Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Λύσις (212a-213d)


Καί μοι εἰπέ· ἐπειδάν τίς τινα φιλῇ, πότερος ποτέρου [212b] φίλος γίγνεται, ὁ φιλῶν τοῦ φιλουμένου ἢ ὁ φιλούμενος τοῦ φιλοῦντος· ἢ οὐδὲν διαφέρει; ―Οὐδέν, ἔφη, ἔμοιγε δοκεῖ διαφέρειν. ―Πῶς λέγεις; ἦν δ᾽ ἐγώ· ἀμφότεροι ἄρα ἀλλήλων φίλοι γίγνονται, ἐὰν μόνος ὁ ἕτερος τὸν ἕτερον φιλῇ; ―Ἔμοιγε, ἔφη, δοκεῖ. ―Τί δέ; οὐκ ἔστιν φιλοῦντα μὴ ἀντιφιλεῖσθαι ὑπὸ τούτου ὃν ἂν φιλῇ; ―Ἔστιν. ―Τί δέ; ἆρα ἔστιν καὶ μισεῖσθαι φιλοῦντα; οἷόν που ἐνίοτε δοκοῦσι καὶ οἱ ἐρασταὶ πάσχειν πρὸς τὰ παιδικά· φιλοῦντες γὰρ [212c] ὡς οἷόν τε μάλιστα οἱ μὲν οἴονται οὐκ ἀντιφιλεῖσθαι, οἱ δὲ καὶ μισεῖσθαι. ἢ οὐκ ἀληθὲς δοκεῖ σοι τοῦτο; ―Σφόδρα γε, ἔφη, ἀληθές. ―Οὐκοῦν ἐν τῷ τοιούτῳ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὁ μὲν φιλεῖ, ὁ δὲ φιλεῖται; ―Ναί. ―Πότερος οὖν αὐτῶν ποτέρου φίλος ἐστίν; ὁ φιλῶν τοῦ φιλουμένου, ἐάντε καὶ ἀντιφιλῆται ἐάντε καὶ μισῆται, ἢ ὁ φιλούμενος τοῦ φιλοῦντος; ἢ οὐδέτερος αὖ ἐν τῷ τοιούτῳ οὐδετέρου φίλος ἐστίν, ἂν μὴ ἀμφότεροι ἀλλήλους φιλῶσιν; ―Ἔοικε γοῦν [212d] οὕτως ἔχειν. ―Ἀλλοίως ἄρα νῦν ἡμῖν δοκεῖ ἢ πρότερον ἔδοξεν. τότε μὲν γάρ, εἰ ὁ ἕτερος φιλοῖ, φίλω εἶναι ἄμφω· νῦν δέ, ἂν μὴ ἀμφότεροι φιλῶσιν, οὐδέτερος φίλος. ―Κινδυνεύει, ἔφη. ―Οὐκ ἄρα ἐστὶν φίλον τῷ φιλοῦντι οὐδὲν μὴ οὐκ ἀντιφιλοῦν. ―Οὐκ ἔοικεν. ―Οὐδ᾽ ἄρα φίλιπποί εἰσιν οὓς ἂν οἱ ἵπποι μὴ ἀντιφιλῶσιν, οὐδὲ φιλόρτυγες, οὐδ᾽ αὖ φιλόκυνές γε καὶ φίλοινοι καὶ φιλογυμνασταὶ καὶ φιλόσοφοι, ἂν μὴ ἡ σοφία αὐτοὺς ἀντιφιλῇ. ἢ φιλοῦσι μὲν ταῦτα [212e] ἕκαστοι, οὐ μέντοι φίλα ὄντα, ἀλλὰ ψεύδεθ᾽ ὁ ποιητής, ὃς ἔφη—
ὄλβιος, ᾧ παῖδές τε φίλοι καὶ μώνυχες ἵπποι
καὶ κύνες ἀγρευταὶ καὶ ξένος ἀλλοδαπός;
―Οὐκ ἔμοιγε δοκεῖ, ἦ δ᾽ ὅς. ―Ἀλλ᾽ ἀληθῆ δοκεῖ λέγειν σοι; ―Ναί. ―Τὸ φιλούμενον ἄρα τῷ φιλοῦντι φίλον ἐστίν, ὡς ἔοικεν, ὦ Μενέξενε, ἐάντε φιλῇ ἐάντε καὶ μισῇ· οἷον καὶ τὰ νεωστὶ γεγονότα παιδία, τὰ μὲν οὐδέπω φιλοῦντα, τὰ [213a] δὲ καὶ μισοῦντα, ὅταν κολάζηται ὑπὸ τῆς μητρὸς ἢ ὑπὸ τοῦ πατρός, ὅμως καὶ μισοῦντα ἐν ἐκείνῳ τῷ χρόνῳ πάντων μάλιστά ἐστι τοῖς γονεῦσι φίλτατα. ―Ἔμοιγε δοκεῖ, ἔφη, οὕτως ἔχειν. ―Οὐκ ἄρα ὁ φιλῶν φίλος ἐκ τούτου τοῦ λόγου, ἀλλ᾽ ὁ φιλούμενος. ―Ἔοικεν. ―Καὶ ὁ μισούμενος ἐχθρὸς ἄρα, ἀλλ᾽ οὐχ ὁ μισῶν. ―Φαίνεται. ―Πολλοὶ ἄρα ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν φιλοῦνται, ὑπὸ δὲ τῶν φίλων μισοῦνται, καὶ τοῖς [213b] μὲν ἐχθροῖς φίλοι εἰσίν, τοῖς δὲ φίλοις ἐχθροί, εἰ τὸ φιλούμενον φίλον ἐστὶν ἀλλὰ μὴ τὸ φιλοῦν. καίτοι πολλὴ ἀλογία, ὦ φίλε ἑταῖρε, μᾶλλον δὲ οἶμαι καὶ ἀδύνατον, τῷ τε φίλῳ ἐχθρὸν καὶ τῷ ἐχθρῷ φίλον εἶναι. ―Ἀληθῆ, ἔφη, ἔοικας λέγειν, ὦ Σώκρατες. ―Οὐκοῦν εἰ τοῦτ᾽ ἀδύνατον, τὸ φιλοῦν ἂν εἴη φίλον τοῦ φιλουμένου. ―Φαίνεται. ―Τὸ μισοῦν ἄρα πάλιν ἐχθρὸν τοῦ μισουμένου. ―Ἀνάγκη. ―Οὐκοῦν ταὐτὰ ἡμῖν συμβήσεται ἀναγκαῖον εἶναι ὁμολογεῖν, [213c] ἅπερ ἐπὶ τῶν πρότερον, πολλάκις φίλον εἶναι μὴ φίλου, πολλάκις δὲ καὶ ἐχθροῦ, ὅταν ἢ μὴ φιλοῦν τις φιλῇ ἢ καὶ μισοῦν φιλῇ· πολλάκις δ᾽ ἐχθρὸν εἶναι μὴ ἐχθροῦ ἢ καὶ φίλου, ὅταν ἢ ‹μὴ› μισοῦν τις μισῇ ἢ καὶ φιλοῦν μισῇ. ―Κινδυνεύει, ἔφη. ―Τί οὖν δὴ χρησώμεθα, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἰ μήτε οἱ φιλοῦντες φίλοι ἔσονται μήτε οἱ φιλούμενοι μήτε οἱ φιλοῦντές τε καὶ φιλούμενοι; ἀλλὰ καὶ παρὰ ταῦτα ἄλλους τινὰς ἔτι φήσομεν εἶναι φίλους ἀλλήλοις γιγνομένους; ―Οὐ μὰ τὸν Δία, ἔφη, ὦ Σώκρατες, οὐ πάνυ εὐπορῶ ἔγωγε. [213d] ―Ἆρα μή, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Μενέξενε, τὸ παράπαν οὐκ ὀρθῶς ἐζητοῦμεν; ―Οὐκ ἔμοιγε δοκεῖ, ὦ Σώκρατες, ἔφη, ὁ Λύσις, καὶ ἅμα εἰπὼν ἠρυθρίασεν· ἐδόκει γάρ μοι ἄκοντ᾽ αὐτὸν ἐκφεύγειν τὸ λεχθὲν διὰ τὸ σφόδρα προσέχειν τὸν νοῦν τοῖς λεγομένοις, δῆλος δ᾽ ἦν καὶ ὅτε ἠκροᾶτο οὕτως ἔχων.


Γιά πες μου λοιπόν: Όταν κάποιος αγαπά κάποιον, ποιός από τους δύο [212b] είναι φίλος του άλλου; αυτός που αγαπά εκείνου που αγαπιέται ή αυτός που αγαπιέται εκείνου που αγαπά; ή δεν υπάρχει καμία διαφορά; ―Εγώ τουλάχιστον, είπε, νομίζω ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά. ―Πώς το εννοείς αυτό; απάντησα εγώ· αρκεί, δηλαδή, να αγαπά μόνο ο ένας από τους δύο τον άλλο, και τότε είναι και οι δύο φίλοι; ―Σ᾽ εμένα τουλάχιστον, είπε, έτσι φαίνεται. ―Δεν είναι όμως δυνατό, ρώτησα εγώ, να αγαπάει κάποιος χωρίς να του ανταποδίδουν την αγάπη; ―Είναι δυνατό. ―Δεν είναι επίσης δυνατό ακόμη και να μισείται κάποιος, ενώ αγαπάει; Όπως λ.χ. συμβαίνει καμιά φορά με τους εραστές που νομίζουν ότι οι αγαπημένοι τους τούς μισούν· ενώ δηλαδή αγαπούν [212c] με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, εντούτοις άλλοι απ᾽ αυτούς νομίζουν ότι το αγαπημένο πρόσωπο δεν ανταποδίδει την αγάπη τους και άλλοι ότι ακόμη και τους μισεί· ή μήπως πιστεύεις ότι αυτό που λέω δεν είναι αληθινό; ―Και πάρα πολύ αληθινό μάλιστα, είπε. ―Στην περίπτωση για την οποία μιλάμε, ο ένας αγαπάει κι ο άλλος αγαπιέται· έτσι δεν είναι; ―Ναι. ―Ποιός, λοιπόν, από τους δύο είναι φίλος του άλλου; αυτός που αγαπά εκείνου που αγαπιέται —είτε τον αγαπά και εκείνος είτε τον μισεί— ή αυτός που αγαπιέται εκείνου που αγαπά; ή μήπως και σ᾽ αυτή την περίπτωση δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί κανένας από τους δύο φίλος, εφόσον δεν υπάρχει και από τους δύο αμοιβαία αγάπη του ενός για τον άλλο; ―Έτσι φαίνεται [212d] τουλάχιστον. ―Φτάνουμε, λοιπόν, τώρα σε μια άποψη διαφορετική από εκείνη που είχαμε προηγουμένως: τότε νομίζαμε ότι, αν ο ένας από τους δύο αγαπά τον άλλο, είναι δυνατόν να θεωρούνται και οι δύο φίλοι, ενώ τώρα μας φαίνεται ότι, εφόσον δεν υπάρχει μεταξύ τους αμοιβαία αγάπη, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί κανένας από τους δύο φίλος. ―Περίπου, είπε. ―Δεν υπάρχει, επομένως, φιλικό πράγμα γι᾽ αυτόν που αγαπά, αν δεν ανταποδίδει κι εκείνο την αγάπη. ―Έτσι φαίνεται. ―Συνεπώς δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα ούτε φίλιπποι, αφού τα άλογα δεν μπορούν να τους ανταποδώσουν την αγάπη, ούτε φίλοι των ορτυκιών, ούτε φίλοι των σκύλων, του κρασιού, τα γυμναστικής, ούτε και φιλόσοφοι, εφόσον δεν τους αγαπά με τη σειρά της και αυτούς η σοφία. Ή μήπως τα αγαπούν όλ᾽ αυτά [212e] οι άνθρωποι, παρόλο ότι αυτά δεν είναι αγαπητά, και έχει, έτσι, άδικο ο ποιητής που είπε:
ευτυχισμένος όποιος έχει παιδιά που τον αγαπούν
κι άλογα μονώνυχα και σκυλιά λαγωνικά
και φίλο από ξένο τόπο στο σπίτι του.
―Δεν νομίζω, είπε εκείνος. ―Πιστεύεις, δηλαδή, ότι τα λόγια του ποιητή είναι σωστά; ―Ναι. ―Επομένως, Μενέξενε, φιλικό σ᾽ εκείνον που αγαπά είναι, καθώς φαίνεται, αυτό που αγαπιέται, άσχετα αν ανταποδίδει την αγάπη ή αν μισεί εκείνον που το αγαπά· όπως λ.χ. συμβαίνει με τα πολύ μικρά παιδιά που δεν αισθάνονται ακόμη αγάπη ή και που [213a] μισούν τη μητέρα τους ή τον πατέρα τους, όταν τα τιμωρούν, και που ωστόσο παρά το μίσος αυτό οι γονείς τους τα λατρεύουν ακριβώς εκείνες τις στιγμές περισσότερο από κάθε άλλη φορά. ―Νομίζω, είπε, ότι έτσι είναι. ―Από αυτό, λοιπόν, το παράδειγμα φαίνεται ότι φίλος δεν είναι αυτός που αγαπά, αλλά αυτός που αγαπιέται. ―Έτσι φαίνεται. ―Και από την άλλη πλευρά εχθρός είναι αυτός που μισείται, κι όχι αυτός που μισεί. ―Έτσι φαίνεται. ―Επομένως πολλοί άνθρωποι αγαπιούνται από τους εχθρούς και μισούνται από τους φίλους, και [213b] οι εχθροί τούς αισθάνονται φίλους ενώ οι φίλοι τούς θεωρούν εχθρούς, αν δεχτούμε ότι φίλος είναι αυτός που αγαπιέται και όχι αυτός που αγαπά. Αν και είναι πολύ παράλογο ή καλύτερα νομίζω ότι είναι αδύνατο να είναι κάποιος φίλος του εχθρού του και εχθρός του φίλου του. ―Φαίνεται, Σωκράτη, ότι έχεις δίκαιο, είπε ο Μενέξενος. ―Αφού λοιπόν τούτο είναι αδύνατο, φαίνεται ότι αυτό που αγαπά είναι φίλο εκείνου που αγαπιέται. ―Σωστά. ―Κι ότι εκείνο που μισεί είναι εχθρικό στο μισούμενο. ―Κατανάγκη. ―Θα υποχρεωθούμε, λοιπόν, να παραδεχτούμε [213c] όσα παραδεχτήκαμε και στις προηγούμενες περιπτώσεις, ότι, δηλαδή, πολλές φορές είναι δυνατό να είναι κάτι φίλο του μη φίλου ή ακόμη και του εχθρού, όταν αγαπά κάτι που δεν του ανταποδίδει την αγάπη ή όταν αγαπά κάτι το οποίο μισεί αυτό που το αγαπά. ―Έτσι φαίνεται. ―Λοιπόν τί θα κάνουμε τώρα, είπα εγώ, αφού ούτε εκείνοι που αγαπούν είναι φίλοι ούτε εκείνοι που αγαπιούνται ούτε εκείνοι που αγαπούν και συνάμα αγαπιούνται; Και ποιές άλλες περιπτώσεις φιλικών σχέσεων μπορούμε να αναφέρουμε εκτός απ᾽ αυτές; ―Μα το θεό, Σωκράτη, είπε, εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ να βρω καμία άλλη. [213d] ―Μήπως, Μενέξενε, είπα τότε, ο τρόπος της έρευνάς μας ήταν εντελώς λανθασμένος; ―Εγώ τουλάχιστον, Σωκράτη, το νομίζω, είπε ο Λύσις, και μόλις το είπε κοκκίνισε· μου φάνηκε, δηλαδή, ότι η παρατήρηση αυτή του ξέφυγε χωρίς να το θέλει, γιατί ήταν υπερβολικά αφοσιωμένος στα λεγόμενα κι αυτή η προσοχή του ήταν ολοφάνερη όση ώρα παρακολουθούσε τη συζήτηση.