Σ᾽ ένα φεγγίτη, πίσω από το δίχτυ, παρουσιάζεται ο Φιλοκλέωνας.
ΦΙΛ. Αγαπητοί, απ᾽ την τρύπ᾽ αυτή
περνά η φωνή σας καθαρά
και την ακούω και λαχταρώ.
Μα τί να κάμω; Δεν μπορεί
να γίνει αυτό που θέλετε.
320Ποθώ να πάω μαζί μ᾽ εσάς
στη ψηφοδόχες κάλπες μας
και να βαρώ, να τιμωρώ,
μα με φρουρούν εκείνοι εκεί.
Θεέ της βροντής τρομερέ,
σε μια στιγμή
κάμε με, Δία μου, καπνό
ή Προξενίδη ή του Σέλλου το γιο,
περιπλοκάδα ψευτιάς ξακουστή.
Ρίξ᾽ ένα βλέμμα σ᾽ αυτά που τραβώ,
κάμε μου, θεέ μου, τη χάρη·
ή με φωτιά καυτερού κεραυνού
ψήσε με κάτω απ᾽ τη στάχτη γοργά
330κι ύστερα πάρε με, φύσα με, βάλε με
σε σαλαμούρα ξιδάτη ζεστή·
ή, αν προτιμάς,
κάμε με πέτρα, από κείνες που πάνω τους
στα δικαστήρια μετρούνε τους ψήφους.
|