ΚΑΔΜΟΣ
330Παιδί μου, σωστά σε νουθετεί ο Τειρεσίας.
Μείνε κοντά μας.
Μην εγκαταλείπεις τις παραδόσεις μας.
Τώρα δεν πατάς στη γη και η λογική σου είναι παράλογη.
Γιατί, και αν ακόμη, όπως λες εσύ, δεν υπάρχει ο θεός αυτός,
εσύ οφείλεις να λες πως υπάρχει.
Πες το το ψέμα με τρόπο που να πείθει.
335Λέγε πως είναι της Σεμέλης,
για να πιστέψουν ότι γέννησε θεό
και να τιμάται το γένος μας.
Είδες το θλιβερό τέλος του Ακτέωνος.
Εκόμπαζε πάνω στον Κιθαιρώνα
340πως ήταν κυνηγός ανώτερος από την Άρτεμη.
Τον κατασπάραξαν οι ίδιες οι σκύλες του,
που τρων σάρκες ωμές.
Πρόσεξε!
Μην πάθεις και συ ό,τι έπαθε.
Έλα, άφησε να στέψω το κεφάλι σου με τον κισσό.
Μείνε κοντά μας. Τίμα τον θεό.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Μη!
Μη μ᾽ αγγίζεις.
Πήγαινε να βακχέψεις.
Δεν θα μου μεταδώσεις την μωρία σου.
345Όμως αυτόν εδώ, τον δάσκαλό σου στις ανοησίες,
θα τον τιμωρήσω.
Ας τρέξει κάποιος όσο πιο γρήγορα μπορεί.
Και όταν φθάσεις στους θρόνους,
όπου κάθεται και οιωνοσκοπεί,
ξεθεμέλιωσέ τους με λοστούς,
φέρε τα πάνω κάτω,
350ισοπέδωσε τα πάντα,
σκόρπισε στους ανέμους και στις θύελλες τις ιερές ταινίες.
Πιο πολύ απ᾽ όλα θα τον πονέσει αυτό.
Εσείς χτενίστε την πόλη. Εντοπίστε τον γυναικωτό ξένο,
που μεταδίδει στις γυναίκες άγνωστη νόσο
και μας σπιλώνει τα κρεβάτια.
355Αν τον συλλάβετε, οδηγήστε τον εδώ δεμένο,
να λιθοβοληθεί, να πεθάνει.
Πικρή βακχεία θα ζήσει στη Θήβα.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Άθλιε! Πόσο λίγο καταλαβαίνεις τί έφτασες να λες!
Ήταν και πριν ο νους σου ταραγμένος,
τώρα όμως έχεις τρελαθεί πια.
360Εμείς, Κάδμε, ας πάμε να δεηθούμε
και γι᾽ αυτόν, ας είναι ανήμερος, και για την πόλη·
ας παρακαλέσουμε τον θεό
να μην κάμει τίποτε αναπάντεχο.
Έλα μαζί μου με το κισσοστόλιστο ραβδί σου.
Προσπάθησε να στηρίζεις το κορμί μου, κι εγώ το δικό σου.
365Είναι θλιβερό να πέφτουν δυο γέροντες. Όμως, ας πάει.
Έχουμε χρέος να υπηρετήσουμε τον Βάκχιο, τον υιό του Διός.
Φοβούμαι, Κάδμε, μήπως ο Πενθέας
φέρει στο σπίτι σου το πένθος.
Δεν σου μιλά η μαντική, μιλούν τα γεγονότα.
Μωρός ο λόγος του, μωρός και ο ίδιος.
|