε σ᾽ όποιους νόμιζε. Και με τα κρέατα έκανε το ίδιο, και δεν κρατούσε, παρά μονάχα όσο του έφτανε να φάει. [7.3.23] Μα κι οι άλλοι, όσοι είχαν κοντά τους τραπέζια, έκαναν το ίδιο με το Σεύθη. Κάποιος όμως στρατιώτης από την Αρκαδία που τον έλεγαν Αρύστα κι ήταν τρομερός φαγάς, αδιαφορούσε για κάτι τέτοια κεράσματα, πήρε στα χέρια του ένα ψωμί ως τρία κιλά, έβαλε και κρέατα πάνω στα γόνατά του κι άρχισε να τρώει. [7.3.24] Τους κερνούσαν και κρασί μέσα σε κεράτινες κούπες, κι έπιναν όλοι. Μονάχα ο Αρύστας, όταν πήγε κοντά του ο οινοχόος κρατώντας την κούπα, κοίταξε τον Ξενοφώντα που δεν έτρωγε πια [7.3.25] «Δώσε σε κείνον να πιεί. Γιατί είναι χωρίς δουλειά, ενώ εγώ ακόμα δεν αδειάζω». Άκουσε ο Σεύθης την κουβέντα και ρώτησε τον οινοχόο τί του έλεγε. Εκείνος του είπε, γιατί ήξερε ελληνικά. Τότε έβαλαν όλοι τα γέλια. |