Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (6.5.10-6.5.21)

[6.5.10] Τούτων δὲ γιγνομένων ἔφυγον εἰς Λακεδαίμονα τῶν περὶ Στάσιππον Τεγεατῶν περὶ ὀκτακοσίους. μετὰ δὲ ταῦτα τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐδόκει βοηθητέον εἶναι κατὰ τοὺς ὅρκους τοῖς τεθνεῶσί τε τῶν Τεγεατῶν καὶ ἐκπεπτωκόσι· καὶ οὕτω στρατεύουσιν ἐπὶ τοὺς Μαντινέας, ὡς παρὰ τοὺς ὅρκους σὺν ὅπλοις ἐληλυθότων αὐτῶν ἐπὶ τοὺς Τεγεάτας. καὶ φρουρὰν μὲν οἱ ἔφοροι ἔφαινον, Ἀγησίλαον δ᾽ ἐκέλευεν ἡ πόλις ἡγεῖσθαι. [6.5.11] οἱ μὲν οὖν ἄλλοι Ἀρκάδες εἰς Ἀσέαν συνελέγοντο. Ὀρχομενίων δὲ οὐκ ἐθελόντων κοινωνεῖν τοῦ Ἀρκαδικοῦ διὰ τὴν πρὸς Μαντινέας ἔχθραν, ἀλλὰ καὶ δεδεγμένων εἰς τὴν πόλιν τὸ ἐν Κορίνθῳ συνειλεγμένον ξενικόν, οὗ Πολύτροπος ἦρχεν, ἔμενον οἴκοι οἱ Μαντινεῖς τούτων ἐπιμελόμενοι. Ἡραεῖς δὲ καὶ Λεπρεᾶται συνεστρατεύοντο τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐπὶ τοὺς Μαντινέας. [6.5.12] ὁ δὲ Ἀγησίλαος, ἐπεὶ ἐγένετο αὐτῷ τὰ διαβατήρια, εὐθὺς ἐχώρει ἐπὶ τὴν Ἀρκαδίαν. καὶ καταλαβὼν πόλιν ὅμορον οὖσαν Εὔταιαν, καὶ εὑρὼν ἐκεῖ τοὺς μὲν πρεσβυτέρους καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τοὺς παῖδας οἰκοῦντας ἐν ταῖς οἰκίαις, τοὺς δ᾽ ἐν τῇ στρατευσίμῳ ἡλικίᾳ οἰχομένους εἰς τὸ Ἀρκαδικόν, ὅμως οὐκ ἠδίκησε τὴν πόλιν, ἀλλ᾽ εἴα τε αὐτοὺς οἰκεῖν, καὶ ὠνούμενοι ἐλάμβανον ὅσων δέοιντο· εἰ δέ τι καὶ ἡρπάσθη, ὅτε εἰσῄει εἰς τὴν πόλιν, ἐξευρὼν ἀπέδωκε. καὶ ἐπῳκοδόμει δὲ τὸ τεῖχος αὐτῶν ὅσα ἐδεῖτο, ἕωσπερ αὐτοῦ διέτριβεν ἀναμένων τοὺς μετὰ Πολυτρόπου μισθοφόρους.
[6.5.13] Ἐν δὲ τούτῳ οἱ Μαντινεῖς στρατεύουσιν ἐπὶ τοὺς Ὀρχομενίους. καὶ ἀπὸ μὲν τοῦ τείχους μάλα χαλεπῶς ἀπῆλθον, καὶ ἀπέθανόν τινες αὐτῶν· ἐπεὶ δὲ ἀποχωροῦντες ἐν τῇ Ἐλυμίᾳ ἐγένοντο, καὶ οἱ μὲν Ὀρχομένιοι ὁπλῖται οὐκέτι ἠκολούθουν, οἱ δὲ περὶ τὸν Πολύτροπον ἐπέκειντο καὶ μάλα θρασέως, ἐνταῦθα γνόντες οἱ Μαντινεῖς ὡς εἰ μὴ ἀποκρούσονται αὐτούς, ὅτι πολλοὶ σφῶν κατακοντισθήσονται, ὑποστρέψαντες ὁμόσε ἐχώρησαν τοῖς ἐπικειμένοις. [6.5.14] καὶ ὁ μὲν Πολύτροπος μαχόμενος αὐτοῦ ἀποθνῄσκει· τῶν δὲ ἄλλων φευγόντων πάμπολλοι ἂν ἀπέθανον, εἰ μὴ οἱ Φλειάσιοι ἱππεῖς παραγενόμενοι καὶ εἰς τὸ ὄπισθεν περιελάσαντες τῶν Μαντινέων ἐπέσχον αὐτοὺς τῆς διώξεως. καὶ οἱ μὲν Μαντινεῖς ταῦτα πράξαντες οἴκαδε ἀπῆλθον.
[6.5.15] Ὁ δὲ Ἀγησίλαος ἀκούσας ταῦτα, καὶ νομίσας οὐκ ἂν ἔτι συμμεῖξαι αὐτῷ τοὺς ἐκ τοῦ Ὀρχομενοῦ μισθοφόρους, οὕτω προῄει. καὶ τῇ μὲν πρώτῃ ἐν τῇ Τεγεάτιδι χώρᾳ ἐδειπνοποιήσατο, τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ διαβαίνει εἰς τὴν Μαντινικήν, καὶ ἐστρατοπεδεύσατο ὑπὸ τοῖς πρὸς ἑσπέραν ὅρεσι τῆς Μαντινείας· καὶ ἐκεῖ ἅμα ἐδῄου τὴν χώραν καὶ ἐπόρθει τοὺς ἀγρούς. τῶν δὲ Ἀρκάδων οἱ συλλεγέντες ἐν τῇ Ἀσέᾳ νυκτὸς παρῆλθον εἰς τὴν Τεγέαν. [6.5.16] τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ ὁ μὲν Ἀγησίλαος ἀπέχων Μαντινείας ὅσον εἴκοσι σταδίους ἐστρατοπεδεύσατο· οἱ δ᾽ ἐκ τῆς Τεγέας Ἀρκάδες, ἐχόμενοι τῶν μεταξὺ Μαντινείας καὶ Τεγέας ὀρῶν, παρῆσαν μάλα πολλοὶ ὁπλῖται, συμμεῖξαι βουλόμενοι τοῖς Μαντινεῦσι· καὶ γὰρ οἱ Ἀργεῖοι οὐ πανδημεὶ ἠκολούθουν αὐτοῖς· καὶ ἦσαν μέν τινες οἳ τὸν Ἀγησίλαον ἔπειθον χωρὶς τούτοις ἐπιθέσθαι· ὁ δὲ φοβούμενος μὴ ἐν ὅσῳ πρὸς ἐκείνους πορεύοιτο, ἐκ τῆς πόλεως οἱ Μαντινεῖς ἐξελθόντες κατὰ κέρας τε καὶ ἐκ τοῦ ὄπισθεν ἐπιπέσοιεν αὐτῷ, ἔγνω κράτιστον εἶναι ἐᾶσαι συνελθεῖν αὐτούς, καὶ εἰ βούλοιντο μάχεσθαι, ἐκ τοῦ δικαίου καὶ φανεροῦ τὴν μάχην ποιεῖσθαι. καὶ οἱ μὲν δὴ Ἀρκάδες ὁμοῦ ἤδη ἐγεγένηντο. [6.5.17] οἱ δ᾽ ἐκ τοῦ Ὀρχομενοῦ πελτασταὶ καὶ οἱ τῶν Φλειασίων ἱππεῖς μετ᾽ αὐτῶν τῆς νυκτὸς διεξελθόντες παρὰ τὴν Μαντίνειαν θυομένῳ τῷ Ἀγησιλάῳ πρὸ τοῦ στρατοπέδου ἐπιφαίνονται ἅμα τῇ ἡμέρᾳ, καὶ ἐποίησαν τοὺς μὲν ἄλλους εἰς τὰς τάξεις δραμεῖν, Ἀγησίλαον δ᾽ ἐπαναχωρῆσαι πρὸς τὰ ὅπλα. ἐπεὶ δ᾽ ἐκεῖνοι μὲν ἐγνώσθησαν φίλοι ὄντες, Ἀγησίλαος δὲ ἐκεκαλλιέρητο, ἐξ ἀρίστου προῆγε τὸ στράτευμα. ἑσπέρας δ᾽ ἐπιγιγνομένης ἔλαθε στρατοπεδευσάμενος εἰς τὸν ὄπισθεν κόλπον τῆς Μαντινικῆς, μάλα σύνεγγυς καὶ κύκλῳ ὄρη ἔχοντα. [6.5.18] τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ ἅμα τῇ ἡμέρᾳ ἐθύετο μὲν πρὸ τοῦ στρατεύματος· ἰδὼν δὲ συλλεγομένους ἐκ τῆς τῶν Μαντινέων πόλεως ἐπὶ τοῖς ὄρεσι τοῖς ὑπὲρ τῆς οὐρᾶς τοῦ ἑαυτῶν στρατεύματος, ἔγνω ἐξακτέον εἶναι τὴν ταχίστην ἐκ τοῦ κόλπου. εἰ μὲν οὖν αὐτὸς ἀφηγοῖτο, ἐφοβεῖτο μὴ τῇ οὐρᾷ ἐπίθοιντο οἱ πολέμιοι· ἡσυχίαν δὲ ἔχων καὶ τὰ ὅπλα πρὸς τοὺς πολεμίους φαίνων, ἀναστρέψαντας ἐκέλευε τοὺς ἀπ᾽ οὐρᾶς εἰς δόρυ ὄπισθεν τῆς φάλαγγος ἡγεῖσθαι πρὸς αὐτόν· καὶ οὕτως ἅμα ἔκ τε τοῦ στενοῦ ἐξῆγε καὶ ἰσχυροτέραν ἀεὶ τὴν φάλαγγα ἐποιεῖτο. [6.5.19] ἐπειδὴ δὲ ἐδεδίπλωτο ἡ φάλαγξ, οὕτως ἔχοντι τῷ ὁπλιτικῷ προελθὼν εἰς τὸ πεδίον ἐξέτεινε πάλιν ἐπ᾽ ἐννέα ἢ δέκα τὸ στράτευμα ἀσπίδων. οἱ μέντοι Μαντινεῖς οὐκέτι ἐξῇσαν· καὶ γὰρ οἱ Ἠλεῖοι συστρατευόμενοι αὐτοῖς ἔπειθον μὴ ποιεῖσθαι μάχην, πρὶν οἱ Θηβαῖοι παραγένοιντο· εὖ δὲ εἰδέναι ἔφασαν ὅτι παρέσοιντο· καὶ γὰρ δέκα τάλαντα δεδανεῖσθαι αὐτοὺς παρὰ σφῶν εἰς τὴν βοήθειαν. [6.5.20] οἱ μὲν δὴ Ἀρκάδες ταῦτα ἀκούσαντες ἡσυχίαν εἶχον ἐν τῇ Μαντινείᾳ· ὁ δ᾽ Ἀγησίλαος καὶ μάλα βουλόμενος ἀπάγειν τὸ στράτευμα, καὶ γὰρ ἦν μέσος χειμών, ὅμως ἐκεῖ κατέμεινε τρεῖς ἡμέρας, οὐ πολὺ ἀπέχων τῆς Μαντινέων πόλεως, ὅπως μὴ δοκοίη φοβούμενος σπεύδειν τὴν ἄφοδον. τῇ δὲ τετάρτῃ πρῲ ἀριστοποιησάμενος ἀπῆγεν ὡς στρατοπεδευσόμενος ἔνθαπερ τὸ πρῶτον ἀπὸ τῆς Εὐταίας ἐξώρμητο. [6.5.21] ἐπεὶ δὲ οὐδεὶς ἐφαίνετο τῶν Ἀρκάδων, ἦγε τὴν ταχίστην εἰς τὴν Εὔταιαν, καίπερ μάλα ὀψίζων, βουλόμενος ἀπαγαγεῖν τοὺς ὁπλίτας πρὶν καὶ τὰ πυρὰ τῶν πολεμίων ἰδεῖν, ἵνα μή τις εἴποι ὡς φεύγων ἀπαγάγοι. ἐκ γὰρ τῆς πρόσθεν ἀθυμίας ἐδόκει τι ἀνειληφέναι τὴν πόλιν, ὅτι καὶ ἐνεβεβλήκει εἰς τὴν Ἀρκαδίαν καὶ δῃοῦντι τὴν χώραν οὐδεὶς ἠθελήκει μάχεσθαι. ἐπεὶ δ᾽ ἐν τῇ Λακωνικῇ ἐγένετο, τοὺς μὲν Σπαρτιάτας ἀπέλυσεν οἴκαδε, τοὺς δὲ περιοίκους ἀφῆκεν ἐπὶ τὰς ἑαυτῶν πόλεις.

[6.5.10] Ενώ συνέβαιναν τούτα, κάπου οχτακόσιοι Τεγεάτες —οπαδοί του Στασίππου— κατέφυγαν στη Λακεδαίμονα. Ύστερα απ᾽ αυτό οι Λακεδαιμόνιοι έκριναν ότι σύμφωνα με τη συνθήκη ειρήνης έπρεπε να πάρουν το μέρος των Τεγεατών εκείνων που είχαν σκοτωθεί κι εξοριστεί· αποφάσισαν λοιπόν να εκστρατεύσουν εναντίον των Μαντινέων με τη δικαιολογία ότι τούτοι, με την επίθεσή τους κατά των Τεγεατών, είχαν παραβιάσει τη συνθήκη. Οι έφοροι κήρυξαν επιστράτευση, και η πόλη ανέθεσε στον Αγησίλαο την αρχηγία.
[6.5.11] Στο μεταξύ οι υπόλοιποι Αρκάδες συγκεντρώνονταν στην Ασέα· επειδή όμως οι Ορχομένιοι όχι μόνο αρνήθηκαν να μετάσχουν στην Αρκαδική Ομοσπονδία —εξαιτίας της έχθρας τους για τους Μαντινείς— αλλά δέχτηκαν στην πόλη τους και τους μισθοφόρους που είχαν συγκεντρωθεί στην Κόρινθο με αρχηγό τον Πολύτροπο, οι Μαντινείς παρέμειναν στον τόπο τους για να τους επιτηρούν. Οι Ηραείς κι οι Λεπρεάτες πάλι εξεστράτευσαν μαζί με τους Λακεδαιμονίους εναντίον των Μαντινέων.
[6.5.12] Αφού πέτυχε η θυσία του στο διάβα των συνόρων, ο Αγησίλαος προχώρησε αμέσως εναντίον της Αρκαδίας. Κατέλαβε την Εύταια —παραμεθοριακή πόλη— όπου βρήκε μόνο τους γέρους, τις γυναίκες και τα παιδιά να ᾽χουν μείνει στα σπίτια τους, ενώ όσοι είχαν στρατεύσιμη ηλικία είχαν πάει να ενωθούν με τους υπόλοιπους Αρκάδες. Μολοντούτο δεν έβλαψε την πόλη, κι άφησε τους κατοίκους απείραχτους: ό,τι χρειάζονταν οι στρατιώτες του, το αγόραζαν — κι ό,τι τυχόν είχαν λαφυραγωγήσει, μπαίνοντας στην πόλη, φρόντισε να βρεθεί και να επιστραφεί. Εκτός απ᾽ αυτό τους επισκεύασε και τα τείχη, όπου ήταν αναγκαίο, ενόσω καθόταν εκεί περιμένοντας τους μισθοφόρους του Πολυτρόπου.
[6.5.13] Οι Μαντινείς, στο μεταξύ, εξεστράτευσαν εναντίον του Ορχομενού. Η έφοδος που έκαναν στα τείχη του απέτυχε τελείως και τους στοίχισε μερικούς νεκρούς. Κατόπιν έφτασαν, υποχωρώντας στην Ελυμία χωρίς να τους ακολουθήσουν οι Ορχομένιοι οπλίτες· οι πελταστές του Πολυτρόπου όμως τους έκαναν τολμηρές επιθέσεις, κι οι Μαντινείς κατάλαβαν ότι αν δεν τους απέκρουαν, θα σκοτώνονταν πολλοί δικοί τους από τ᾽ ακόντια: γύρισαν λοιπόν πίσω και επιτέθηκαν εναντίον τους. [6.5.14] Ο Πολύτροπος σκοτώθηκε επιτόπου πολεμώντας, και πολλοί από τους υπόλοιπους θα είχαν σκοτωθεί πάνω στη φυγή τους αν δεν επενέβαινε το ιππικό των Φλειασίων, που επιτέθηκε στους Μαντινείς από τα νώτα και τους ανάγκασε να σταματήσουν την καταδίωξη. Ύστερα απ᾽ αυτήν την επιτυχία τους, οι Μαντινείς γύρισαν στον τόπο τους.
[6.5.15] Ο Αγησίλαος τα ᾽μαθε αυτά και σκέφτηκε πως δεν θα ᾽ρχονταν πια να ενωθούν μαζί του οι μισθοφόροι από τον Ορχομενό· ξεκίνησε λοιπόν και την πρώτη μέρα δείπνησε στο έδαφος της Τεγέας. Την άλλη μέρα πέρασε στο έδαφος της Μαντίνειας, στρατοπέδευσε στους πρόποδες των βουνών που βρίσκονται στα δυτικά της κι αποκεί βάλθηκε να καταστρέφει τη χώρα και συνάμα να λεηλατεί τ᾽ αγροκτήματα. Στο μεταξύ, όσοι Αρκάδες είχαν συγκεντρωθεί στην Ασέα προχώρησαν νύχτα ώς την Τεγέα. [6.5.16] Την επομένη ο Αγησίλαος στρατοπέδευσε σ᾽ απόσταση περίπου είκοσι σταδίων από τη Μαντίνεια· ταυτόχρονα έφτασαν από την Τεγέα —ακολουθώντας τα βουνά που τη χωρίζουν από τη Μαντίνεια— πολλοί Αρκάδες οπλίτες, με σκοπό να ενωθούν με τους Μαντινείς μια και δεν είχαν τη συνδρομή όλων των Αργείων. Μερικοί παρακινούσαν τον Αγησίλαο να τους επιτεθεί χωριστά, αυτός όμως φοβήθηκε μήπως, την ώρα που θα βάδιζε εναντίον των Αρκάδων, έβγαιναν από την πόλη τους οι Μαντινείς και τον χτυπούσαν από το πλάι κι από τα νώτα· θεώρησε λοιπόν προτιμότερο να τους αφήσει να ενωθούν και κατόπιν, αν ήθελαν να δώσουν μάχη, να τους πολεμήσει στ᾽ ανοιχτά και σύμφωνα με τους κανόνες.
Ύστερα από τη συνένωση όλων των Αρκάδων, [6.5.17] οι πελταστές από τον Ορχομενό, μαζί με το ιππικό των Φλειασίων, πέρασαν νύχτα έξω από τη Μαντίνεια και με τα ξημερώματα παρουσιάστηκαν μπροστά στον Αγησίλαο την ώρα που έκανε θυσία έξω από το στρατόπεδο· το αποτέλεσμα ήταν να τρέξουν οι υπόλοιποι Λακεδαιμόνιοι να καταλάβουν θέσεις μάχης, κι ο ίδιος ο Αγησίλαος να γυρίσει πίσω στο στρατόπεδο. Όταν διαπιστώθηκε ωστόσο ότι ήταν φιλικές δυνάμεις, κι αφού πέτυχε η θυσία του, ο Αγησίλαος ξεκίνησε μετά το γεύμα με τον στρατό του. Την ώρα που βράδιαζε στρατοπέδευσε χωρίς να γίνει αντιληπτός στην κοιλάδα, πίσω από την περιοχή της Μαντίνειας, που περισφίγγεται από πολύ κοντινά βουνά.
[6.5.18] Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, έκανε θυσία μπροστά στο στράτευμα· βλέποντας όμως να συγκεντρώνονται δυνάμεις από τη Μαντίνεια στα βουνά που δέσποζαν πάνω από την οπισθοφυλακή του, αποφάσισε να βγάλει τον στρατό του το γρηγορότερο από την κοιλάδα. Επειδή ωστόσο φοβήθηκε ότι αν πήγαινε ο ίδιος μπροστά θα χτυπούσε ο εχθρός την οπισθοφυλακή, έμεινε εκεί που ήταν, με το μέτωπο προς τον εχθρό· ταυτόχρονα πρόσταξε την οπισθοφυλακή να κάνει στροφή προς τα δεξιά και να προχωρήσει πίσω από τη φάλαγγα προς το μέρος του· μ᾽ αυτόν τον τρόπο άρχισε να βγάζει τον στρατό από τα στενά και συγχρόνως δυνάμωνε διαρκώς τη φάλαγγά του. [6.5.19] Όταν πια διπλασιάστηκε η φάλαγγα σε βάθος, έβγαλε τους οπλίτες στην πεδιάδα μ᾽ αυτόν τον σχηματισμό, και κατόπιν άπλωσε ξανά την παράταξή του σε βάθος εννιά ή δέκα ασπίδων.
Οι Μαντινείς, ωστόσο, δεν έβγαιναν τώρα από την πόλη τους. Οι Ηλείοι, που εξεστράτευαν μαζί τους, τους συμβούλευαν να μη δώσουν μάχη πριν φτάσει ενίσχυση από τη Θήβα· το ᾽ξεραν καλά πως θα ᾽ρχόταν, έλεγαν, μια και οι Θηβαίοι τούς είχαν δανειστεί δέκα τάλαντα για να τη στείλουν. [6.5.20] Ακούγοντας λοιπόν αυτά οι Αρκάδες δεν μετακινήθηκαν από τη Μαντίνεια. Ο Αγησίλαος πάλι ήθελε πολύ να πάρει τον στρατό του και να φύγει, γιατί ήταν καταμεσής του χειμώνα· έμεινε μολοντούτο εκεί τρεις μέρες, σε μικρή απόσταση από την πόλη της Μαντίνειας, για να μη δώσει την εντύπωση ότι από φόβο επισπεύδει την αποχώρησή του. Την τέταρτη μέρα έβαλε τους άνδρες να γευματίσουν νωρίς και ύστερα ξεκίνησε, με σκοπό να στρατοπεδεύσει στο ίδιο σημείο όπου είχε πρωτοσταματήσει ξεκινώντας από την Εύταια. [6.5.21] Καθώς όμως δεν παρουσιάστηκαν καθόλου Αρκάδες, και μόλο που ήταν πολύ αργά, συνέχισε την πορεία με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα ώς την ίδια την Εύταια, θέλοντας να έχει ξεμακρύνει με τους οπλίτες του πριν ακόμα φανούν οι φωτιές των εχθρών. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο κανείς δεν θα μπορούσε να ονομάσει την αποχώρησή του φυγή· κατά τ᾽ άλλα έμοιαζε να ᾽χει συντελέσει σε κάποιαν αναπτέρωση του πεσμένου ηθικού των συμπολιτών του, αφού εισέβαλε στην Αρκαδία και λεηλάτησε τη χώρα χωρίς κανένας να θελήσει να αναμετρηθεί μαζί του σε μάχη. Σαν έφτασε στο έδαφος της Λακωνίας απέλυσε τα στρατεύματά του, στέλνοντας τους Σπαρτιάτες στα σπίτια τους και τους περιοίκους στις πόλεις τους.