ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ΔΗΜ. … Εκεί που ταξιδεύεις ωραία, ξαφνικά θύελλα
φοβερή, που δεν περίμενες, χτυπά κι αναποδογυρίζει
το πλοίο, καθώς πήγαινε σε ήρεμα νερά.
210Κάτι τέτοιο τώρα έπαθα κι εγώ· εγώ
που ετοίμαζα τον γάμο, που θυσίαζα στους θεούς,
που σε μένα όλα πριν από λίγο ήρθαν
όπως τα ήθελα, ούτε αν βλέπω καλά
μα την Αθηνά, δεν ξέρω πια. Όχι, αλλ᾽ εδώ
215βρίσκομαι με πόνο ξαφνικό κι αβάσταχτο.
Ποιός θα το πίστευε; Σκεφτείτε, αν είμαι τώρα
στα καλά μου ή τρελάθηκα. Χωρίς να ξέρω
τίποτε με βεβαιότητα, το συμπέρασμα είναι
μεγάλη συφορά. Μόλις λοιπόν μπήκα μέσα
220όλος φροντίδα και βιασύνη να κάνουμε τον γάμο,
απλώς το ανακοίνωσα και τους διέταξα
να κάνουν όλα όσα χρειάζονται: να καθαρίσουν
το σπίτι, να ζυμώσουν, ν᾽ αρχίσουν τη θυσία.
Και πράγματι όλα γίνονταν με προθυμία.
Η βιασύνη όμως, όπως είναι φυσικό, προκάλεσε
αναστάτωση στο σπίτι. Το μωρό έκλαιγε
225γοερά ριγμένο σ᾽ ένα κρεβάτι και οι γυναίκες
φώναζαν «αλεύρι», «νερό», «λάδι», «φέρε
κάρβουνα». Κι εγώ δίνοντάς τους αυτά
και βοηθώντας, μπήκα στην αποθήκη
από όπου δεν βγήκα αμέσως, γιατί τους
230έδινα περισσότερα και εξετάζαμε τί άλλο
χρειαζόταν. Κι ενώ ήμουν εκεί, μια γυναίκα
κατέβαινε από το πάνω πάτωμα στο δωμάτιο
μπροστά στην αποθήκη —είναι εργαστήριο
που υφαίνουν— έτσι απ᾽ αυτό περνάμε
235και για να ανεβούμε και για την αποθήκη.
Αυτή υπήρξε του Μοσχίωνος τροφός, γυναίκα
ηλικιωμένη, δούλη μου κάποτε, τώρα ελεύθερη.
Όταν είδε το παιδί να κλαίει παραμελημένο
και μη έχοντας ιδέα ότι εγώ ήμουν μέσα,
240νόμισε ότι μπορεί να μιλήσει ελεύθερα·
Πηγαίνει κοντά του, του λέει αυτά τα γνωστά,
«αγαπημένο μου παιδί» και «θησαυρέ μου,
πού είναι η μανούλα σου;» Το φίλησε,
το πήρε στην αγκαλιά της. Κι όταν έπαψε
να κλαίει, την άκουσα να λέει,
245«ω δυστυχία μου, κάποτε που ήταν ο Μοσχίων
μωράκι σαν αυτό, εγώ το φρόντιζα με αγάπη,
αλλά τώρα αυτό εδώ το δικό του παιδί...
(λείπουν 2 ή 3 στίχοι)
|