Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Ρητορική (1405a-1405b)
Ἀλλὰ δεῖ σκοπεῖν, ὡς νέῳ φοινικίς, οὕτω γέροντι τί (οὐ γὰρ ἡ αὐτὴ πρέπει ἐσθής), καὶ ἐάν τε κοσμεῖν βούλῃ, ἀπὸ τῶν βελτίστων τῶν ἐν ταὐτῷ γένει φέρειν τὴν μεταφοράν, ἐάν τε ψέγειν, ἀπὸ τῶν χειρόνων· λέγω δ᾽ οἷον, ἐπεὶ τὰ ἐναντία ἐν τῷ αὐτῷ γένει, τὸ φάναι τὸν μὲν πτωχεύοντα εὔχεσθαι τὸν δὲ εὐχόμενον πτωχεύειν, ὅτι ἄμφω αἰτήσεις, τὸ εἰρημένον ἐστὶ ποιεῖν, ὡς καὶ Ἰφικράτης Καλλίαν μητραγύρτην ἀλλ᾽ οὐ δᾳδοῦχον, ὁ δὲ ἔφη ἀμύητον αὐτὸν εἶναι· οὐ γὰρ ἂν μητραγύρτην αὐτὸν καλεῖν, ἀλλὰ δᾳδοῦχον· ἄμφω γὰρ περὶ θεόν, ἀλλὰ τὸ μὲν τίμιον τὸ δὲ ἄτιμον. καὶ ὁ μὲν διονυσοκόλακας, αὐτοὶ δ᾽ αὑτοὺς τεχνίτας καλοῦσιν (ταῦτα δ᾽ ἄμφω μεταφορά, ἡ μὲν ῥυπαινόντων ἡ δὲ τοὐναντίον), καὶ οἱ μὲν λῃσταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῦν. διὸ ἔξεστι λέγειν τὸν ἀδικήσαντα μὲν ἁμαρτάνειν, τὸν δ᾽ ἁμαρτάνοντα ἀδικῆσαι, καὶ τὸν κλέψαντα καὶ λαβεῖν καὶ πορίσασθαι. τὸ δὲ ὡς ὁ Τήλεφος Εὐριπίδου φησίν, |
Η σκέψη μας πρέπει να λειτουργεί με τον ακόλουθο τρόπο: αν στον νέο ταιριάζει το κόκκινο ρούχο, ποιό ρούχο ταιριάζει στον ηλικιωμένο; Γιατί, βέβαια, δεν ταιριάζει και στους δύο το ίδιο ρούχο. Αν, επομένως, θέλουμε να λαμπρύνουμε κάτι και να το αναδείξουμε, η μεταφορά μας πρέπει να ξεκινά από τις καλύτερες από τις έννοιες που ανήκουν στο ίδιο γένος· αν, πάλι, θέλουμε να το κατηγορήσουμε και να το μειώσουμε, τότε από τις χειρότερες. Θέλω, π.χ., να πω ότι, επειδή τα αντίθετα ανήκουν στο ίδιο γένος, το να πούμε γι᾽ αυτόν που ζητιανεύει ότι παρακαλεί ή γι᾽ αυτόν που παρακαλεί ότι ζητιανεύει, καθώς και στις δύο αυτές περιπτώσεις το πρόσωπο για το οποίο μιλούμε ζητάει κάτι, κάνουμε στην πραγματικότητα αυτό που είπαμε παραπάνω. Έτσι και ο Ιφικράτης ονόμασε τον Καλλία «ζητιάνο της μητέρας των θεών» και όχι δαδούχο· η απάντηση του Καλλία ήταν ότι ο Ιφικράτης ήταν απλώς αμύητος· αλλιώς δεν θα τον ονόμαζε «ζητιάνο της μητέρας των θεών», αλλά δαδούχο. Στην πραγματικότητα και οι δύο αυτές λέξεις δηλώνουν ανθρώπους που είναι στην υπηρεσία της θεάς, μόνο που η μια τους έχει τιμητικό περιεχόμενο, η άλλη ατιμωτικό. Επίσης: κάποιους ανθρώπους ορισμένοι τους λένε Διονυσοκόλακες, ενώ οι ίδιοι ονομάζουν τον εαυτό τους καλλιτέχνες (και στις δυο αυτές λέξεις έχουμε μεταφορά, μόνο που η πρώτη μεταφορά επιδιώκει να αμαυρώσει, ενώ η δεύτερη το αντίθετο). Επίσης: οι ληστές ονομάζουν σήμερα τον εαυτό τους επιχειρηματίες. Γι᾽ αυτό και μπορεί κανείς στον λόγο του να πει ότι εκείνος που διέπραξε αδίκημα απλώς έσφαλε και αυτός που έσφαλε ότι διέπραξε αδίκημα, όπως και ότι αυτός που έκλεψε πήρε ή εξασφάλισε. Μια φράση, πάλι, σαν αυτήν που λέγεται στον Τήλεφο του Ευριπίδη, ότι |