Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΞΕΝΟΦΩΝ
Κύρου Ἀνάβασις (6.6.25-6.6.36)
[6.6.25] Ἀκούσας ταῦτα ὁ Κλέανδρος εἶπεν ὅτι Δέξιππον μὲν οὐκ ἐπαινοίη, εἰ ταῦτα πεποιηκὼς εἴη· οὐ μέντοι ἔφη νομίζειν οὐδ᾽ εἰ παμπόνηρος ἦν Δέξιππος βίᾳ χρῆναι πάσχειν αὐτόν, ἀλλὰ κριθέντα, ὥσπερ καὶ ὑμεῖς νῦν ἀξιοῦτε, τῆς δίκης τυχεῖν. [6.6.26] νῦν οὖν ἄπιτε καταλιπόντες τόνδε τὸν ἄνδρα· ὅταν δ᾽ ἐγὼ κελεύσω, πάρεστε πρὸς τὴν κρίσιν. αἰτιῶμαι δὲ οὔτε τὴν στρατιὰν οὔτε ἄλλον οὐδένα ἔτι, ἐπεὶ οὗτος αὐτὸς ὁμολογεῖ ἀφελέσθαι τὸν ἄνδρα. [6.6.27] ὁ δὲ ἀφαιρεθεὶς εἶπεν· Ἐγώ, ὦ Κλέανδρε, εἰ καὶ οἴει με ἀδικοῦντά τι ἄγεσθαι, οὔτε ἔπαιον οὐδένα οὔτε ἔβαλλον, ἀλλ᾽ εἶπον ὅτι δημόσια εἴη τὰ πρόβατα· ἦν γὰρ τῶν στρατιωτῶν δόγμα, εἴ τις ὁπότε ἡ στρατιὰ ἐξίοι ἰδίᾳ λῄζοιτο, δημόσια εἶναι τὰ ληφθέντα. [6.6.28] ταῦτα εἶπον· ἐκ τούτου με λαβὼν οὗτος ἦγεν, ἵνα μὴ φθέγγοιτο μηδείς, ἀλλ᾽ αὐτὸς λαβὼν τὸ μέρος διασώσειε τοῖς λῃσταῖς παρὰ τὴν ῥήτραν τὰ χρήματα. πρὸς ταῦτα ὁ Κλέανδρος εἶπεν· Ἐπεὶ τοίνυν ‹συναίτιος› εἶ, κατάμενε, ἵνα καὶ περὶ σοῦ βουλευσώμεθα. |
[6.6.25] Όταν τ᾽ άκουσε ο Κλέανδρος είπε πως δεν ήταν καλή η συμπεριφορά του Δέξιππου, αν πραγματικά τα είχε κάμει αυτά. Είχε όμως τη γνώμη, πρόσθεσε, πως κι αν ο Δέξιππος ήταν ο χειρότερος από τους ανθρώπους, δεν έπρεπε να τον μεταχειριστούν με βάναυσο τρόπο «παρά να κριθεί, όπως κι εσείς τώρα θεωρείτε σωστό, κι ύστερα να τιμωρηθεί. [6.6.26] Πηγαίνετε λοιπόν κι αφήστε εδώ αυτόν τον άντρα, κι άμα διατάξω, τότε να έρθετε για τη δίκη. Δεν κατηγορώ πια ούτε το στρατό ούτε κανέναν άλλο, αφού τούτος ο ίδιος παραδέχεται πως πήρε το στρατιώτη». [6.6.27] Εκείνος πάλι που τον οδηγούσε ο Δέξιππος και του τον πήρε ο Αγασίας είπε: «Εγώ, Κλέανδρε, αν νομίζεις ότι έφταιξα σε κάτι και γι᾽ αυτό μ᾽ έφεραν σε σένα, να ξέρεις πως ούτε χτύπησα κανέναν ούτε του έριξα πέτρες, παρά είπα μονάχα πως τα πρόβατα ανήκαν σε όλο το στρατό. Και τούτο, γιατί οι στρατιώτες είχαν αποφασίσει, αν κάποιος λεηλατήσει για λογαριασμό του όταν βγαίνουμε για να βρούμε τρόφιμα, τότε τα λάφυρα να ανήκουν σε όλους. [6.6.28] Αυτά είπα και τούτος τότε μ᾽ έπιασε και με οδηγούσε σε σένα για να μην τολμήσει να μιλήσει κανείς, παρά να κρατήσει ο ίδιος το μερίδιό του και να φυλάξει τα πρόβατα σε κείνους που τα είχαν αρπάξει, ενάντια στη συμφωνία του στρατού». Σ᾽ αυτά ο Κλέανδρος αποκρίθηκε: «Επειδή είσαι συνένοχος, μείνε εδώ για να αποφασίσουμε και για σένα». |