ΠΛΟ. Μα μπορεί τέτοιο πράμα ένας θνητός;
ΧΡΕ. Έχω μεγάλη ελπίδα απ᾽ όσα ο Φοίβος
μου ᾽πε, τη μαντική του σειώντας δάφνη.
ΠΛΟ. Είναι λοιπόν κι αυτός μες στη δουλειά;
ΧΡΕ. Βέβαια. ΠΛΟ. Τα μάτια τέσσερα! ΧΡΕ. Καθόλου
μη χολοσκάς, ω φίλε, και να ξέρεις
πως ό,τι σου υποσχέθηκα, όλα εγώ,
κι αν είναι να πεθάνω, θα τα πράξω.
ΚΑΡ. Κι αν το θελήσεις, σε βοηθάω κι εγώ.
ΧΡΕ. Κι ένα σωρό σύμμαχοι θα μας έρθουν,
όσοι δίκαιοι δεν έχουνε ψωμί.
ΠΛΟ. Πωπώ! Οι φτωχοί πολύ κακοί συμμάχοι.220
ΧΡΕ. Καθόλου, μια και θα γενούνε πλούσιοι.
(στον Καρίωνα)
Άιντε συ τρέχα γλήγορα, όσο δύνεσαι…
ΚΑΡ. Να κάνω τί; Γιά πε μου. ΧΡΕ. Να καλέσεις
εδώ τους συναδέλφους μου ζευγάδες
να ᾽ρθουνε, για να πάρουν μερτικό
ίσο μ᾽ εμάς από τον αφέντη Πλούτο.
ΚΑΡ. Πάω τρεχάλα. Μα κάποιος από μέσα
νά ᾽ρθει, να μου φυλάξει αυτό το λίγο
κρέας, μου μ᾽ έχει μείνει απ᾽ τη θυσία.
ΧΡΕ. Φροντίζω εγώ, μα τρέχα εσύ καπνός!
(στον Πλούτο)
Κι εσύ Πλούτε, πιο δυνατός απ᾽ όλους230
τους ημίθεους, έλα μαζί μου μέσα.
Νά! τούτο είναι το σπίτι μου και πρέπει
να το γεμίσεις με παράδες σήμερα
με κάθε τρόπον είτε δίκιο είτ᾽ άδικο.
ΠΛΟ. Μά τους θεούς, μου σφίγγεται η καρδιά
κάθε που μπαίνω μες σε ξένο σπίτι.
Καλό δεν είδα ως τώρα και χαΐρι.
Σε κανενός τσιγκούνη αν τύχει νά ᾽μπω,
με θάβει αμέσως στα βαθιά της γης
και αν άνθρωπος καλός και φίλος έρθει
να του γυρέψει λίγα δανεικά,240
κλαίγεται πως δεν μ᾽ έχει ιδεί ποτές του!
Κι αν τύχει νά ᾽μπω σε παραλυμένου,
μ᾽ απιθώνει στα ζάρια και στις πόρνες
και βρίσκομαι σε λίγο πεταμένος
έξω απ᾽ την πόρτα. ΧΡΕ. Μα γιατί δεν πέτυχες
ποτές σου ανθρώπους μετρημένους. Νά με,
στάθηκα τέτοιος σ᾽ όλη μου τη ζήση.
Μου αρέσει και να κάνω οικονομίες
όσο κανείς, και να ξοδεύω πάλι,
αν είναι ανάγκη. Πάμε τώρα μέσα.
Θέλω να σου γνωρίσω την κυρά μου
και τον μονάκριβό μου τον υγιό,250
που τον πολυαγαπάω μετά από σένα.
ΠΛΟ. Σε πιστεύω. ΧΡΕ. Σου λέγω την πάσα αλήθεια.
|