Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Ρητορική (1405b-1406b)
[III] Τὰ δὲ ψυχρὰ ἐν τέτταρσι γίγνεται κατὰ τὴν λέξιν, ἔν τε τοῖς διπλοῖς ὀνόμασιν, οἷον Λυκόφρων «τὸν πολυπρόσωπον οὐρανὸν τῆς μεγαλοκορύφου γῆς», καὶ «ἀκτὴν δὲ στενοπόρον», καὶ ὡς Γοργίας ὠνόμαζεν «πτωχομουσοκόλοκας ἐπιορκήσαντας [1406a] κατ᾽ εὐορκήσαντος», καὶ ὡς Ἀλκιδάμας «μένους μὲν τὴν ψυχὴν πληρουμένην, πυρίχρων δὲ τὴν ὄψιν γιγνομένην», καὶ «τελεσφόρον» ᾠήθη τὴν προθυμίαν αὐτῶν γενήσεσθαι, καὶ «τελεσφόρον» τὴν πειθὼ τῶν λόγων κατέστησεν, καὶ «κυανόχρων» τὸ τῆς θαλάττης ἔδαφος· πάντα ταῦτα γὰρ ποιητικὰ διὰ τὴν δίπλωσιν φαίνεται. μία μὲν οὖν αὕτη αἰτία, μία δὲ τὸ χρῆσθαι γλώτταις, οἷον Λυκόφρων Ξέρξην «πέλωρον ἄνδρα», καὶ Σκίρων «σίνις ἀνήρ», καὶ Ἀλκιδάμας «ἄθυρμα τῇ ποιήσει», καὶ «τὴν τῆς φύσεως ἀτασθαλίαν», καὶ «ἀκράτῳ τῆς διανοίας ὀργῇ τεθηγμένον». τρίτον δ᾽ ἐν τοῖς ἐπιθέτοις τὸ ἢ μακροῖς ἢ ἀκαίροις ἢ πυκνοῖς χρῆσθαι· ἐν μὲν γὰρ ποιήσει πρέπει «γάλα λευκὸν» εἰπεῖν, ἐν δὲ λόγῳ τὰ μὲν ἀπρεπέστερα· τὰ δέ, ἂν ᾖ κατακορῆ, ἐξελέγχει καὶ ποιεῖ φανερὸν ὅτι ποίησις ἐστίν, ἐπεὶ δεῖ γε χρῆσθαι αὐτοῖς (ἐξαλλάττει γὰρ τὸ εἰωθὸς καὶ ξενικὴν ποιεῖ τὴν λέξιν), ἀλλὰ δεῖ στοχάζεσθαι τοῦ μετρίου, ἐπεὶ μεῖζον ποιεῖ κακὸν τοῦ εἰκῇ λέγειν· ἡ μὲν γὰρ οὐκ ἔχει τὸ εὖ, ἡ δὲ τὸ κακῶς. διὸ τὰ Ἀλκιδάμαντος ψυχρὰ φαίνεται· οὐ γὰρ ὡς ἡδύσματι χρῆται ἀλλ᾽ ὡς ἐδέσματι τοῖς ἐπιθέτοις οὕτω πυκνοῖς καὶ μείζοσι καὶ ἐπιδήλοις, οἷον οὐχ ἱδρῶτα ἀλλὰ τὸν ὑγρὸν ἱδρῶτα, καὶ οὐκ εἰς Ἴσθμια ἀλλ᾽ εἰς τὴν τῶν Ἰσθμίων πανήγυριν, καὶ οὐχὶ νόμους ἀλλὰ τοὺς τῶν πόλεων βασιλεῖς νόμους, καὶ οὐ δρόμῳ ἀλλὰ δρομαίᾳ τῇ τῆς ψυχῆς ὁρμῇ, καὶ οὐχὶ μουσεῖον ἀλλὰ τὸ τῆς φύσεως παραλαβὼν μουσεῖον, καὶ σκυθρωπὸν τὴν φροντίδα τῆς ψυχῆς, καὶ οὐ χάριτος ἀλλὰ πανδήμου χάριτος δημιουργός, καὶ οἰκονόμος τῆς τῶν ἀκουόντων ἡδονῆς, καὶ οὐ κλάδοις ἀλλὰ τοῖς τῆς ὕλης κλάδοις ἀπέκρυψεν, καὶ οὐ τὸ σῶμα παρήμπισχεν ἀλλὰ τὴν τοῦ σώματος αἰσχύνην, καὶ ἀντίμιμον τὴν τῆς ψυχῆς ἐπιθυμίαν (τοῦτο δ᾽ ἅμα καὶ διπλοῦν καὶ ἐπίθετον, ὥστε ποίημα γίνεται), καὶ οὕτως ἔξεδρον τὴν τῆς μοχθηρίας ὑπερβολήν. διὸ ποιητικῶς λέγοντες τῇ ἀπρεπείᾳ τὸ γελοῖον καὶ τὸ ψυχρὸν ἐμποιοῦσι, καὶ τὸ ἀσαφὲς διὰ τὴν ἀδολεσχίαν· ὅταν γὰρ γιγνώσκοντι ἐπεμβάλλῃ, διαλύει τὸ σαφὲς τῷ ἐπισκοτεῖν. οἱ δ᾽ ἄνθρωποι τοῖς διπλοῖς χρῶνται ὅταν ἀνώνυμον ᾖ καὶ ὁ λόγος εὐσύνθετος, οἷον τὸ χρονοτριβεῖν· [1406b] ἀλλ᾽ ἂν πολύ, πάντως ποιητικόν· διὸ χρησιμωτάτη ἡ διπλῆ λέξις τοῖς διθυραμβοποιοῖς (οὗτοι γὰρ ψοφώδεις), αἱ δὲ γλῶτται τοῖς ἐποποιοῖς (σεμνὸν γὰρ καὶ αὔθαδες), ἡ δὲ μεταφορὰ τοῖς ἰαμβείοις (τούτοις γὰρ νῦν χρῶνται, ὥσπερ εἴρηται). καὶ ἔτι τέταρτον τὸ ψυχρὸν ἐν ταῖς μεταφοραῖς γίνεται· εἰσὶν γὰρ καὶ μεταφοραὶ ἀπρεπεῖς, αἱ μὲν διὰ τὸ γελοῖον (χρῶνται γὰρ καὶ οἱ κωμῳδοποιοὶ μεταφοραῖς), αἱ δὲ διὰ τὸ σεμνὸν ἄγαν καὶ τραγικόν· ἀσαφεῖς δέ, ἂν πόρρωθεν, οἷον Γοργίας «χλωρὰ καὶ ἄναιμα τὰ πράγματα», «σὺ δὲ ταῦτα αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας κακῶς δὲ ἐθέρισας»· ποιητικῶς γὰρ ἄγαν. καὶ ὡς Ἀλκιδάμας τὴν φιλοσοφίαν «ἐπιτείχισμα τῷ νόμῳ», καὶ τὴν Ὀδύσσειαν «καλὸν ἀνθρωπίνου βίου κάτοπτρον», καὶ «οὐδὲν τοιοῦτον ἄθυρμα τῇ ποιήσει προσφέρων»· ἅπαντα γὰρ ταῦτα ἀπίθανα διὰ τὰ εἰρημένα. τὸ δὲ Γοργίου εἰς τὴν χελιδόνα, ἐπεὶ κατ᾽ αὐτοῦ πετομένη ἀφῆκε τὸ περίττωμα, ἄριστα ‹ἔχει› τῶν τραγικῶν· εἶπε γὰρ «αἰσχρόν γε, ὦ Φιλομήλα». ὄρνιθι μὲν γάρ, εἰ ἐποίησεν, οὐκ αἰσχρόν, παρθένῳ δὲ αἰσχρόν. εὖ οὖν ἐλοιδόρησεν εἰπὼν ὃ ἦν, ἀλλ᾽ οὐχ ὃ ἔστιν. |
[3] Η ψυχρότητα του ύφους προκαλείται από τέσσερις αιτίες. Πρώτον από τις σύνθετες λέξεις. Παραδείγματα: ο Λυκόφρων έλεγε «πολυπρόσωπος ουρανός», «μεγαλοκόρυφη γη», «στενόπορη ακτή», ο Γοργίας χρησιμοποιούσε εκφράσεις όπως «πτωχομουσοκόλακες» ή «επιορκήσαντες και [1406a] κατευορκήσαντες». Ο Αλκιδάμας επίσης έλεγε «με την ψυχή γεμάτη θυμό και φλογοκόκκινο το πρόσωπο» ή «πίστεψε πως ο ζήλος τους θα αποδεικνυόταν τελεσφόρος»· επίσης «έκανε τελεσφόρα την πειθώ των λόγων του», ή «καταμέλανος της θάλασσας ο πάτος». Όλα αυτά μοιάζουν ποιητικά λόγω της σύνθεσης. Αυτή είναι η μία αιτία για την ψυχρότητα του ύφους. Μια άλλη είναι η χρησιμοποίηση σπάνιων και παράξενων λέξεων. Ο Λυκόφρων, π.χ., ονόμασε τον Ξέρξη πέλωρο άντρα, και ο Σκίρων είναι για τον Λυκόφρονα άνθρωπος-μάστιγα· ο Αλκιδάμας χρησιμοποίησε τις εκφράσεις «ἄθυρμα (= παιχνιδάκι) για την ποίηση» — «ἀτασθαλία (= ατσαλιά) της φύσης (του)» — «τεθηγμένος (= ακονισμένος, παροξυσμένος) από την άκρατη οργή της ψυχής του». Η τρίτη αιτία βρίσκεται στους προσδιορισμούς, όταν αυτοί τους οποίους χρησιμοποιεί κανείς έχουν μεγάλο μήκος ή είναι άσχετοι ή είναι απανωτοί στον λόγο. Ταιριάζει, πράγματι, στην ποίηση να πεις άσπρο γάλα, στον πεζό όμως λόγο οι προσδιορισμοί αυτοί άλλοτε είναι τελείως αταίριαστοι και άλλοτε, αν ξεπερνούν το μέτρο, γίνονται αποκαλυπτικοί και κάνουν φανερό ότι εδώ πρόκειται για ποίηση· δεν λέω ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται (αφού κάνουν τον λόγο να ακούγεται διαφορετικός από τα συνηθισμένα και δίνουν στο ύφος τον αέρα του ασυνήθιστου), πάντοτε όμως πρέπει να έχουμε στο νου μας το μέτρο, γιατί το κακό που προκαλεί η χρήση τους είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκαλεί το να μιλούμε στην τύχη και απρόσεκτα: στη δεύτερη περίπτωση δεν υπάρχει, πράγματι, ομορφιά, στην πρώτη όμως υπάρχει ασχήμια. Αυτός είναι ο λόγος που φαίνονται ψυχρές οι εκφράσεις του Αλκιδάμαντα· γιατί τους προσδιορισμούς δεν τους χρησιμοποιεί ως καρυκεύματα, αλλά ως το κύριο φαγητό· τόσο πολλοί είναι οι προσδιορισμοί του, τόσο μεγαλύτερο από το κανονικό το μέγεθός τους και για πράγματα τόσο φανερά. Δεν λέει, π.χ., ιδρώτα αλλά υγρό ιδρώτα, δεν λέει στα Ίσθμια αλλά στη γιορταστική συγκέντρωση των Ισθμίων, δεν λέει οι νόμοι αλλά οι νόμοι, των πολιτειών οι βασιλιάδες, δεν λέει τρέχοντας αλλά με τρεχάτη την ορμή της ψυχής· δεν λέει έδρα των μουσών αλλά έχοντας μέσα του από τη φύση μια έδρα των μουσών· λέει επίσης σκυθρωπή την έγνοια της ψυχής· δεν λέει δημιουργός ευχαρίστησης αλλά δημιουργός πάνδημης ευχαρίστησης· όπως επίσης φροντιστής της ηδονής των ακροατών· δεν λέει έκρυψε με κλαδιά αλλά με κλαδιά του δάσους· δεν λέει κάλυψε το σώμα του αλλά κάλυψε τη γύμνια του σώματός του· ακόμη λέει την επιθυμία αντικαθρέφτισμα της ψυχής (αυτό είναι την ίδια στιγμή σύνθετη λέξη και προσδιορισμός, καθαρή δηλαδή ποίηση)· επίσης την υπερβολική κακία τη χαρακτηρίζει υπερόρια. Μιλώντας λοιπόν ποιητικά με έναν τρόπο αταίριαστο κάνει κανείς τον λόγο του γελοίο και ψυχρό, αλλά και ασαφή λόγω φλυαρίας· όταν, πράγματι, φορτώνει κανείς με λέξεις έναν ήδη κατατοπισμένο ακροατή, καταστρέφει τη σαφήνεια συσκοτίζοντας τα πράγματα. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν βέβαια σύνθετες λέξεις, μόνο όμως όταν ένα πράγμα δεν έχει λέξη που να το δηλώνει και όταν ο σχηματισμός της σύνθετης λέξης είναι εύκολος· παράδειγμα η λέξη χρονοτριβώ. [1406b] Αν όμως γίνεται κατάχρηση, ο λόγος καταντάει σίγουρα ποιητικός. Αυτός είναι και ο λόγος που: οι σύνθετες λέξεις χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο από τους ποιητές διθυράμβων (ποιητές ιδιαίτερα θορυβώδεις), οι σπάνιες και ασυνήθιστες λέξεις από τους επικούς ποιητές (είναι ένα στοιχείο μεγαλόπρεπο και τολμηρό), ενώ η μεταφορά από τους ποιητές ιαμβικών στίχων (τέτοιους στίχους χρησιμοποιούν και σήμερα, όπως έχουμε ήδη πει). |