Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΞΕΝΟΦΩΝ
Κύρου Ἀνάβασις (6.6.1-6.6.11)
[6.6.1] Ἐντεῦθεν οἱ μὲν πολέμιοι εἶχον ἀμφὶ τὰ ἑαυτῶν καὶ ἀπήγοντο καὶ τοὺς οἰκέτας καὶ τὰ χρήματα ὅποι ἐδύναντο προσωτάτω· οἱ δὲ Ἕλληνες προσέμενον μὲν Κλέανδρον καὶ τὰς τριήρεις καὶ τὰ πλοῖα ὡς ἥξοντα, ἐξιόντες δ᾽ ἑκάστης ἡμέρας σὺν τοῖς ὑποζυγίοις καὶ τοῖς ἀνδραπόδοις ἐφέροντο ἀδεῶς πυροὺς καὶ κριθάς, οἶνον, ὄσπρια, μελίνας, σῦκα· ἅπαντα γὰρ ἀγαθὰ εἶχεν ἡ χώρα πλὴν ἐλαίου. [6.6.2] καὶ ὁπότε μὲν καταμένοι τὸ στράτευμα ἀναπαυόμενον, ἐξῆν ἐπὶ λείαν ἰέναι, καὶ ἐλάμβανον ‹οἱ› ἐξιόντες· ὁπότε δὲ ἐξίοι πᾶν τὸ στράτευμα, εἴ τις χωρὶς ἀπελθὼν λάβοι τι, δημόσιον ἔδοξεν εἶναι. [6.6.3] ἤδη δὲ ἦν πάντων ἀφθονία· καὶ γὰρ ἀγοραὶ πάντοθεν ἀφικνοῦντο ἐκ τῶν Ἑλληνίδων πόλεων καὶ οἱ παραπλέοντες ἄσμενοι κατῆγον, ἀκούοντες ὡς οἰκίζοιτο πόλις καὶ λιμὴν εἴη. [6.6.4] ἔπεμπον δὲ καὶ οἱ πολέμιοι ἤδη οἳ πλησίον ᾤκουν πρὸς Ξενοφῶντα, ἀκούοντες ὅτι οὗτος πολίζει τὸ χωρίον, ἐρωτῶντες ὅ τι δέοι ποιοῦντας φίλους εἶναι. ὁ δ᾽ ἀπεδείκνυεν αὐτοὺς τοῖς στρατιώταις. |
[6.6.1] Τότε οι εχθροί άρχισαν ν᾽ ασχολούνται με τις υποθέσεις τους κι έφερναν όσο μπορούσαν πιο μακριά τους ανθρώπους και τα πράγματα. Οι Έλληνες πάλι περίμεναν τον Κλέανδρο να έρθει με τις τριήρεις και τα φορτηγά καράβια, και κάθε μέρα έβγαιναν με τα υποζύγια και με τους αιχμάλωτους και άφοβα κουβαλούσαν σιτάρια, κριθάρια, κρασί, όσπρια, μελίνες και σύκα. Γιατί τα πάντα ήταν άφθονα σ᾽ αυτήν τη χώρα, εκτός από το λάδι. [6.6.2] Κάθε φορά που ο στρατός έμενε για ν᾽ αναπαυθεί, είχε το δικαίωμα να βγαίνει όποιος ήθελε για λεηλασία, και τα κρατούσαν όλα, αυτοί που πήγαιναν, για τον εαυτό τους. Όταν όμως έβγαινε ολόκληρο το στράτευμα, αν κανένας χωριστά από τους άλλους έβρισκε κάτι και το άρπαζε, πήραν την απόφαση αυτό να ανήκει σε όλους. [6.6.3] Και τώρα πια υπήρχαν άφθονα τα πάντα. Γιατί κι απ᾽ όλες τις ελληνικές πόλεις έφερναν τρόφιμα να τα πουλήσουν κι εκείνοι που ταξίδευαν κοντά στη στεριά με χαρά άραζαν εκεί, γιατί μάθαιναν πως χτιζόταν πολιτεία και πως υπήρχε λιμάνι. [6.6.4] Ακόμα και οι εχθροί που κατοικούσαν κοντά έστελναν απεσταλμένους στον Ξενοφώντα, γιατί άκουσαν πως σ᾽ αυτό το μέρος χτίζει πόλη, και τον ρωτούσαν τί έπρεπε να κάνουν για να είναι μαζί του φίλοι. Κι εκείνος τους έδειχνε στους στρατιώτες. |