Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (7.2.23-7.2.34)

[7.2.23] Ἐπεὶ δ᾽ ἐγγὺς ἦσαν, ἐκέλευσεν εἰσελθεῖν Ξενοφῶντα ἔχοντα δύο οὓς βούλοιτο. ἐπειδὴ δ᾽ ἔνδον ἦσαν, ἠσπάζοντο μὲν πρῶτον ἀλλήλους καὶ κατὰ τὸν Θρᾴκιον νόμον κέρατα οἴνου προύπινον· παρῆν δὲ καὶ Μηδοσάδης τῷ Σεύθῃ, ὅσπερ ἐπρέσβευεν αὐτῷ πάντοσε. [7.2.24] ἔπειτα δὲ Ξενοφῶν ἤρχετο λέγειν· Ἔπεμψας πρὸς ἐμέ, ὦ Σεύθη, εἰς Καλχηδόνα πρῶτον Μηδοσάδην τουτονί, δεόμενός μου συμπροθυμηθῆναι διαβῆναι τὸ στράτευμα ἐκ τῆς Ἀσίας, καὶ ὑπισχνούμενός μοι, εἰ ταῦτα πράξαιμι, εὖ ποιήσειν, ὡς ἔφη Μηδοσάδης οὗτος. [7.2.25] ταῦτα εἰπὼν ἐπήρετο τὸν Μηδοσάδην εἰ ἀληθῆ ταῦτα εἴη. ὁ δ᾽ ἔφη. Αὖθις ἦλθε Μηδοσάδης οὗτος ἐπεὶ ἐγὼ διέβην πάλιν ἐπὶ τὸ στράτευμα ἐκ Παρίου, ὑπισχνούμενος, εἰ ἄγοιμι τὸ στράτευμα πρὸς σέ, τἆλλα τέ σε φίλῳ μοι χρήσεσθαι καὶ ἀδελφῷ καὶ τὰ παρὰ θαλάττῃ μοι χωρία ὧν σὺ κρατεῖς ἔσεσθαι παρὰ σοῦ. [7.2.26] ἐπὶ τούτοις πάλιν ἤρετο τὸν Μηδοσάδην εἰ ἔλεγε ταῦτα. ὁ δὲ συνέφη καὶ ταῦτα. Ἴθι νυν, ἔφη, ἀφήγησαι τούτῳ τί σοι ἀπεκρινάμην ἐν Καλχηδόνι πρῶτον. [7.2.27] Ἀπεκρίνω ὅτι τὸ στράτευμα διαβήσοιτο εἰς Βυζάντιον καὶ οὐδὲν τούτου ἕνεκα δέοι τελεῖν οὔτε σοὶ οὔτε ἄλλῳ· αὐτὸς δὲ ἐπεὶ διαβαίης, ἀπιέναι ἔφησθα· καὶ ἐγένετο οὕτως ὥσπερ σὺ ἔλεγες. [7.2.28] Τί γὰρ ἔλεγον, ἔφη, ὅτε κατὰ Σηλυμβρίαν ἀφίκου; Οὐκ ἔφησθα οἷόν τε εἶναι, ἀλλ᾽ εἰς Πέρινθον ἐλθόντας διαβαίνειν εἰς τὴν Ἀσίαν. [7.2.29] Νῦν τοίνυν, ἔφη ὁ Ξενοφῶν, πάρειμι καὶ ἐγὼ καὶ οὗτος Φρυνίσκος εἷς τῶν στρατηγῶν καὶ Πολυκράτης οὗτος εἷς τῶν λοχαγῶν, καὶ ἔξω εἰσὶν ἀπὸ τῶν στρατηγῶν ὁ πιστότατος ἑκάστῳ πλὴν Νέωνος τοῦ Λακωνικοῦ. [7.2.30] εἰ οὖν βούλει πιστοτέραν εἶναι τὴν πρᾶξιν, καὶ ἐκείνους κάλεσαι. τὰ δὲ ὅπλα σὺ ἐλθὼν εἰπέ, ὦ Πολύκρατες, ὅτι ἐγὼ κελεύω καταλιπεῖν, καὶ αὐτὸς ἐκεῖ καταλιπὼν τὴν μάχαιραν εἴσιθι.
[7.2.31] Ἀκούσας ταῦτα ὁ Σεύθης εἶπεν ὅτι οὐδενὶ ἂν ἀπιστήσειεν Ἀθηναίων· καὶ γὰρ ὅτι συγγενεῖς εἶεν εἰδέναι καὶ φίλους εὔνους ἔφη νομίζειν. μετὰ ταῦτα δ᾽ ἐπεὶ εἰσῆλθον οὓς ἔδει, πρῶτον Ξενοφῶν ἐπήρετο Σεύθην ὅ τι δέοιτο χρῆσθαι τῇ στρατιᾷ. [7.2.32] ὁ δὲ εἶπεν ὧδε. Μαισάδης ἦν πατήρ μοι, ἐκείνου δὲ ἦν ἀρχὴ Μελανδῖται καὶ Θυνοὶ καὶ Τρανίψαι. ἐκ ταύτης οὖν τῆς χώρας, ἐπεὶ τὰ Ὀδρυσῶν πράγματα ἐνόσησεν, ἐκπεσὼν ὁ πατὴρ αὐτὸς μὲν ἀποθνῄσκει νόσῳ, ἐγὼ δ᾽ ἐξετράφην ὀρφανὸς παρὰ Μηδόκῳ τῷ νῦν βασιλεῖ. [7.2.33] ἐπεὶ δὲ νεανίσκος ἐγενόμην, οὐκ ἐδυνάμην ζῆν εἰς ἀλλοτρίαν τράπεζαν ἀποβλέπων· καὶ ἐκαθεζόμην ἐνδίφριος αὐτῷ ἱκέτης δοῦναί μοι ὁπόσους δυνατὸς εἴη ἄνδρας, ὅπως καὶ τοὺς ἐκβαλόντας ἡμᾶς εἴ τι δυναίμην κακὸν ποιοίην καὶ ζῴην μὴ εἰς τὴν ἐκείνου τράπεζαν ἀποβλέπων. [7.2.34] ἐκ τούτου μοι δίδωσι τοὺς ἄνδρας καὶ τοὺς ἵππους οὓς ὑμεῖς ὄψεσθε ἐπειδὰν ἡμέρα γένηται. καὶ νῦν ἐγὼ ζῶ τούτους ἔχων, λῃζόμενος τὴν ἐμαυτοῦ πατρῴαν χώραν. εἰ δέ μοι ὑμεῖς παραγένοισθε, οἶμαι ἂν σὺν τοῖς θεοῖς ῥᾳδίως ἀπολαβεῖν τὴν ἀρχήν. ταῦτ᾽ ἐστὶν ἃ ἐγὼ δέομαι.

[7.2.23] Όταν ζύγωσαν, ο Σεύθης έδωσε διαταγή να βάλουν μέσα τον Ξενοφώντα και δυο δικούς του, όποιους ήθελε. Την ώρα που μπήκαν, πρώτα πρώτα χαιρέτησαν ο ένας τον άλλον κι ύστερα άρχισαν τις προπόσεις με κρασί που βρισκόταν μέσα σε κεράτινες κούπες, σύμφωνα με το θρακικό έθιμο. Δίπλα στο Σεύθη έστεκε κι ο Μηδοσάδης, που πήγαινε σαν αντιπρόσωπός του παντού. [7.2.24] Κατόπιν άρχισε να μιλάει ο Ξενοφώντας: «Μου έστειλες, Σεύθη, πρώτα στη Χαλκηδόνα τούτον εδώ το Μηδοσάδη και με παρακαλούσες να φροντίσω να περάσει ο στρατός από την Ασία στη δική σου χώρα. Και, όπως μου είπε ο Μηδοσάδης, υποσχόσουν πως, αν το κατάφερνα, θα με ευεργετούσες». [7.2.25] Μόλις τα είπε, ρώτησε το Μηδοσάδη αν αυτά ήταν αληθινά, κι εκείνος απάντησε «ναι». «Ξαναήρθε ο Μηδοσάδης, όταν εγώ από το Πάριο πέρασα απέναντι για να συναντήσω το στρατό, και μου έδωσε την υπόσχεση πως, αν σου φέρω τους στρατιώτες, και φίλο και αδερφό θα με θεωρείς σε όλα και θα μου δώσεις όσα παραθαλάσσια μέρη εξουσιάζεις». [7.2.26] Ύστερα ξαναρώτησε το Μηδοσάδη αν του τα είπε αυτά, κι εκείνος συμφώνησε πάλι. «Έλα λοιπόν», είπε, «να διηγηθείς στο Σεύθη ποιά απάντηση σου έδωσα, πρώτα στη Χαλκηδόνα». [7.2.27] «Μου αποκρίθηκες πως ο στρατός θα περάσει στο Βυζάντιο και γι᾽ αυτό δεν υπάρχει ανάγκη να πληρώσει τίποτα ούτε σε σένα ούτε σε άλλον. Κι ακόμα μου είπες πως εσύ θα φύγεις, μόλις περάσεις απέναντι. Κι έκαμες έτσι, όπως έλεγες». [7.2.28] «Και τί σου έλεγα, όταν ήρθες στη Σηλυβρία;». «Μου είπες πως δεν ήταν δυνατό να γίνει τίποτε, γιατί θα πάτε στην Πέρινθο κι ύστερα από κει θα περάσετε στην Ασία». [7.2.29] «Τώρα λοιπόν», είπε ο Ξενοφώντας, «βρίσκομαι εδώ κι εγώ κι ένας από τους στρατηγούς, αυτός ο Φρυνίσκος, κι ένας λοχαγός, τούτος ο Πολυκράτης. Έξω από τον πύργο βρίσκονται κι άλλοι, δηλαδή ο πιο έμπιστος στρατιώτης κάθε στρατηγού, εκτός από το Νέωνα το Λακεδαιμόνιο, που δεν έστειλε. [7.2.30] Γι᾽ αυτό αν θέλεις να έχει μεγαλύτερο κύρος η συμφωνία, φώναξέ τους κι εκείνους. Πήγαινε, Πολυκράτη, και πες τους πως εγώ προστάζω ν᾽ αφήσουν έξω τα όπλα τους, όταν μπουν· κι εσύ ο ίδιος ν᾽ αφήσεις το μαχαίρι σου, κι ύστερα να μπεις».
[7.2.31] Όταν τ᾽ άκουσε ο Σεύθης, είπε πως σε όλους τους Αθηναίους έχει εμπιστοσύνη. Γιατί ξέρει πως ανάμεσα σ᾽ αυτόν και σε κείνους υπάρχει συγγένεια κι έτσι τους θεωρεί αγαπημένους φίλους. Ύστερα μπήκαν κι οι άλλοι που ήταν απαραίτητοι, και ο Ξενοφώντας ρώτησε το Σεύθη πρώτα πρώτα σε τί ήθελε να χρησιμοποιήσει το στρατό. [7.2.32] Εκείνος έδωσε τούτη την απάντηση: «Ο Μαισάδης ήταν πατέρας μου, και στην εξουσία του ανήκαν οι Μελανδίτες, οι Θυνοί και οι Τρανίψες. Απ᾽ αυτήν τη χώρα διώχτηκε ο πατέρας μου, όταν η κατάσταση των Οδρυσών δεν ήταν καλή, κι αρρώστησε και πέθανε. Εγώ ανατράφηκα ορφανός κοντά στο Μήδοκο τον τωρινό βασιλιά. [7.2.33] Μα όταν έγινα νέος, δεν μπορούσα να ζω και να κάθομαι σε ξένο τραπέζι. Γι᾽ αυτό κάθισα σαν ικέτης σ᾽ ένα σκαμνί και τον παρακαλούσα να μου δώσει όσους άντρες μπορούσε, ώστε και κείνους που μας έδιωξαν από τη χώρα να κατορθώσω να εκδικηθώ και να ζω χωρίς να τρώγω στο τραπέζι του. [7.2.34] Τότε μου δίνει τους άντρες και τα άλογα που θα δείτε, όταν ξημερώσει. Και τώρα πια ζω λεηλατώντας μ᾽ αυτούς την πατρική μου χώρα. Αν όμως εσείς έρθετε μαζί μου, νομίζω πως με τη βοήθεια των θεών εύκολα θα πάρω την εξουσία. Γι᾽ αυτήν τη δουλειά σάς χρειάζομαι».