Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΞΕΝΟΦΩΝ
Κύρου Ἀνάβασις (6.6.37-6.6.38)
[6.6.37] Ἐκ τούτου ἔδοξε τοῖς στρατιώταις δοῦναι αὐτῷ τὰ δημόσια πρόβατα· ὁ δὲ δεξάμενος πάλιν αὐτοῖς ἀπέδωκε. καὶ οὗτος μὲν ἀπέπλει. οἱ δὲ στρατιῶται διαθέμενοι τὸν σῖτον ὃν ἦσαν συγκεκομισμένοι καὶ τἆλλα ἃ εἰλήφεσαν ἐξεπορεύοντο διὰ τῶν Βιθυνῶν. [6.6.38] ἐπεὶ δὲ οὐδενὶ ἐνέτυχον πορευόμενοι τὴν ὀρθὴν ὁδόν, ὥστε ἔχοντές τι εἰς τὴν φιλίαν ἐλθεῖν, ἔδοξεν αὐτοῖς τοὔμπαλιν ὑποστρέψαντας ἐλθεῖν μίαν ἡμέραν καὶ νύκτα. τοῦτο δὲ ποιήσαντες ἔλαβον πολλὰ καὶ ἀνδράποδα καὶ πρόβατα· καὶ ἀφίκοντο ἑκταῖοι εἰς Χρυσόπολιν τῆς Καλχηδονίας, καὶ ἐκεῖ ἔμειναν ἡμέρας ἑπτὰ λαφυροπωλοῦντες. |
[6.6.37] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά αποφάσισαν οι στρατιώτες να του χαρίσουν τα πρόβατα που ανήκαν σ᾽ ολόκληρο το στρατό. Κι εκείνος τα δέχτηκε, μα τους τα ξαναγύρισε πίσω. Τότε αυτός έφυγε με το καράβι. Κι οι στρατιώτες πούλησαν το σιτάρι που είχαν συγκεντρωμένο και όλα τ᾽ άλλα που είχαν αρπάξει και ξεκίνησαν, βαδίζοντας ανάμεσα στη χώρα των Βιθυνών. [6.6.38] Δεν βρήκαν όμως να πάρουν τίποτα προχωρώντας τον κανονικό δρόμο, ώστε να μην έχουν αδειανά τα χέρια όταν πάνε σε φιλική χώρα. Γι᾽ αυτό αποφάσισαν να ξαναγυρίσουν πίσω, βαδίζοντας ένα μερόνυχτο. Μόλις γύρισαν, έπιασαν πολλούς δούλους και πρόβατα. Ύστερα, μέσα σε έξι μέρες πήγαν στη Χρυσόπολη της Καλχηδονίας, όπου έμειναν εφτά μέρες και πουλούσαν τα λάφυρα. |