Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (7.1.1-7.1.14)

ΒΙΒΛΙΟ Ζ


[7.1.1] [Ὅσα μὲν δὴ ἐν τῇ ἀναβάσει τῇ μετὰ Κύρου ἔπραξαν οἱ Ἕλληνες μέχρι τῆς μάχης, καὶ ὅσα ἐπεὶ Κῦρος ἐτελεύτησεν ἐν τῇ πορείᾳ μέχρι εἰς τὸν Πόντον ἀφίκοντο, καὶ ὅσα ἐκ τοῦ Πόντου πεζῇ ἐξιόντες καὶ ἐκπλέοντες ἐποίουν μέχρι ἔξω τοῦ στόματος ἐγένοντο ἐν Χρυσοπόλει τῆς Ἀσίας, ἐν τῷ πρόσθεν λόγῳ δεδήλωται.]
[7.1.2] Ἐκ τούτου δὲ Φαρνάβαζος φοβούμενος τὸ στράτευμα μὴ ἐπὶ τὴν αὑτοῦ χώραν στρατεύηται, πέμψας πρὸς Ἀναξίβιον τὸν ναύαρχον (ὁ δ᾽ ἔτυχεν ἐν Βυζαντίῳ ὤν), ἐδεῖτο διαβιβάσαι τὸ στράτευμα ἐκ τῆς Ἀσίας, καὶ ὑπισχνεῖτο πάντα ποιήσειν αὐτῷ ὅσα δέοι. [7.1.3] καὶ ὁ Ἀναξίβιος μετεπέμψατο τοὺς στρατηγοὺς καὶ λοχαγοὺς εἰς Βυζάντιον, καὶ ὑπισχνεῖτο, εἰ διαβαῖεν, μισθοφορὰν ἔσεσθαι τοῖς στρατιώταις. [7.1.4] οἱ μὲν δὴ ἄλλοι ἔφασαν βουλευσάμενοι ἀπαγγελεῖν, Ξενοφῶν δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ἀπαλλάξοιτο ἤδη ἀπὸ τῆς στρατιᾶς καὶ βούλοιτο ἀποπλεῖν. ὁ δὲ Ἀναξίβιος ἐκέλευσεν αὐτὸν συνδιαβάντα ἔπειτα οὕτως ἀπαλλάττεσθαι. ἔφη οὖν ταῦτα ποιήσειν.
[7.1.5] Σεύθης δὲ ὁ Θρᾷξ πέμπει Μηδοσάδην καὶ κελεύει Ξενοφῶντα συμπροθυμεῖσθαι ὅπως διαβῇ τὸ στράτευμα, καὶ ἔφη αὐτῷ ταῦτα συμπροθυμηθέντι ὅτι οὐ μεταμελήσει. [7.1.6] ὁ δ᾽ εἶπεν· Ἀλλὰ τὸ μὲν στράτευμα διαβήσεται· τούτου ἕνεκα μηδὲν τελείτω μήτε ἐμοὶ μήτε ἄλλῳ μηδενί· ἐπειδὰν δὲ διαβῇ, ἐγὼ μὲν ἀπαλλάξομαι, πρὸς δὲ τοὺς διαμένοντας καὶ ἐπικαιρίους ὄντας προσφερέσθω ὡς ἂν αὐτῷ δοκῇ ἀσφαλές.
[7.1.7] Ἐκ τούτου διαβαίνουσι πάντες εἰς τὸ Βυζάντιον οἱ στρατιῶται. καὶ μισθὸν μὲν οὐκ ἐδίδου ὁ Ἀναξίβιος, ἐκήρυξε δὲ λαβόντας τὰ ὅπλα καὶ τὰ σκεύη τοὺς στρατιώτας ἐξιέναι, ὡς ἀποπέμψων τε ἅμα καὶ ἀριθμὸν ποιήσων. ἐνταῦθα οἱ στρατιῶται ἤχθοντο, ὅτι οὐκ εἶχον ἀργύριον ἐπιστιτίζεσθαι εἰς τὴν πορείαν, καὶ ὀκνηρῶς συνεσκευάζοντο. [7.1.8] καὶ ὁ Ξενοφῶν Κλεάνδρῳ τῷ ἁρμοστῇ ξένος γεγενημένος προσελθὼν ἠσπάζετο αὐτὸν ὡς ἀποπλευσούμενος ἤδη. ὁ δὲ αὐτῷ λέγει· Μὴ ποιήσῃς ταῦτα· εἰ δὲ μή, ἔφη, αἰτίαν ἕξεις, ἐπεὶ καὶ νῦν τινὲς ἤδη σὲ αἰτιῶνται ὅτι οὐ ταχὺ ἐξέρπει τὸ στράτευμα. [7.1.9] ὁ δ᾽ εἶπεν· Ἀλλ᾽ αἴτιος μὲν ἔγωγε οὐκ εἰμὶ τούτου, οἱ δὲ στρατιῶται αὐτοὶ ἐπισιτισμοῦ δεόμενοι διὰ τοῦτο ἀθυμοῦσι πρὸς τὴν ἔξοδον. [7.1.10] Ἀλλ᾽ ὅμως, ἔφη, ἐγώ σοι συμβουλεύω ἐξελθεῖν μὲν ὡς πορευσόμενον, ἐπειδὰν δ᾽ ἔξω γένηται τὸ στράτευμα, τότε ἀπαλλάττεσθαι. Ταῦτα τοίνυν, ἔφη ὁ Ξενοφῶν, ἐλθόντες πρὸς Ἀναξίβιον διαπραξόμεθα. οὕτως ἐλθόντες ἔλεγον ταῦτα. [7.1.11] ὁ δὲ ἐκέλευεν οὕτω ποιεῖν καὶ ἐξιέναι τὴν ταχίστην συσκευασαμένους, καὶ προσανεῖπεν, ὃς ἂν μὴ παρῇ εἰς τὴν ἐξέτασιν καὶ εἰς τὸν ἀριθμόν, ὅτι αὐτὸς αὑτὸν αἰτιάσεται. [7.1.12] ἐντεῦθεν ἐξῇσαν οἵ τε στρατηγοὶ πρῶτοι καὶ οἱ ἄλλοι. καὶ ἄρδην πάντες πλὴν ὀλίγων ἔξω ἦσαν, καὶ Ἐτεόνικος εἱστήκει παρὰ τὰς πύλας ὡς ὁπότε ἔξω γένοιντο πάντες συγκλείσων τὰς πύλας καὶ τὸν μοχλὸν ἐμβαλῶν. [7.1.13] ὁ δὲ Ἀναξίβιος συγκαλέσας τοὺς στρατηγοὺς καὶ τοὺς λοχαγοὺς ἔλεγεν· Τὰ μὲν ἐπιτήδεια, ἔφη, λαμβάνετε ἐκ τῶν Θρᾳκίων κωμῶν· εἰσὶ δὲ αὐτόθι πολλαὶ κριθαὶ καὶ πυροὶ καὶ τἆλλα ἐπιτήδεια· λαβόντες δὲ πορεύεσθε εἰς Χερρόνησον, ἐκεῖ δὲ Κυνίσκος ὑμῖν μισθοδοτήσει. [7.1.14] ἐπακούσαντες δέ τινες τῶν στρατιωτῶν ταῦτα, ἢ καὶ τῶν λοχαγῶν τις διαγγέλλει εἰς τὸ στράτευμα. καὶ οἱ μὲν στρατηγοὶ ἐπυνθάνοντο περὶ τοῦ Σεύθου πότερα πολέμιος εἴη ἢ φίλος, καὶ πότερα διὰ τοῦ ἱεροῦ ὄρους δέοι πορεύεσθαι ἢ κύκλῳ διὰ μέσης τῆς Θρᾴκης.

ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ


[7.1.1] [Όσα έκαμαν οι Έλληνες στην εκστρατεία τους με τον Κύρο ως την ημέρα της μάχης, και όσα από τότε που σκοτώθηκε ο Κύρος ώσπου έφτασαν στον Πόντο, κι εκείνα που έκαναν βαδίζοντας από κει και αρμενίζοντας ίσαμε που πήγαν στην είσοδο του Βόσπορου, στη Χρυσόπολη της Ασίας, όλα έχουν ειπωθεί στην προηγούμενη διήγηση.]
[7.1.2] Τότε ο Φαρνάβαζος φοβήθηκε μήπως ο ελληνικός στρατός βαδίσει ενάντια στη χώρα του· γι᾽ αυτό έστειλε απεσταλμένους στον Αναξίβιο το ναύαρχο— που έτυχε να βρίσκεται στο Βυζάντιο— και τον παρακάλεσε να περάσει το στράτευμα από την Ασία στην απέναντι παραλία· και του υποσχέθηκε πως, αν το δεχόταν, θα του έκανε κι εκείνος ό,τι είχε ανάγκη. [7.1.3] Ο Αναξίβιος λοιπόν κάλεσε στο Βυζάντιο τους στρατηγούς και τους λοχαγούς, και τους έταξε πως θα δώσει μισθό στους στρατιώτες, αν περάσουν αντίκρυ. [7.1.4] Οι άλλοι είπαν πως θα σκεφτούν και θα του απαντήσουν, εκτός από τον Ξενοφώντα, που αποκρίθηκε πως θ᾽ αφήσει πια το στράτευμα, γιατί ήθελε να γυρίσει στην πατρίδα. Ο Αναξίβιος όμως τον παρακάλεσε να περάσει πρώτα μαζί με τους άλλους και ύστερα να τους αφήσει. Εκείνος υποσχέθηκε πως έτσι θα κάμει.
[7.1.5] Μα ο Σεύθης από τη Θράκη στέλνει το Μηδοσάδη και παρακαλεί τον Ξενοφώντα να βοηθήσει να διαβεί ο στρατός απέναντι, λέγοντάς του πως αν δείξει προθυμία σ᾽ αυτό, δεν θα μετανιώσει. [7.1.6] Εκείνος απάντησε: «Το στράτευμα θα περάσει οπωσδήποτε, και γι᾽ αυτή τη δουλειά δεν χρειάζεται να πληρώσει ούτ᾽ εμένα ούτε κανέναν άλλο. Όταν όμως περάσει, εγώ θα φύγω· εκείνος τότε ας προσφέρει ό,τι του φαίνεται καλό σε όσους μείνουν, που θα έχουν αξιόλογες θέσεις μέσα στο στρατό».
[7.1.7] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά περνούν όλοι οι στρατιώτες στο Βυζάντιο. Ο Αναξίβιος δεν τους έδωσε μισθό, αλλά διαλάλησε με κήρυκα να πάρουν τα όπλα και τις αποσκευές τους και να βγουν, γιατί τάχα είχε σκοπό να τους μετρήσει και να τους στείλει στην πατρίδα τους. Τότε οι στρατιώτες άρχισαν να στενοχωριούνται, γιατί δεν είχαν χρήματα ν᾽ αγοράσουν τρόφιμα στο δρόμο, και ετοίμαζαν τις αποσκευές τους χωρίς διάθεση. [7.1.8] Και ο Ξενοφώντας πήγε στον Κλέανδρο τον αρμοστή, που είχαν γίνει πρωτύτερα φίλοι, και τον αποχαιρέτησε, γιατί σκόπευε πια να φύγει. Εκείνος του είπε: «Μην το κάμεις αυτό, αλλιώτικα θα κατηγορηθείς· αφού και τώρα ακόμα σε κατηγορούν μερικοί, επειδή ο στρατός δεν βγαίνει γρήγορα από την πόλη». [7.1.9] «Μα δεν φταίω εγώ γι᾽ αυτό», απάντησε εκείνος, «παρά οι στρατιώτες έχουν ανάγκη από τρόφιμα, κι αυτή είναι η αιτία που δεν έχουν όρεξη να βγουν». [7.1.10] «Πάντως», αποκρίθηκε ο Κλέανδρος, «εγώ σε συμβουλεύω να βγεις, κάνοντας πως θα πας μαζί τους, κι όταν ο στρατός βρεθεί έξω από την πόλη, τότε να φύγεις». «Αυτά», είπε ο Ξενοφώντας, «θα τα κανονίσουμε όταν πάμε στον Αναξίβιο». Πήγαν λοιπόν σε κείνον κι άρχισαν να τα συζητούν. [7.1.11] Ο Αναξίβιος τους παρακίνησε να κάμουν έτσι και να βγουν οι στρατιώτες από την πόλη όσο μπορούσαν γρηγορότερα, με τις αποσκευές τους έτοιμες, και πρόσθεσε πως αν κανένας λείψει από την επιθεώρηση και την αρίθμηση, ο ίδιος θα κατηγορεί τον εαυτό του έπειτα. [7.1.12] Τότε άρχισαν να βγαίνουν πρώτα οι στρατηγοί κι ύστερα οι υπόλοιποι. Βρίσκονταν έξω όλοι μαζεμένοι, εκτός από λίγους, κι ο Ετεόνικος είχε σταθεί στις πύλες για να τις κλείσει και να βάλει την αμπάρα, μόλις θα έβγαινε κι ο τελευταίος. [7.1.13] Τότε ο Αναξίβιος κάλεσε τους στρατηγούς και τους λοχαγούς και τους είπε: «Τα τρόφιμα μπορείτε να τα παίρνετε από τα χωριά της Θράκης, όπου υπάρχει άφθονο κριθάρι και σιτάρι και τ᾽ άλλα χρειαζούμενα. Όταν τα προμηθευτείτε, να τραβήξετε για τη Χερσόνησο, κι εκεί θα σας δώσει μισθό ο Κυνίσκος». [7.1.14] Μερικοί στρατιώτες όμως που τ᾽ άκουσαν ή και κάποιος από τους λοχαγούς τα ανακοινώνουν στο στράτευμα. Οι στρατηγοί στο μεταξύ ρωτούσαν να μάθουν αν ο Σεύθης ήταν εχθρός ή φίλος κι αν έπρεπε να βαδίσουν ανάμεσα από το Ιερό Βουνό ή, κάνοντας το γύρο, να περάσουν από το κέντρο της Θράκης.