Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (7.2.35-7.3.12)

[7.2.35] Τί ἂν οὖν, ἔφη ὁ Ξενοφῶν, σὺ δύναιο, εἰ ἔλθοιμεν, τῇ τε στρατιᾷ διδόναι καὶ τοῖς λοχαγοῖς καὶ τοῖς στρατηγοῖς; λέξον, ἵνα οὗτοι ἀπαγγέλλωσιν. [7.2.36] ὁ δ᾽ ὑπέσχετο τῷ μὲν στρατιώτῃ κυζικηνόν, τῷ δὲ λοχαγῷ διμοιρίαν, τῷ δὲ στρατηγῷ τετραμοιρίαν, καὶ γῆν ὁπόσην ἂν βούλωνται καὶ ζεύγη καὶ χωρίον ἐπὶ θαλάττῃ τετειχισμένον. [7.2.37] Ἐὰν δέ, ἔφη ὁ Ξενοφῶν, ταῦτα πειρώμενοι μὴ διαπράξωμεν, ἀλλά τις φόβος ἀπὸ Λακεδαιμονίων ᾖ, δέξῃ εἰς τὴν σεαυτοῦ, ἐάν τις ἀπιέναι βούληται παρὰ σέ; [7.2.38] ὁ δ᾽ εἶπε· Καὶ ἀδελφούς γε ποιήσομαι καὶ ἐνδιφρίους καὶ κοινωνοὺς ἁπάντων ὧν ἂν δυνώμεθα κτᾶσθαι. σοὶ δέ, ὦ Ξενοφῶν, καὶ θυγατέρα δώσω καὶ εἴ τις σοὶ ἔστι θυγάτηρ, ὠνήσομαι Θρᾳκίῳ νόμῳ, καὶ Βισάνθην οἴκησιν δώσω, ὅπερ ἐμοὶ κάλλιστον χωρίον ἐστὶ τῶν ἐπὶ θαλάττῃ.
[7.3.1] Ἀκούσαντες ταῦτα καὶ δεξιὰς δόντες καὶ λαβόντες ἀπήλαυνον· καὶ πρὸ ἡμέρας ἐγένοντο ἐπὶ στρατοπέδῳ καὶ ἀπήγγειλαν ἕκαστοι τοῖς πέμψασιν. [7.3.2] ἐπεὶ δὲ ἡμέρα ἐγένετο, ὁ μὲν Ἀρίσταρχος πάλιν ἐκάλει τοὺς στρατηγούς· τοῖς δ᾽ ἔδοξε τὴν μὲν πρὸς Ἀρίσταρχον ὁδὸν ἐᾶσαι, τὸ δὲ στράτευμα συγκαλέσαι. καὶ συνῆλθον πάντες πλὴν οἱ Νέωνος· οὗτοι δὲ ἀπεῖχον ὡς δέκα στάδια. [7.3.3] ἐπεὶ δὲ συνῆλθον, ἀναστὰς Ξενοφῶν εἶπε τάδε. Ἄνδρες, διαπλεῖν μὲν ἔνθα βουλόμεθα Ἀρίσταρχος τριήρεις ἔχων κωλύει· ὥστε εἰς πλοῖα οὐκ ἀσφαλὲς ἐμβαίνειν· οὗτος δὲ αὑτὸς κελεύει εἰς Χερρόνησον βίᾳ διὰ τοῦ ἱεροῦ ὄρους πορεύεσθαι· ἢν δὲ κρατήσαντες τούτου ἐκεῖσε ἔλθωμεν, οὔτε πωλήσειν ἔτι ὑμᾶς φησιν ὥσπερ ἐν Βυζαντίῳ, οὔτε ἐξαπατήσεσθαι ἔτι ὑμᾶς, ἀλλὰ λήψεσθαι μισθόν, οὔτε περιόψεσθαι ἔτι ὥσπερ νυνὶ δεομένους τῶν ἐπιτηδείων. [7.3.4] οὗτος μὲν ταῦτα λέγει· Σεύθης δέ φησιν, ἂν πρὸς ἐκεῖνον ἴητε, εὖ ποιήσειν ὑμᾶς. νῦν οὖν σκέψασθε πότερον ἐνθάδε μένοντες τοῦτο βουλεύσεσθε ἢ εἰς τὰ ἐπιτήδεια ἐπανελθόντες. [7.3.5] ἐμοὶ μὲν οὖν δοκεῖ, ἐπεὶ ἐνθάδε οὔτε ἀργύριον ἔχομεν ὥστε ἀγοράζειν οὔτε ἄνευ ἀργυρίου ἐῶσι λαμβάνειν, ἐπανελθόντας εἰς τὰς κώμας ὅθεν οἱ ἥττους ἐῶσι λαμβάνειν, ἐκεῖ ἔχοντας τὰ ἐπιτήδεια ἀκούοντας ὅ τι τις ἡμῶν δεῖται, αἱρεῖσθαι ὅ τι ἂν ἡμῖν δοκῇ κράτιστον εἶναι. [7.3.6] καὶ ὅτῳ γε, ἔφη, ταῦτα δοκεῖ, ἀράτω τὴν χεῖρα. ἀνέτειναν ἅπαντες. Ἀπιόντες τοίνυν, ἔφη, συσκευάζεσθε, καὶ ἐπειδὰν παραγγέλλῃ τις, ἕπεσθε τῷ ἡγουμένῳ.
[7.3.7] Μετὰ ταῦτα Ξενοφῶν μὲν ἡγεῖτο, οἱ δ᾽ εἵποντο. Νέων δὲ καὶ †παρ᾽ Ἀριστάρχου ἄλλοι† ἔπειθον ἀποτρέπεσθαι· οἱ δ᾽ οὐχ ὑπήκουον. ἐπεὶ δ᾽ ὅσον τριάκοντα στάδια προεληλύθεσαν, ἀπαντᾷ Σεύθης. καὶ ὁ Ξενοφῶν ἰδὼν αὐτὸν προσελάσαι ἐκέλευσεν, ὅπως ὅτι πλείστων ἀκουόντων εἴποι αὐτῷ ἃ ἐδόκει συμφέρειν. [7.3.8] ἐπεὶ δὲ προσῆλθεν, εἶπε Ξενοφῶν· Ἡμεῖς πορευόμεθα ὅπου μέλλει ἕξειν τὸ στράτευμα τροφήν· ἐκεῖ δ᾽ ἀκούοντες καὶ σοῦ καὶ τῶν τοῦ Λακωνικοῦ αἱρησόμεθα ἃ ἂν κράτιστα δοκῇ εἶναι. ἢν οὖν ἡμῖν ἡγήσῃ ὅπου πλεῖστά ἐστιν ἐπιτήδεια, ὑπὸ σοῦ νομιοῦμεν ξενίζεσθαι. [7.3.9] καὶ ὁ Σεύθης ἔφη· Ἀλλὰ οἶδα κώμας πολλὰς ἁθρόας καὶ πάντα ἐχούσας τὰ ἐπιτήδεια ἀπεχούσας ἡμῶν ὅσον διελθόντες ἂν ἡδέως ἀριστῴητε. Ἡγοῦ τοίνυν, ἔφη ὁ Ξενοφῶν. [7.3.10] ἐπεὶ δ᾽ ἀφίκοντο εἰς αὐτὰς τῆς δείλης, συνῆλθον οἱ στρατιῶται, καὶ εἶπε Σεύθης τοιάδε. Ἐγώ, ὦ ἄνδρες, δέομαι ὑμῶν στρατεύεσθαι σὺν ἐμοί, καὶ ὑπισχνοῦμαι ὑμῖν δώσειν τοῖς στρατιώταις κυζικηνόν, λοχαγοῖς δὲ καὶ στρατηγοῖς τὰ νομιζόμενα· ἔξω δὲ τούτων τὸν ἄξιον τιμήσω. σῖτα δὲ καὶ ποτὰ ὥσπερ καὶ νῦν ἐκ τῆς χώρας λαμβάνοντες ἕξετε· ὁπόσα δ᾽ ἂν ἁλίσκηται ἀξιώσω αὐτὸς ἔχειν, ἵνα ταῦτα διατιθέμενος ὑμῖν τὸν μισθὸν πορίζω. [7.3.11] καὶ τὰ μὲν φεύγοντα καὶ ἀποδιδράσκοντα ἡμεῖς ἱκανοὶ ἐσόμεθα διώκειν καὶ μαστεύειν· ἂν δέ τις ἀνθιστῆται, σὺν ὑμῖν πειρασόμεθα χειροῦσθαι. [7.3.12] ἐπήρετο ὁ Ξενοφῶν· Πόσον δὲ ἀπὸ θαλάττης ἀξιώσεις συνέπεσθαί σοι τὸ στράτευμα; ὁ δ᾽ ἀπεκρίνατο· Οὐδαμῇ πλεῖον ἑπτὰ ἡμερῶν, μεῖον δὲ πολλαχῇ.

[7.2.35] «Κι αν έρθουμε μαζί σου», ρώτησε ο Ξενοφώντας, «τί θα μπορούσες να πληρώσεις στους στρατιώτες και στους λοχαγούς και στους στρατηγούς; Πες μας για να τα ανακοινώσουν αυτοί στο στρατό». [7.2.36] Εκείνος υποσχέθηκε να πληρώσει έναν κυζικηνό στον καθένα στρατιώτη, δυο στο λοχαγό και τέσσερις στο στρατηγό και να τους χαρίσει όση γη θέλουν και βόδια για ζευγάρι και οχυρωμένη τοποθεσία κοντά στη θάλασσα. [7.2.37] «Και αν, είπε ο Ξενοφώντας, παρ᾽ όλες τις προσπάθειές μας δεν τα καταφέρουμε, αλλά σταθεί εμπόδιο ο φόβος των Λακεδαιμονίων, τότε θα δεχτείς στη χώρα σου όποιον θελήσει να έρθει κοντά σου;» [7.2.38] Εκείνος αποκρίθηκε: «Και σαν αδέρφια θα τους μεταχειριστώ και στο ίδιο τραπέζι με μένα θα καθίσουν και θα έχουμε μαζί όλα όσα θα μπορέσουμε ν᾽ αποκτήσουμε. Όσο για σένα, Ξενοφώντα, και την κόρη μου θα σου δώσω γυναίκα κι αν έχεις κόρη, θα την αγοράσω για γυναίκα μου, σύμφωνα με το θρακικό έθιμο. Ακόμα θα σου χαρίσω για να μένεις τη Βισάνθη, που είναι η πιο όμορφη από τις παραθαλάσσιες τοποθεσίες που έχω».
[7.3.1] Ο Ξενοφώντας και οι δικοί του τ᾽ άκουσαν αυτά, έδωσαν τα δεξιά τους χέρια στο Σεύθη κι έπιασαν το δικό του, κι ύστερα έφυγαν. Προτού ξημερώσει, έφτασαν στο στρατόπεδο και ανακοίνωσαν, ο καθένας σε κείνους που τους έστειλαν, τις συμφωνίες. [7.3.2] Όταν ξημέρωσε, ο Αρίσταρχος κάλεσε πάλι τους στρατηγούς. Εκείνοι όμως αποφάσισαν να μην πάνε σ᾽ αυτόν, παρά να συγκεντρώσουν το στράτευμα. Και συγκεντρώθηκαν όλοι, εκτός από τους στρατιώτες του Νέωνα που είχαν στρατοπεδέψει ως δέκα στάδια μακριά. [7.3.3] Μόλις μαζεύτηκαν, σηκώθηκε ο Ξενοφώντας κι είπε τούτα εδώ: «Στρατιώτες, ο Αρίσταρχος με τις τριήρεις του μας εμποδίζει να περάσουμε απέναντι, όπως θέλουμε. Έτσι δεν υπάρχει ασφάλεια, αν μπούμε στα πλοία. Ο ίδιος μάλιστα μας προστάζει να προχωρήσουμε στη Χερσόνησο, περνώντας με τη βία το Ιερό Βουνό. Κι αν το κυριέψουμε αυτό και φτάσουμε στη Χερσόνησο, τότε λέει πως δεν θα σας ξαναπουλήσει για δούλους, όπως έκαμε όταν βρισκόμασταν στο Βυζάντιο. Υπόσχεται ακόμα πως δεν θα σας ξεγελάσει πια, παρά θα σας δώσει μισθό, και πως δεν θα βλέπει με αδιαφορία να σας λείπουν τα τρόφιμα, όπως συμβαίνει τώρα. Αυτά μας λέει. [7.3.4] Ο Σεύθης πάλι υπόσχεται πως θα σας ευεργετήσει, αν πάτε μαζί του. Τώρα λοιπόν σκεφτείτε τί προτιμάτε, να μείνετε εδώ και ν᾽ αποφασίσετε γι᾽ αυτά ή να γυρίσετε πρώτα στα χωριά όπου υπάρχουν τρόφιμα. [7.3.5] Η δική μου γνώμη πάντως είναι, μια που εδώ ούτε χρήματα έχουμε για ν᾽ αγοράζουμε τρόφιμα ούτε μας αφήνουν να τα παίρνουμε χωρίς πληρωμή, να γυρίσουμε πάλι στα χωριά, όπου οι κάτοικοι σαν αδυνατότεροι από μας δεν μας εμποδίζουν να τα προμηθευόμαστε. Εκεί έχοντας τα τρόφιμα και ακούοντας ποιές ανάγκες έχει ο καθένας μας, θα προτιμήσουμε εκείνο που θα μας φανεί πως είναι καλύτερο. [7.3.6] Σε όποιον, πρόσθεσε, φαίνονται αυτά καλά, να σηκώσει το χέρι». Όλοι τα σήκωσαν. «Πηγαίνετε τώρα, είπε στο τέλος, και ετοιμάστε τις αποσκευές σας. Και μόλις σας διατάξουν, να ακολουθείτε εκείνον που θα οδηγεί το στρατό».
[7.3.7] Ύστερα απ᾽ αυτά ο Ξενοφώντας βάδιζε επικεφαλής, κι οι στρατιώτες ακολουθούσαν. Ο Νέωνας όμως και άλλοι, που τους έστειλε ο Αρίσταρχος, προσπαθούσαν να τους καταφέρουν να γυρίσουν πίσω, αλλά εκείνοι δεν άκουγαν. Θα είχαν προχωρήσει ως τριάντα στάδια, όταν τους συνάντησε ο Σεύθης. Μόλις τον είδε ο Ξενοφώντας τον παρακάλεσε να πλησιάσει, για να του πει εκείνα που του φαίνονταν ωφέλιμα, με τρόπο που να τον ακούν όσο το δυνατό περισσότεροι στρατιώτες. [7.3.8] Εκείνος πλησίασε, και ο Ξενοφώντας είπε:
«Εμείς πάμε σε μέρος, όπου οι στρατιώτες θα βρίσκουν τρόφιμα. Εκεί θ᾽ ακούσουμε και τις δικές σου προτάσεις και του Αρίσταρχου του Λακεδαιμόνιου, και τότε θα προτιμήσουμε εκείνες που θα μας φανούν πιο ωφέλιμες. Πάντως αν μας οδηγήσεις σ᾽ έναν τόπο που θα έχει άφθονα τρόφιμα, θα νομίσουμε πως εσύ μας φιλοξενείς». [7.3.9] Και ο Σεύθης απάντησε: «Ξέρω πολλά χωριά, που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση το ένα με τ᾽ άλλο κι έχουν όλα τα τρόφιμα. Αυτά απέχουν από μας τόσο, όσο χρειάζεται να περπατήσετε για να φάτε με όρεξη». «Οδήγησέ μας λοιπόν εκεί», είπε ο Ξενοφώντας. [7.3.10] Όταν έφτασαν σ᾽ αυτά τα χωριά κατά το απόγευμα, συγκεντρώθηκαν οι στρατιώτες, και ο Σεύθης τούς είπε τούτα εδώ: «Εγώ, στρατιώτες, έχω ανάγκη να σας πάρω μαζί μου για να κάμω πόλεμο. Σας υπόσχομαι πως θα δίνω στον καθένα σας από έναν κυζικηνό, ενώ στους λοχαγούς και στους στρατηγούς θα δίνω το συνηθισμένο μισθό. Μα εκτός απ᾽ αυτά, θα τιμήσω και όποιον αξίζει. Όσο για φαγητά και πιοτά, θα τα παίρνετε από τη χώρα όπως γίνεται και σήμερα. Όλα όμως τα λάφυρα έχω την απαίτηση να είναι δικά μου, για να τα πουλώ και να σας δίνω το μισθό. [7.3.11] Τους αιχμάλωτους που θα μας ξεφεύγουν και θα δραπετεύουν, οι δικοί μου στρατιώτες θα είναι ικανοί να τους κυνηγούν και να τους αναζητούν. Αν όμως κάποιος αντιστέκεται, θα προσπαθήσουμε με τη βοήθειά σας να τον υποτάξουμε». [7.3.12] Τότε τον ρώτησε ο Ξενοφώντας: «Και σε πόση απόσταση, μακριά από τη θάλασσα, θα έχεις την απαίτηση να έρχεται μαζί σου ο στρατός;». Εκείνος απάντησε: «Σε κανένα μέρος δεν θα βαδίζουμε περισσότερο από εφτά μέρες, ενώ σε πολλά θα βαδίζουμε λιγότερο».