Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (310-336)

310 ΑΝ. ὦ Ζεῦ, τί λέξω; ποῖ φρενῶν ἔλθω, πάτερ;
ΟΙ. τί δ᾽ ἔστι, τέκνον Ἀντιγόνη; ΑΝ. γυναῖχ᾽ ὁρῶ
στείχουσαν ἡμῶν ἆσσον, Αἰτναίας ἐπὶ
πώλου βεβῶσαν· κρατὶ δ᾽ ἡλιοστερὴς
κυνῆ πρόσωπα Θεσσαλίς νιν ἀμπέχει.
315 τί φῶ;
ἆρ᾽ ἔστιν; ἆρ᾽ οὐκ ἔστιν; ἢ γνώμη πλανᾷ;
καὶ φημὶ κἀπόφημι, κοὐκ ἔχω τί φῶ.
τάλαινα,
οὐκ ἔστιν ἄλλη. φαιδρὰ γοῦν ἀπ᾽ ὀμμάτων
320 σαίνει με προσστείχουσα· σημαίνει δέ τι·
μόνης τόδ᾽ ἐστί, δῆλον, Ἰσμήνης κάρα.
ΟΙ. πῶς εἶπας, ὦ παῖ; ΑΝ. παῖδα σήν, ἐμὴν δ᾽ ὁρᾶν
ὅμαιμον· αὐδῇ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἔξεστιν μαθεῖν.
ΙΣΜΗΝΗ
ὦ δισσὰ πατρὸς καὶ κασιγνήτης ἐμοὶ
325 ἥδιστα προσφωνήμαθ᾽, ὡς ὑμᾶς μόλις
εὑροῦσα λύπῃ δεύτερον μόλις βλέπω.
ΟΙ. ὦ τέκνον, ἥκεις; ΙΣ. ὦ πάτερ δύσμοιρ᾽ ὁρᾶν.
ΟΙ. τέκνον, πέφηνας; ΙΣ. οὐκ ἄνευ μόχθου γέ μοι.
ΟΙ. πρόσψαυσον, ὦ παῖ. ΙΣ. θιγγάνω δυοῖν ὁμοῦ.
330 ΟΙ. ὦ σπέρμ᾽ ὅμαιμον. ΙΣ. ὦ δυσάθλιαι τροφαί.
ΟΙ. ἦ τῆσδε κἀμοῦ; ΙΣ. δυσμόρου τ᾽ ἐμοῦ τρίτης.
ΟΙ. τέκνον, τί δ᾽ ἦλθες; ΙΣ. σῇ, πάτερ, προμηθίᾳ.
ΟΙ. πότερα πόθοισι; ΙΣ. καὶ λόγων γ᾽ αὐτάγγελος,
ξὺν ᾧπερ εἶχον οἰκετῶν πιστῷ μόνῳ.
335 ΟΙ. οἱ δ᾽ αὐθόμαιμοι ποῦ νεανίαι πονεῖν;
ΙΣ. εἴσ᾽ οὗπέρ εἰσι· δεινὰ τἀν κείνοις τανῦν.

310ΑΝ. Ω Δία, τί να πω και τί να βάλει ο νους μου;
ΟΙ. Τί τρέχει, Αντιγόνη κόρη μου; ΑΝ. Κάποια γυναίκα
βλέπω να ᾽ρχεται ολοταχώς, πάνω σε μια
φοράδα από την Αίτνα, φορώντας στο κεφάλι της
πλατύγυρο θεσσαλικό, που της σκεπάζει για καλά το πρόσωπο,
να μην το κάψει ο ήλιος.
315Δεν ξέρω αλήθεια τί να πω;
Είναι; δεν είναι; με γελούν τα μάτια μου;
Ταλαίπωρη είμαι,
κι όμως είναι αυτή, δεν είναι άλλη. Πλησιάζει,
320και το χαρούμενό της βλέμμα με χαϊδεύει· τώρα μου γνέφει.
Σίγουρα είναι αυτή, Ισμήνη αγαπημένη μου.
ΟΙ. Τι λες, παιδί μου; ΑΝ. Πως βλέπω τη δική σου
θυγατέρα και τη δική μου αδελφή· μπορείς κι εσύ
ν᾽ αναγνωρίσεις τη φωνή της.
ΙΣΜΗΝΗ
325Γλυκύτατα, διπλά ονόματα, της αδελφής και του πατέρα.
Πολύς ο μόχθος να σας βρω, πολύς ο πόνος να σας ξαναδώ.
ΟΙ. Ω κόρη μου, είσαι εδώ; ΙΣ. Ναι, δύσμοιρε πατέρα,
με την άθλια όψη.
ΟΙ. Φάνηκες, θυγατέρα μου; ΙΣ. Δύσκολα όμως και με κόπο.
ΟΙ. Έλα παιδί μου, χάιδεψέ με. ΙΣ. Σας αγκαλιάζω και τους δυο.
330ΟΙ. Σπέρμα μου κι αίμα μου εσείς. ΙΣ. Ζωές αξιοθρήνητες.
ΟΙ. Μιλάς για μένα και γι᾽ αυτήν; ΙΣ. Είμαι κι εγώ,
τρίτη και δύστυχη.
ΟΙ. Παιδί μου, πες, εδώ τί σ᾽ έφερε; ΙΣ. Πατέρα, η φροντίδα μου
για σένα.
ΟΙ. Ο πόθος να με ξαναδείς; ΙΣ. Ήθελα και να φέρω μόνη μου
το νέο, μαζί μ᾽ αυτόν τον υπηρέτη, που πιστός μού απόμεινε.
335ΟΙ. Κι οι νεαροί, τα προκομμένα αδέλφια σου, τί κάνουν;
ΙΣ. Είναι εκεί που είναι· τώρα σε φοβερή κατάσταση.


ΑΝΤ. Θεέ μου!
310τί να ᾽ναι αυτό, πατέρα, τί να βάλω
στο νου μου; ΟΙΔ. Τί ᾽ναι, κόρη μου Αντιγόνη;
ΑΝΤ. Κάποια γυναίκα βλέπω να ᾽ρχεται
ίσα και κατά δω, καβάλα επάνω
σ᾽ Αιτναία φοράδα και στην κεφαλή της
φορεί θεσσαλικό σκιάδι του ήλιου,
που όλο το πρόσωπό της τής σκεπάζει.
Τί να πω;
Είναι άραγε, δεν είναι; να γελιούμαι;
μια λέγω ναι και μια όχι· και δεν έχω
η άμοιρη τί να πω.
Μα άλλη δεν είναι· νά, όσο πλησιάζει
320με μάτια γελαστά μου γλυκογνέφει,
δε μένει αμφιβολία καμιά· αυτή ᾽ναι
και μόνη αυτή, η Ισμήνη, η ακριβή μου.
ΟΙΔ. Τί ᾽πες, παιδί μου; ΑΝΤ. Πως την κόρη σου
κι αυταδερφή μου εμένα, βλέπω, νά την,
κι ευτύς και συ θα δεις απ᾽ τη φωνή της.
ΙΣΜΗΝΗ
Πατέρα μου, αδερφή μου, ω εσείς τα δυο μου
πιο αγαπημένα ονόματα, αχ με πόσο
κόπο σας βρήκα, μα άλλο τόσο τώρα
η λύπη μου μού δίνει, που σας βλέπω.
ΟΙΔ. Κορούλα μου ήρθες; ΙΣΜ. Άμοιρε πατέρα,
να σε βλέπει κανείς. ΟΙΔ. Παιδί μου, εδώ εισαι;
ΙΣΜ. Όχι χωρίς πολύ για μένα κόπο.
ΟΙΔ. Κόρη μου, αγκάλιασέ με. ΙΣΜ. Και τους δυο σας
330μαζί αγκαλιάζω. ΟΙΔ. Ω αίμα μου, ω παιδί μου.
ΙΣΜ. Ω ζωές τρισάθλιες. ΟΙΔ. Λες αυτής και μένα;
ΙΣΜ. Μαζί της άμοιρης και μένα τρίτης.
ΟΙΔ. Παιδί μου, γιατ᾽ ήρθες; ΙΣΜ. Απ᾽ την έγνοια
τη δική σου, πατέρα. ΟΙΔ. Με ποθούσες;
ΙΣΜ. Κι ακόμα και για να σου φέρω κάποια
νέα μονάχη, με το μόνο που είχα
πιστό μου απ᾽ τους ανθρώπους του σπιτιού μας.
ΟΙΔ. Και πού ηταν οι αδερφοί σου, νέοι εκείνοι,
να λάβαιναν τον κόπο. ΙΣΜ. Είναι όπου είναι
και φοβερή τώρα κι αυτών η θέση.


310ΑΝΤ. Θεέ, τί να πω; πατέρα μου, στο νου μου τί να βάλω;
ΟΙΔ. Τί είν᾽ Αντιγόνη μου; ΑΝΤ. Θωρώ, καβάλα απά σε μούλα
κάποια γυναίκα να ᾽ρχεται σιμά μας· στο κεφάλι
σκιάδι φορεί θεσσαλικό να της κρατάει τον ήλιο.
Σαν τί να πω;
Τάχατες είναι; τάχατες δεν είναι; ή κάνω λάθος;
Και λέω και ξελέω το και τί να πω δεν ξέρω.
Ω την καημένη!
Δεν είναι άλλη· χαρούμενη βέβαια με τα μάτια
320με χαιρετάει σιμώνοντας, και τούτο φανερώνει
πως είναι δίχως άλλο αυτή η αδερφή μου Ισμήνη.
ΟΙΔ. Τί είπες παιδί μου; ΑΝΤ. Πως θωρώ την κόρη σου κι εμένα
αδερφή μου· κι απ᾽ τη φωνήν αμέσως θα το νιώσεις.
ΙΣΜΗΝΗ
Ω δυο μου ονόματα γλυκά, πατέρα κι αδερφή μου,
με κόπο αφού σας έβρηκα, μόλις τώρα και πάλι
απ᾽ τα πολλά μου δάκρυα σας βλέπω. ΟΙΔ. Ήλθες παιδί μου;
ΙΣΜ. Πατέρα μου κακόμοιρε, που δε μπορείς να βλέπεις.
ΟΙΔ. Παιδί μου φανερώθηκες; ΙΣΜ. Όχι με δίχως κόπο.
ΟΙΔ. Αγκάλιασέ με, κόρη μου. ΙΣΜ. Νά, και τους δυο σάς πιάνω.
330ΟΙΔ. Ω σπλάχνο μου ιδιοαίματο. ΙΣΜ. Ω κακοτυχοζώντας.
ΟΙΔ. Εγώ και τούτη δα; ΙΣΜ. Κι εγώ η κακομοίρα τρίτη.
ΟΙΔ. Για λόγο ποιό ήλθες, κόρη μου; ΙΣΜ. Να σε νοιαστώ πατέρα.
ΟΙΔ. Μόνο απ᾽ αγάπη; ΙΣΜ. Και να πω κάτι σ᾽ εσένα η ίδια,
μ᾽ ένα μονάχα δούλο μας, που μπιστεμένον είχα.
ΟΙΔ. Και οι δυο λεβέντες αδερφοί πού είναι να κοπιάζουν;
ΙΣΜ. Είν᾽ εκεί που ᾽ναι· τρομερά τα τωρινά σ᾽ εκείνους.