50Είπε, κι οι Αχαιόπαιδες μ᾽ αλαλαγμούς τον στέρξαν,
ως του Τυδείδη εθαύμασαν τον λόγον του ιπποδάμου.
Τότε σηκώθηκε ο ιππευτής ο Νέστωρ να ομιλήση:
«Τυδείδη, και στον πόλεμον εξόχως είσαι ανδρείος,
και εις την βουλήν υπερτερείς πολύ των ομηλίκων.
55Και λόγον είπες, που Αχαιός κανείς δεν θέλει ψέξει
ή θα σου αντείπει· αλλ᾽ άφησες το πλήρωμα των λόγων.
Και νέος είσαι, ώστε παιδί να λέγεσαι δικό μου
μπορούσες υστερόγεννο· και όμως ορθά τα λέγεις
προς τους Αργείους βασιλείς· αλλ᾽ ως ανώτερός σου
60στους χρόνους, όλον φανερά θα ειπώ τον στοχασμόν μου,
και δεν θ᾽ αφήσω τίποτε· ουδέ θέλει αψηφήσει
κανείς τον λόγον μου, ούδ᾽ αυτός ο μέγας Αγαμέμνων.
Νόμον δεν έχει ούτε φυλήν, αλλ᾽ ούτε εστίαν έχει
που τον εμφύλιον πόλεμον, τον άγριον, αγαπάει.
65Πλην τώρ᾽ ας υπακούσομεν στην μαύρην νύκτα και όλοι
το δείπνο ας ετοιμάσομεν, και φύλακες απ᾽ έξω
του τείχους εις τον χάνδακα σιμά να ξενυκτήσουν.
Των νέων τούτο εσύστησα· και αρχήν, Ατρείδη, σ᾽ άλλα
συ κάμε, ως είσαι υπέρτατος των άλλων ηγεμόνων.
70Εις δείπνον συ τους γέροντες προσκάλεσε· σου πρέπει·
είναι οι σκηνές σου από κρασιά γεμάτες, που απ᾽ την Θράκην
σου φέρουν καθημερινώς των Αχαιών τα πλοία,
και όλα σού υπάρχουν τα καλά δια να φιλοξενήσεις.
Όπου πολλοί θα συναχθούν, πολλές θ᾽ ακούσεις γνώμες·
75συ δέξου την καλύτερην· και ανάγκην έχομ᾽ όλοι
γνώμης ορθής, γνώμης σοφής· οι εχθροί μας κάνουν τόσα
πυρά σιμά στα πλοία μας· να το χαρεί ποιος είναι;
Η νύκτα τούτη τον στρατόν θα σώσ᾽ ή θ᾽ αφανίσει».
Είπεν αυτά και υπάκουσαν εκείνοι στην φωνήν του
80τότε τους νυκτοφύλακες με τ᾽ άρματά τους όλα
εκίνησαν του Νέστορος ο υιός, ο Θρασυμήδης,
Ασκάλαφος και Ιάλμενος, παιδιά και οι δυο του Άρη,
Μηριόνης και Δηίπυρος και με τον Αφαρέα
του Κρείοντος το υπέρλαμπρον αγόρι ο Λυκομήδης.
85Οι πολεμάρχ᾽ ήσαν επτά κι είχ᾽ εκατόν καθένας
αγόρια, οπού με μακριά κοντάρι᾽ ακολουθούσαν.
Και ανάμεσα στον χάνδακα καθίσαν και στο τείχος,
φωτιάν ανάψαν κι έκαμαν το δείπνον του καθένας.
Των Αχαιών τους γέροντες συνάθροισεν ο Ατρείδης
90εις την σκηνήν του κι έβαλεν ευφραντικό τραπέζι,
τα χέρι᾽ απλώσαν στα έτοιμα φαγιά που εμπρός τους είχαν.
Και του φαγιού και του πιοτού την όρεξη αφού σβήσαν,
πρώτος ο γέρος άρχισε σκέψιν εμπρός να φέρει,
ο Νέστωρ, οπού η γνώμη του ως πρώτα επροτιμήθη·
95εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε:
«Ω Αγαμέμνον᾽ αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρεΐδη,
από εσέ θα κάμω αρχήν, σ᾽ εσέ θα κάμω τέλος.
Πολλών λαών είσαι αρχηγός και σου ᾽δωκε ο Κρονίδης,
δια να βουλεύεσαι σ᾽ αυτούς, και νόμιμα και σκήπτρο,
100όθεν εξόχως πρέπει συ να λέγεις και ν᾽ ακούεις
και να εκτελείς ό,τι αγαθόν και του άλλου ο νους εμπνέει·
το έργον θα κρέμεται από εσέ, ᾽πόδειξ᾽ εκείνου ο λόγος.
Και άκουσε αυτό που ορθότερον απ᾽ όλα εγώ νομίζω.
Ότι, θαρρώ, καλύτερα δεν θα σκεφθεί κανένας
105απ᾽ ό,τι σκέφθηκ᾽ απ᾽ αρχής, αφού του χολωμένου
Πηλείδη μέσ᾽ απ᾽ την σκηνήν την κόρην Βρισηίδα
επήρες, ω διογέννητε, στην γνώμην μου εναντίον
και αν και πολύ σ᾽ εμπόδιζα και σε παρακαλούσα,
μόνον την μεγαλόκαρδην υπάκουσες ψυχήν σου·
110κι εξαίσιον άνδρα αψήφησες που και οι θεοί δοξάσαν·
και το βραβείον του κρατείς· αλλά και τώρ᾽ ακόμη
πώς να τον ειρηνεύσομεν ας στοχασθούμεν όλοι
με πολλά δώρα πρόσχαρα και λόγια μελωμένα».
|