Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Πλοῦτος (211-252)


ΠΛ. πῶς οὖν δυνήσει τοῦτο δρᾶσαι θνητὸς ὤν;
ΧΡ. ἔχω τιν᾽ ἀγαθὴν ἐλπίδ᾽ ἐξ ὧν εἶπέ μοι
ὁ Φοῖβος αὐτὸς Πυθικὴν σείσας δάφνην.
ΠΛ. κἀκεῖνος οὖν ξύνοιδε ταῦτα; ΧΡ. φήμ᾽ ἐγώ.
215ΠΛ. ὁρᾶτε— ΧΡ. μὴ φρόντιζε μηδέν, ὦγαθέ.
ἐγὼ γάρ, εὖ τοῦτ᾽ ἴσθι, κἂν δῇ μ᾽ ἀποθανεῖν,
αὐτὸς διαπράξω ταῦτα. ΚΑ. κἂν βούλῃ γ᾽, ἐγώ.
ΧΡ. πολλοὶ δ᾽ ἔσονται χἄτεροι νῷν ξύμμαχοι,
ὅσοις δικαίοις οὖσιν οὐκ ἦν ἄλφιτα.
220ΠΛ. παπαῖ, πονηρούς γ᾽ εἶπας ἡμῖν ξυμμάχους.
ΧΡ. οὔκ, ἤν γε πλουτήσωσιν ἐξ ἀρχῆς πάλιν.
ἀλλ᾽ ἴθι σὺ μὲν ταχέως δραμών— ΚΑ. τί δρῶ; λέγε.
ΧΡ. τοὺς ξυγγεώργους κάλεσον, —εὑρήσεις δ᾽ ἴσως
ἐν τοῖς ἀγροῖς αὐτοὺς ταλαιπωρουμένους,—
225ὅπως ἂν ἴσον ἕκαστος ἐνταυθοῖ παρὼν
ἡμῖν μετάσχῃ τοῦδε τοῦ Πλούτου μέρος.
ΚΑ. καὶ δὴ βαδίζω. τουτοδὲ τὸ κρεᾴδιον
τῶν ἔνδοθέν τις εἰσενεγκάτω λαβών.
ΧΡ. ἐμοὶ μελήσει τοῦτό γ᾽· ἀλλ᾽ ἁνύσας τρέχε.
230σὺ δ᾽, ὦ κράτιστε Πλοῦτε πάντων δαιμόνων,
εἴσω μετ᾽ ἐμοῦ δεῦρ᾽ εἴσιθ᾽· ἡ γὰρ οἰκία
αὕτη ᾽στὶν ἣν δεῖ χρημάτων σε τήμερον
μεστὴν ποῆσαι καὶ δικαίως κἀδίκως.
ΠΛ. ἀλλ᾽ ἄχθομαι μὲν εἰσιὼν νὴ τοὺς θεοὺς
235εἰς οἰκίαν ἑκάστοτ᾽ ἀλλοτρίαν πάνυ·
ἀγαθὸν γὰρ ἀπέλαυσ᾽ οὐδὲν αὐτοῦ πώποτε.
ἢν μὲν γὰρ ὡς φειδωλὸν εἰσελθὼν τύχω,
εὐθὺς κατώρυξέν με κατὰ τῆς γῆς κάτω·
κἄν τις προσέλθῃ χρηστὸς ἄνθρωπος φίλος
240αἰτῶν λαβεῖν τι σμικρὸν ἀργυρίδιον,
ἔξαρνός ἐστι μηδ᾽ ἰδεῖν με πώποτε.
ἢν δ᾽ ὡς παραπλῆγ᾽ ἄνθρωπον εἰσελθὼν τύχω,
πόρναισι καὶ κύβοισι παραβεβλημένος
γυμνὸς θύραζ᾽ ἐξέπεσον ἐν ἀκαρεῖ χρόνου.
245ΧΡ. μετρίου γὰρ ἀνδρὸς οὐκ ἐπέτυχες πώποτε.
ἐγὼ δὲ τούτου τοῦ τρόπου πώς εἰμ᾽ ἀεί·
χαίρω τε γὰρ φειδόμενος ὡς οὐδεὶς ἀνὴρ
πάλιν τ᾽ ἀναλῶν, ἡνίκ᾽ ἂν τούτου δέῃ.
ἀλλ᾽ εἰσίωμεν, ὡς ἰδεῖν σε βούλομαι
250καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὸν υἱὸν τὸν μόνον,
ὃν ἐγὼ φιλῶ μάλιστα μετὰ σέ. ΠΛ. πείθομαι.
ΧΡ. τί γὰρ ἄν τις οὐχὶ πρὸς σὲ τἀληθῆ λέγοι;


ΠΛΟ. Μα μπορεί τέτοιο πράμα ένας θνητός;
ΧΡΕ. Έχω μεγάλη ελπίδα απ᾽ όσα ο Φοίβος
μου ᾽πε, τη μαντική του σειώντας δάφνη.
ΠΛΟ. Είναι λοιπόν κι αυτός μες στη δουλειά;
ΧΡΕ. Βέβαια. ΠΛΟ. Τα μάτια τέσσερα! ΧΡΕ. Καθόλου
μη χολοσκάς, ω φίλε, και να ξέρεις
πως ό,τι σου υποσχέθηκα, όλα εγώ,
κι αν είναι να πεθάνω, θα τα πράξω.
ΚΑΡ. Κι αν το θελήσεις, σε βοηθάω κι εγώ.
ΧΡΕ. Κι ένα σωρό σύμμαχοι θα μας έρθουν,
όσοι δίκαιοι δεν έχουνε ψωμί.
ΠΛΟ. Πωπώ! Οι φτωχοί πολύ κακοί συμμάχοι.220
ΧΡΕ. Καθόλου, μια και θα γενούνε πλούσιοι.
(στον Καρίωνα)
Άιντε συ τρέχα γλήγορα, όσο δύνεσαι…
ΚΑΡ. Να κάνω τί; Γιά πε μου. ΧΡΕ. Να καλέσεις
εδώ τους συναδέλφους μου ζευγάδες
να ᾽ρθουνε, για να πάρουν μερτικό
ίσο μ᾽ εμάς από τον αφέντη Πλούτο.
ΚΑΡ. Πάω τρεχάλα. Μα κάποιος από μέσα
νά ᾽ρθει, να μου φυλάξει αυτό το λίγο
κρέας, μου μ᾽ έχει μείνει απ᾽ τη θυσία.
ΧΡΕ. Φροντίζω εγώ, μα τρέχα εσύ καπνός!
(στον Πλούτο)
Κι εσύ Πλούτε, πιο δυνατός απ᾽ όλους230
τους ημίθεους, έλα μαζί μου μέσα.
Νά! τούτο είναι το σπίτι μου και πρέπει
να το γεμίσεις με παράδες σήμερα
με κάθε τρόπον είτε δίκιο είτ᾽ άδικο.
ΠΛΟ. Μά τους θεούς, μου σφίγγεται η καρδιά
κάθε που μπαίνω μες σε ξένο σπίτι.
Καλό δεν είδα ως τώρα και χαΐρι.
Σε κανενός τσιγκούνη αν τύχει νά ᾽μπω,
με θάβει αμέσως στα βαθιά της γης
και αν άνθρωπος καλός και φίλος έρθει
να του γυρέψει λίγα δανεικά,240
κλαίγεται πως δεν μ᾽ έχει ιδεί ποτές του!
Κι αν τύχει νά ᾽μπω σε παραλυμένου,
μ᾽ απιθώνει στα ζάρια και στις πόρνες
και βρίσκομαι σε λίγο πεταμένος
έξω απ᾽ την πόρτα. ΧΡΕ. Μα γιατί δεν πέτυχες
ποτές σου ανθρώπους μετρημένους. Νά με,
στάθηκα τέτοιος σ᾽ όλη μου τη ζήση.
Μου αρέσει και να κάνω οικονομίες
όσο κανείς, και να ξοδεύω πάλι,
αν είναι ανάγκη. Πάμε τώρα μέσα.
Θέλω να σου γνωρίσω την κυρά μου
και τον μονάκριβό μου τον υγιό,250
που τον πολυαγαπάω μετά από σένα.
ΠΛΟ. Σε πιστεύω. ΧΡΕ. Σου λέγω την πάσα αλήθεια.