[6] Ύστερα σταμάτησε για λίγο η συζήτηση, και ο Περίανδρος, βλέποντας ότι ο Νειλόξενος ήθελε να μιλήσει, αλλά δίσταζε, [151a] είπε: «Εγώ, αγαπητοί μου, επαινώ τις πόλεις και τους άρχοντες που νοιάζονται πρώτα για τις υποθέσεις των ξένων τους και ύστερα για τα υποθέσεις των πολιτών. Και τώρα λοιπόν νομίζω ότι πρέπει να αφήσουμε για λίγο καταμέρος τον λόγο για τα δικά μας ζητήματα, ζητήματα ντόπια και πολύ γνωστά, και να δώσουμε την ευκαιρία να παρουσιασθούν —όπως γίνεται και στην εκκλησία του δήμου— τα θέματα που ο εξαίρετος φίλος μας Νειλόξενος έφερε από την Αίγυπτο και από μέρους του βασιλιά της για τον Βίαντα, και που ο Βίαντας θέλει να τα εξετάσει μαζί μας». «Αλήθεια», είπε ο Βίαντας, «πού αλλού ή με τίνων άλλων τη βοήθεια θα μπορούσε κανείς προθυμότερα να διακινδυνεύσει, αν χρειαζόταν, να δώσει μια απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήματα, αφού μάλιστα ο βασιλιάς [151b] παράγγειλε να αρχίσω πρώτος εγώ, ύστερα όμως ο λόγος να περάσει σε όλους εσάς;» Με αυτά τα λόγια ο Νειλόξενος παρέδωσε στον Βίαντα την επιστολή, εκείνος όμως του ζήτησε να την ανοίξει και να τη διαβάσει μπροστά σε όλους. Η έννοια του γράμματος ήταν η ακόλουθη: «Ο βασιλιάς της Αιγύπτου Άμασης λέει στον Βίαντα, τον πιο σοφό από όλους τους Έλληνες: Ο βασιλιάς της Αιθιοπίας αμιλλάται με μένα στη σοφία. Έχοντας επανειλημμένα νικηθεί σε όλα τα άλλα, έχει διατυπώσει μια παράξενη και τρομερή απαίτηση: μου ζητάει να πιω ολόκληρη τη θάλασσα. Αν λύσω το πρόβλημα, θα πάρω, λέει, πολλά χωριά και πολλές χώρες εκείνου· [151c] αν δεν το λύσω, θα χάσω τις πόλεις γύρω από την Ελεφαντίνη. Σκέψου λοιπόν και στείλε μου αμέσως πίσω τον Νειλόξενο, και ό,τι είναι ανάγκη να γίνει από μένα σε φίλους ή συμπολίτες σου, δεν θα υπάρξει από μέρους μου καμιά δυσκολία». Μετά την ανάγνωση της επιστολής ο Βίαντας δεν περίμενε πολύ· συγκεντρώθηκε για λίγο στον εαυτό του, αντάλλαξε λίγες κουβέντες με τον Κλεόβουλο, που είχε θέση δίπλα στη δική του, και αμέσως είπε: «Τί λες, Ναυκρατίτη; Θα δεχτεί ο Άμασης, βασιλιάς τόσων ανθρώπων και κύριος μιας τόσο εξαιρετικής και τόσο μεγάλης χώρας, να πιει ολόκληρη τη θάλασσα για μερικά τόσο ασήμαντα και άθλια χωριά;» Γέλασε ο Νειλόξενος και είπε: «Με το ενδεχόμενο να το δεχτεί, σκέψου, Βίαντα, τί μπορεί να κάνει». [151d] «Ε τότε», είπε ο Βίαντας, «ας πει στον Αιθίοπα να σταματήσει τα ποτάμια που χύνονται τώρα στα πελάγη, ώσπου αυτός να πιει την τωρινή τη θάλασσα· γιατί μ᾽ αυτήν σχετίζεται η απαίτηση, όχι μ᾽ αυτήν που θα υπάρξει αργότερα». Μόλις τα είπε αυτά ο Βίαντας, όλος χαρά ο Νειλόξενος όρμησε να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει. Και οι υπόλοιποι, επίσης, επαίνεσαν την απάντησή του και τη δέχτηκαν. Και μόνο ο Χείλωνας γέλασε και είπε: «Φίλε από τη Ναύκρατη, πριν χαθεί η θάλασσα, που θα την έχει πιει ο Άμασης, πήγαινε και πες του να μην ψάχνει να βρει με ποιό τρόπο θα ξοδέψει τόση αρμύρα, αλλά πώς θα κάνει [151e] τη βασιλεία του πόσιμη και γλυκιά για τους υπηκόους του· σ᾽ αυτά τα πράγματα ο Βίαντας είναι, στ᾽ αλήθεια, πολύ ικανός και ένας άριστος δάσκαλος· αν λοιπόν ο Άμασης τα μάθει όλα αυτά, δεν θα χρειάζεται πια για τους Αιγυπτίους τον χρυσό ποδονιπτήρα του, αλλά, αφού θα είναι καλός, θα τον σέβονται και θα τον τιμούν όλοι, έστω κι αν αποδειχθεί πως είναι χιλιάδες φορές κατώτερος στην καταγωγή από ό,τι τώρα». «Πραγματικά», είπε ο Περίανδρος, «είναι σωστό να συνεισφέρουμε όλοι μας στον βασιλιά, “ένας ένας με τη σειρά του”, όπως είπε και ο Όμηρος, τέτοιου είδους απαρχές. Γιατί και για κείνον οι προσθήκες αυτές θα έχουν μεγαλύτερη αξία από το φορτίο που του στέλνουμε, και για μας θα αποδειχθούν ωφέλιμες περισσότερο από οτιδήποτε άλλο».
|