Ένας άλλος είναι ο τόπος που λαμβάνει υπόψη του ένα συμπτωματικό αποτέλεσμα. Παράδειγμα αυτό που λέει ο Πολυκράτης στο εγκώμιο των ποντικών, ότι πρόσφεραν βοήθεια κατατρώγοντας τις χορδές των τόξων. Ή αν έλεγε κανείς ότι αποτελεί εξαιρετικά μεγάλη τιμή η πρόσκληση σε δείπνο, αφού, ακριβώς επειδή δεν προσκλήθηκε, ο Αχιλλέας θύμωσε με τους Αχαιούς στην Τένεδο· αυτός, βέβαια, θύμωσε επειδή θεώρησε ότι του φέρθηκαν προσβλητικά, αυτό όμως είχε συμπτωματική σχέση με το ότι δεν προσκλήθηκε. Ένας άλλος τόπος βασίζεται στο επακολούθημα. Όπως αυτό, π.χ., που λέγεται στον Αλέξανδρο, πως ήταν μεγαλόψυχος, γιατί, αδιαφορώντας για τη συνάφεια με τους πολλούς, ζούσε μόνος του στην Ίδη. Επειδή δηλαδή οι μεγαλόψυχοι συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο, μπορεί και αυτός να θεωρηθεί μεγαλόψυχος. Επίσης: Επειδή ο τάδε είναι κομψευόμενος και «κυκλοφορεί» τη νύχτα, θα πει ότι είναι μοιχός· γιατί οι μοιχοί κάνουν τέτοιου είδους πράγματα. Παρόμοιο είναι και όταν λέμε ότι, επειδή οι επαίτες τραγουδούν και χορεύουν στα ιερά· επειδή οι εξόριστοι μπορούν να ζουν όπου θέλουν, οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να θεωρούνται ευτυχισμένοι, επειδή αυτοί που τα κάνουν όλα αυτά θεωρούνται ευτυχισμένοι. Η διαφορά όμως βρίσκεται στο πώς. Αυτός είναι ο λόγος που η περίπτωση αυτή εμπίπτει και στην κατηγορία του απατηλού συλλογισμού λόγω παράλειψης. Ένας άλλος είναι ο τόπος που εκλαμβάνει ως αιτία κάτι που δεν είναι αιτία· για τον λόγο, π.χ., ότι κάτι έγινε μαζί ή ύστερα από κάτι άλλο· οι άνθρωποι, δηλαδή, θεωρούν ότι το «ύστερα από αυτό» θα πει «εξαιτίας αυτού» — κάτι που συμβαίνει ιδιαίτερα στον χώρο της πολιτικής· ο Δημάδης π.χ. θεωρούσε την πολιτική του Δημοσθένη αιτία όλων των κακών, επειδή ύστερα από αυτήν ήρθε ο πόλεμος. Ένας άλλος είναι ο τόπος από την παράλειψη του πότε και του πώς, π.χ. ότι ο Αλέξανδρος είχε το δίκαιο με το μέρος του όταν άρπαξε την Ελένη, αφού της είχε δοθεί από τον πατέρα της το δικαίωμα να επιλέξει σύζυγο. Όμως το δικαίωμα αυτό δεν της είχε δοθεί, όπως πρέπει να υποθέσει κανείς, για πάντα, αλλά μόνο [1402a] για την πρώτη φορά· γιατί ώς εκεί φτάνει η εξουσία του πατέρα. Επίσης αν κάποιος υποστήριζε ότι αποτελεί εξύβριση να δείρει κανείς έναν ελεύθερο άνθρωπο· αυτό όμως, φυσικά, δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά μόνο όταν κάποιος σηκώνει πρώτος το χέρι του άδικα. Φαινομενικός συλλογισμός γεννιέται, επίσης, όταν —όπως και στις εριστικές συζητήσεις— εκλαμβάνει κανείς κατιτί τη μια φορά γενικά και απόλυτα και την άλλη όχι γενικά και απόλυτα, αλλά ως κάτι το μερικό και συγκεκριμένο· όπως π.χ. υποστηρίζει κανείς στη διαλεκτική ότι το «μη ον» υπάρχει, αφού το μη ον είναι μη ον· επίσης ότι το άγνωστο είναι επιστητό, αφού είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι το άγνωστο είναι άγνωστο· έτσι και στη ρητορική υπάρχει φαινομενικό ενθύμημα που βασίζεται σε κάτι που δεν είναι γενικά και απόλυτα πιθανό, είναι όμως πιθανό σε συγκεκριμένη και επιμέρους περίπτωση — σ᾽ αυτό όμως δεν πρέπει να προσδίδονται τα χαρακτηριστικά του γενικά και καθολικά πιθανού, όπως ακριβώς το λέει και ο Αγάθωνας: αυτό, θαρρώ, κανείς θα έλεγε πως είναι πιθανό, πράγματα απίθανα πολλά στους ανθρώπους να τυχαίνουν. Συμβαίνει, πράγματι, και αυτό που δεν είναι πιθανό· επομένως, και αυτό που δεν είναι πιθανό είναι πιθανό. Αν είναι έτσι, τότε και το μη πιθανό είναι πιθανό, όχι όμως γενικά και απόλυτα, αλλά, όπως στις εριστικές συζητήσεις με την παράλειψη του «σε ποιό βαθμό», του «ενσχέσει με τί», του «πώς» ο συλλογισμός γίνεται απατηλός, έτσι και εδώ, στη ρητορική, συμβαίνει το ίδιο επειδή το πιθανό δεν είναι το γενικά και απόλυτα πιθανό, αλλά το πιθανό σε μια επιμέρους συγκεκριμένη περίπτωση. Αυτός ο τόπος βρίσκεται στη βάση όλης της ρητορικής διδασκαλίας του Κόρακα: στην περίπτωση που κάποιος δεν δίνει λαβή ώστε να θεωρηθεί ένοχος για την κατηγορία που του αποδίδεται (αν, π.χ., ένας σωματικά αδύναμος άνθρωπος κατηγορείται ότι έδειρε κάποιον), θα πρέπει να αθωωθεί, επειδή το πράγμα δεν είναι πιθανό· στην περίπτωση, πάλι, που δίνει πράγματι λαβή ώστε να θεωρηθεί ένοχος για την κατηγορία που του αποδίδεται (αν, π.χ., είναι σωματικά δυνατός), θα πρέπει επίσης να αθωωθεί, επειδή το πράγμα δεν είναι πιθανό για τον απλό λόγο ότι δεν θα μπορούσε παρά να θεωρηθεί πιθανό. Το ίδιο και στις άλλες περιπτώσεις. Γιατί ένας άνθρωπος δεν μπορεί παρά ή να είναι ένοχος για τη συγκεκριμένη κατηγορία ή να μην είναι ένοχος. Και τα δύο ενδεχόμενα φαίνονται πιθανά, το ένα όμως είναι πραγματικά πιθανό, ενώ το άλλο δεν είναι γενικά και απόλυτα πιθανό, αλλά πιθανό με τον τρόπο που είπαμε πρωτύτερα. Αυτό ακριβώς είναι και το νόημα της φράσης «να αναδεικνύει κανείς σε πιο ισχυρή την πιο αδύνατη άποψη». Γι᾽ αυτό και δικαιολογημένα δυσανασχετούσε ο κόσμος με την επαγγελία του Πρωταγόρα· γιατί είναι ένα ψέμα και μια απάτη, και δεν είναι μια αληθινή, αλλά μια φαινομενική πιθανότητα, που δεν τη βρίσκουμε σε καμιά άλλη τέχνη, παρά μόνο στη ρητορική και στη σοφιστική. |