ΒΙΒΛΙΟ ΕΒΔΟΜΟ [7.1.1] [Όσα έκαμαν οι Έλληνες στην εκστρατεία τους με τον Κύρο ως την ημέρα της μάχης, και όσα από τότε που σκοτώθηκε ο Κύρος ώσπου έφτασαν στον Πόντο, κι εκείνα που έκαναν βαδίζοντας από κει και αρμενίζοντας ίσαμε που πήγαν στην είσοδο του Βόσπορου, στη Χρυσόπολη της Ασίας, όλα έχουν ειπωθεί στην προηγούμενη διήγηση.] [7.1.2] Τότε ο Φαρνάβαζος φοβήθηκε μήπως ο ελληνικός στρατός βαδίσει ενάντια στη χώρα του· γι᾽ αυτό έστειλε απεσταλμένους στον Αναξίβιο το ναύαρχο— που έτυχε να βρίσκεται στο Βυζάντιο— και τον παρακάλεσε να περάσει το στράτευμα από την Ασία στην απέναντι παραλία· και του υποσχέθηκε πως, αν το δεχόταν, θα του έκανε κι εκείνος ό,τι είχε ανάγκη. [7.1.3] Ο Αναξίβιος λοιπόν κάλεσε στο Βυζάντιο τους στρατηγούς και τους λοχαγούς, και τους έταξε πως θα δώσει μισθό στους στρατιώτες, αν περάσουν αντίκρυ. [7.1.4] Οι άλλοι είπαν πως θα σκεφτούν και θα του απαντήσουν, εκτός από τον Ξενοφώντα, που αποκρίθηκε πως θ᾽ αφήσει πια το στράτευμα, γιατί ήθελε να γυρίσει στην πατρίδα. Ο Αναξίβιος όμως τον παρακάλεσε να περάσει πρώτα μαζί με τους άλλους και ύστερα να τους αφήσει. Εκείνος υποσχέθηκε πως έτσι θα κάμει. [7.1.5] Μα ο Σεύθης από τη Θράκη στέλνει το Μηδοσάδη και παρακαλεί τον Ξενοφώντα να βοηθήσει να διαβεί ο στρατός απέναντι, λέγοντάς του πως αν δείξει προθυμία σ᾽ αυτό, δεν θα μετανιώσει. [7.1.6] Εκείνος απάντησε: «Το στράτευμα θα περάσει οπωσδήποτε, και γι᾽ αυτή τη δουλειά δεν χρειάζεται να πληρώσει ούτ᾽ εμένα ούτε κανέναν άλλο. Όταν όμως περάσει, εγώ θα φύγω· εκείνος τότε ας προσφέρει ό,τι του φαίνεται καλό σε όσους μείνουν, που θα έχουν αξιόλογες θέσεις μέσα στο στρατό». [7.1.7] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά περνούν όλοι οι στρατιώτες στο Βυζάντιο. Ο Αναξίβιος δεν τους έδωσε μισθό, αλλά διαλάλησε με κήρυκα να πάρουν τα όπλα και τις αποσκευές τους και να βγουν, γιατί τάχα είχε σκοπό να τους μετρήσει και να τους στείλει στην πατρίδα τους. Τότε οι στρατιώτες άρχισαν να στενοχωριούνται, γιατί δεν είχαν χρήματα ν᾽ αγοράσουν τρόφιμα στο δρόμο, και ετοίμαζαν τις αποσκευές τους χωρίς διάθεση. [7.1.8] Και ο Ξενοφώντας πήγε στον Κλέανδρο τον αρμοστή, που είχαν γίνει πρωτύτερα φίλοι, και τον αποχαιρέτησε, γιατί σκόπευε πια να φύγει. Εκείνος του είπε: «Μην το κάμεις αυτό, αλλιώτικα θα κατηγορηθείς· αφού και τώρα ακόμα σε κατηγορούν μερικοί, επειδή ο στρατός δεν βγαίνει γρήγορα από την πόλη». [7.1.9] «Μα δεν φταίω εγώ γι᾽ αυτό», απάντησε εκείνος, «παρά οι στρατιώτες έχουν ανάγκη από τρόφιμα, κι αυτή είναι η αιτία που δεν έχουν όρεξη να βγουν». [7.1.10] «Πάντως», αποκρίθηκε ο Κλέανδρος, «εγώ σε συμβουλεύω να βγεις, κάνοντας πως θα πας μαζί τους, κι όταν ο στρατός βρεθεί έξω από την πόλη, τότε να φύγεις». «Αυτά», είπε ο Ξενοφώντας, «θα τα κανονίσουμε όταν πάμε στον Αναξίβιο». Πήγαν λοιπόν σε κείνον κι άρχισαν να τα συζητούν. [7.1.11] Ο Αναξίβιος τους παρακίνησε να κάμουν έτσι και να βγουν οι στρατιώτες από την πόλη όσο μπορούσαν γρηγορότερα, με τις αποσκευές τους έτοιμες, και πρόσθεσε πως αν κανένας λείψει από την επιθεώρηση και την αρίθμηση, ο ίδιος θα κατηγορεί τον εαυτό του έπειτα. [7.1.12] Τότε άρχισαν να βγαίνουν πρώτα οι στρατηγοί κι ύστερα οι υπόλοιποι. Βρίσκονταν έξω όλοι μαζεμένοι, εκτός από λίγους, κι ο Ετεόνικος είχε σταθεί στις πύλες για να τις κλείσει και να βάλει την αμπάρα, μόλις θα έβγαινε κι ο τελευταίος. [7.1.13] Τότε ο Αναξίβιος κάλεσε τους στρατηγούς και τους λοχαγούς και τους είπε: «Τα τρόφιμα μπορείτε να τα παίρνετε από τα χωριά της Θράκης, όπου υπάρχει άφθονο κριθάρι και σιτάρι και τ᾽ άλλα χρειαζούμενα. Όταν τα προμηθευτείτε, να τραβήξετε για τη Χερσόνησο, κι εκεί θα σας δώσει μισθό ο Κυνίσκος». [7.1.14] Μερικοί στρατιώτες όμως που τ᾽ άκουσαν ή και κάποιος από τους λοχαγούς τα ανακοινώνουν στο στράτευμα. Οι στρατηγοί στο μεταξύ ρωτούσαν να μάθουν αν ο Σεύθης ήταν εχθρός ή φίλος κι αν έπρεπε να βαδίσουν ανάμεσα από το Ιερό Βουνό ή, κάνοντας το γύρο, να περάσουν από το κέντρο της Θράκης.
|