Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (7.1.32-7.1.41)

[7.1.32] Ταῦτα ἔδοξε, καὶ πέμπουσιν Ἱερώνυμόν τε τὸν Ἠλεῖον ἐροῦντα ταῦτα καὶ Εὐρύλοχον Ἀρκάδα καὶ Φιλήσιον Ἀχαιόν. οἱ μὲν ταῦτα ᾤχοντο ἐροῦντες.
[7.1.33] Ἔτι δὲ καθημένων τῶν στρατιωτῶν προσέρχεται Κοιρατάδας Θηβαῖος, ὃς οὐ φεύγων τὴν Ἑλλάδα περιῄει ἀλλὰ στρατηγιῶν καὶ ἐπαγγελλόμενος, εἴ τις ἢ πόλις ἢ ἔθνος στρατηγοῦ δέοιτο· καὶ τότε προσελθὼν ἔλεγεν ὅτι ἕτοιμος εἴη ἡγεῖσθαι αὐτοῖς εἰς τὸ Δέλτα καλούμενον τῆς Θρᾴκης, ἔνθα πολλὰ κἀγαθὰ λήψοιντο· ἔστε δ᾽ ἂν μόλωσιν, εἰς ἀφθονίαν παρέξειν ἔφη καὶ σιτία καὶ ποτά. [7.1.34] ἀκούουσι ταῦτα τοῖς στρατιώταις καὶ τὰ παρὰ Ἀναξιβίου ἅμα ἀπαγγελλόμενα (ἀπεκρίνατο γὰρ ὅτι πειθομένοις αὐτοῖς οὐ μεταμελήσει, ἀλλὰ τοῖς τε οἴκοι τέλεσι ταῦτα ἀπαγγελεῖ καὶ αὐτὸς βουλεύσοιτο περὶ αὐτῶν ὅ τι δύναιτο ἀγαθόν), [7.1.35] ἐκ τούτου οἱ στρατιῶται τόν τε Κοιρατάδαν δέχονται στρατηγὸν καὶ ἔξω τοῦ τείχους ἀπῆλθον. ὁ δὲ Κοιρατάδας συντίθεται αὐτοῖς εἰς τὴν ὑστεραίαν παρέσεσθαι ἐπὶ τὸ στράτευμα ἔχων καὶ ἱερεῖα καὶ μάντιν καὶ σιτία καὶ ποτὰ τῇ στρατιᾷ. [7.1.36] ἐπεὶ δὲ ἐξῆλθον, ὁ Ἀναξίβιος ἔκλεισε τὰς πύλας καὶ ἐκήρυξεν ὃς ἂν ἁλῷ ἔνδον ὢν τῶν στρατιωτῶν ὅτι πεπράσεται. [7.1.37] τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ Κοιρατάδας μὲν ἔχων τὰ ἱερεῖα καὶ τὸν μάντιν ἧκε καὶ ἄλφιτα φέροντες εἵποντο αὐτῷ εἴκοσιν ἄνδρες καὶ οἶνον ἄλλοι εἴκοσι καὶ ἐλαῶν τρεῖς καὶ σκορόδων ἀνὴρ ὅσον ἐδύνατο μέγιστον φορτίον καὶ ἄλλος κρομμύων. ταῦτα δὲ καταθέμενος ὡς ἐπὶ δάσμευσιν ἐθύετο. [7.1.38] Ξενοφῶν δὲ μεταπεμψάμενος Κλέανδρον ἐκέλευε διαπρᾶξαι ὅπως εἰς τὸ τεῖχος εἰσέλθοι καὶ ἀποπλεύσαι ἐκ Βυζαντίου. [7.1.39] ἐλθὼν δ᾽ ὁ Κλέανδρος μάλα μόλις ἔφη διαπραξάμενος ἥκειν· λέγειν γὰρ Ἀναξίβιον ὅτι οὐκ ἐπιτήδειον εἴη τοὺς μὲν στρατιώτας πλησίον εἶναι τοῦ τείχους, Ξενοφῶντα δὲ ἔνδον· τοὺς Βυζαντίους δὲ στασιάζειν καὶ πονηροὺς εἶναι πρὸς ἀλλήλους· ὅμως δὲ εἰσιέναι, ἔφη, ἐκέλευεν, εἰ μέλλεις σὺν αὐτῷ ἐκπλεῖν. [7.1.40] ὁ μὲν δὴ Ξενοφῶν ἀσπασάμενος τοὺς στρατιώτας εἴσω τοῦ τείχους ἀπῄει σὺν Κλεάνδρῳ. ὁ δὲ Κοιρατάδας τῇ μὲν πρώτῃ ἡμέρᾳ οὐκ ἐκαλλιέρει οὐδὲ διεμέτρησεν οὐδὲν τοῖς στρατιώταις· τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ τὰ μὲν ἱερεῖα εἱστήκει παρὰ τὸν βωμὸν καὶ Κοιρατάδας ἐστεφανωμένος ὡς θύσων· προσελθὼν δὲ Τιμασίων ὁ Δαρδανεὺς καὶ Νέων ὁ Ἀσιναῖος καὶ Κλεάνωρ ὁ Ὀρχομένιος ἔλεγον Κοιρατάδᾳ μὴ θύειν, ὡς οὐχ ἡγησόμενον τῇ στρατιᾷ, εἰ μὴ δώσει τὰ ἐπιτήδεια. ὁ δὲ κελεύει διαμετρεῖσθαι. [7.1.41] ἐπεὶ δὲ πολλῶν ἐνέδει αὐτῷ ὥστε ἡμέρας σῖτον ἑκάστῳ γενέσθαι τῶν στρατιωτῶν, ἀναλαβὼν τὰ ἱερεῖα ἀπῄει καὶ τὴν στρατηγίαν ἀπειπών.

[7.1.32] Τους φάνηκαν αυτά καλά και στέλνουν τον Ιερώνυμο τον Ηλείο για να τα πει, και τον Ευρύλοχο τον Αρκάδα και το Φιλήσιο τον Αχαιό. Τούτοι έφυγαν για να πάνε να τα ανακοινώσουν.
[7.1.33] Δεν είχαν σηκωθεί ακόμα οι στρατιώτες από τη συγκέντρωση και φτάνει ο Κοιρατάδας ο Θηβαίος. Αυτός γύριζε εδώ κι εκεί όχι σαν εξόριστος απ᾽ την Ελλάδα, παρά επιθυμώντας να γίνει στρατηγός και προσφέροντας τις στρατηγικές του ικανότητες, αν καμιά πολιτεία ή κανένας λαός τις χρειαζόταν. Τότε παρουσιάστηκε και τους είπε πως ήταν πρόθυμος να τους οδηγήσει σ᾽ ένα μέρος της Θράκης που ονομαζόταν Δέλτα, όπου μπορούσαν να προμηθευτούν άφθονα τρόφιμα. Ώσπου να φτάσουν εκεί, είπε πως ο ίδιος θα τους δίνει άφθονα φαγητά και πιοτά. [7.1.34] Οι στρατιώτες τ᾽ άκουσαν κι αυτά και την απάντηση του Αναξίβιου — γιατί τους αποκρίθηκε πως δεν θα μετανιώσουν αν πειθαρχήσουν, αφού και στους εφόρους θα αναφέρει τη διαγωγή τους και ο ίδιος θα σκεφτεί αν μπορεί να τους κάμει κάτι καλό. [7.1.35] Τότε οι στρατιώτες δέχονται τον Κοιρατάδα για στρατηγό και βγήκαν έξω από το τείχος. Ο Κοιρατάδας συμφωνεί μαζί τους να έρθει την άλλη μέρα στο στρατόπεδο και να φέρει ζώα για θυσία και μάντη και τροφές και πιοτά για τους στρατιώτες. [7.1.36] Μόλις όμως βγήκαν, ο Αναξίβιος έκλεισε τις πύλες και διαλάλησε πως, αν κανένας στρατιώτης πιαστεί μέσα στην πόλη, θα πουληθεί για δούλος. [7.1.37] Την άλλη μέρα πήγε ο Κοιρατάδας, κουβαλώντας τα ζώα για τις θυσίες και το μάντη. Τον ακολουθούσαν και είκοσι άντρες φορτωμένοι κριθαρένιο αλεύρι, κι άλλοι είκοσι με κρασί, τρεις με ελιές, ένας με φορτίο από σκόρδα, όσα περισσότερα μπορούσε να σηκώσει, κι ένας άλλος με κρεμμύδια. Αυτά τα άφησε κάτω, σαν να είχε σκοπό να τα μοιράσει, κι άρχισε να θυσιάζει. [7.1.38] Ο Ξενοφώντας τότε έστειλε και φώναξε τον Κλέανδρο και τον παρακάλεσε να μεσολαβήσει να του επιτρέψουν να μπει μέσα στα τείχη, κι ύστερα να φύγει από το Βυζάντιο με πλοίο. [7.1.39] Ήρθε ο Κλέανδρος και είπε πως με μεγάλο κόπο κατάφερε να του δώσουν την άδεια. Γιατί έλεγε ο Αναξίβιος πως δεν ήταν σωστό οι στρατιώτες να βρίσκονται έξω από τα τείχη και ο Ξενοφώντας μέσα. Έλεγε ακόμα πως οι Βυζαντινοί μαλώνουν αναμεταξύ τους και γίνονται εχθροί ο ένας με τον άλλο. Ωστόσο, είπε, ο Αναξίβιος του δίνει την άδεια να μπει, αν έχει σκοπό να ταξιδέψει μαζί του. [7.1.40] Αποχαιρέτησε λοιπόν ο Ξενοφώντας τους στρατιώτες και μπήκε μέσα στο τείχος μαζί με τον Κλέανδρο. Την πρώτη μέρα ο Κοιρατάδας θυσίασε, μα δεν έδειξαν οι θυσίες καλά σημάδια, ούτε και μοίρασε τίποτα στους στρατιώτες. Τη δεύτερη, τα ζώα βρίσκονταν κοντά στο βωμό κι ο Κοιρατάδας ήταν στεφανωμένος, έτοιμος για τη θυσία. Πήγαν όμως κοντά ο Τιμασίωνας που καταγόταν από τη Δάρδανο και ο Νέωνας ο Ασιναίος και ο Κλεάνορας ο Ορχομένιος κι έλεγαν στον Κοιρατάδα να μη θυσιάσει, γιατί δεν πρόκεται να αναλάβει την αρχηγία του στρατού, αν δεν τους δώσει τα τρόφιμα. Εκείνος τότε δίνει διαταγή να τα μοιράσουν. [7.1.41] Μα επειδή έλειπαν πολλά και δεν ήταν δυνατό να συμπληρωθεί μιας ημέρας τροφή για τον κάθε στρατιώτη, πήρε τα ζώα κι έφυγε, εγκαταλείποντας και το αξίωμα του στρατηγού.