Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΞΕΝΟΦΩΝ
Κύρου Ἀνάβασις (6.5.22-6.5.32)
[6.5.22] Ἐντεῦθεν οἱ λοχαγοὶ ἡγεῖσθαι ἐκέλευον, καὶ οὐδεὶς ἀντέλεγε. καὶ ὃς ἡγεῖτο, παραγγείλας διαβαίνειν ᾗ ἕκαστος ἐτύγχανε τοῦ νάπους ὤν· θᾶττον γὰρ ἁθρόον ἐδόκει ἂν οὕτω πέραν γενέσθαι τὸ στράτευμα ἢ εἰ κατὰ τὴν γέφυραν ἣ ἐπὶ τῷ νάπει ἦν ἐξεμηρύοντο. [6.5.23] ἐπεὶ δὲ διέβησαν, παριὼν παρὰ τὴν φάλαγγα ἔλεγεν· Ἄνδρες, ἀναμιμνῄσκεσθε ὅσας δὴ μάχας σὺν τοῖς θεοῖς ὁμόσε ἰόντες νενικήκατε καὶ οἷα πάσχουσιν οἱ πολεμίους φεύγοντες, καὶ τοῦτο ἐννοήσατε ὅτι ἐπὶ ταῖς θύραις τῆς Ἑλλάδος ἐσμέν. [6.5.24] ἀλλ᾽ ἕπεσθε ἡγεμόνι τῷ Ἡρακλεῖ καὶ ἀλλήλους παρακαλεῖτε ὀνομαστί. ἡδύ τοι ἀνδρεῖόν τι καὶ καλὸν νῦν εἰπόντα καὶ ποιήσαντα μνήμην ἐν οἷς ἐθέλει παρέχειν ἑαυτοῦ. [6.5.25] ταῦτα παρελαύνων ἔλεγε καὶ ἅμα ὑφηγεῖτο ἐπὶ φάλαγγος, καὶ τοὺς πελταστὰς ἑκατέρωθεν ποιησάμενοι ἐπορεύοντο ἐπὶ τοὺς πολεμίους. παρήγγελτο δὲ τὰ μὲν δόρατα ἐπὶ τὸν δεξιὸν ὦμον ἔχειν, ἕως σημαίνοι τῇ σάλπιγγι· ἔπειτα δὲ εἰς προσβολὴν καθέντας ἕπεσθαι βάδην καὶ μηδένα δρόμῳ διώκειν. ἐκ τούτου σύνθημα παρῄει Ζεὺς σωτήρ, Ἡρακλῆς ἡγεμών. οἱ δὲ πολέμιοι ὑπέμενον, νομίζοντες καλὸν ἔχειν τὸ χωρίον. [6.5.26] ἐπεὶ δ᾽ ἐπλησίαζον, ἀλαλάξαντες οἱ Ἕλληνες πελτασταὶ ἔθεον ἐπὶ τοὺς πολεμίους πρίν τινα κελεύειν· οἱ δὲ πολέμιοι ἀντίοι ὥρμησαν, οἵ θ᾽ ἱππεῖς καὶ τὸ στῖφος τῶν Βιθυνῶν· καὶ τρέπονται τοὺς πελταστάς. [6.5.27] ἀλλ᾽ ἐπεὶ ὑπηντίαζεν ἡ φάλαγξ τῶν ὁπλιτῶν ταχὺ πορευομένη καὶ ἅμα ἡ σάλπιγξ ἐφθέγξατο καὶ ἐπαιάνιζον καὶ μετὰ ταῦτα ἠλάλαζον καὶ ἅμα τὰ δόρατα καθίεσαν, ἐνταῦθα οὐκέτι ἐδέξαντο οἱ πολέμιοι, ἀλλὰ ἔφευγον. [6.5.28] καὶ Τιμασίων μὲν ἔχων τοὺς ἱππέας ἐφείπετο, καὶ ἀπεκτίννυσαν ὅσουσπερ ἐδύναντο ὡς ὀλίγοι ὄντες. τῶν δὲ πολεμίων τὸ μὲν εὐώνυμον εὐθὺς διεσπάρη, καθ᾽ ὃ οἱ Ἕλληνες ἱππεῖς ἦσαν, τὸ δὲ δεξιὸν ἅτε οὐ σφόδρα διωκόμενον ἐπὶ λόφου συνέστη. [6.5.29] ἐπεὶ δὲ εἶδον οἱ Ἕλληνες ὑπομένοντας αὐτούς, ἐδόκει ῥᾷστόν τε καὶ ἀκινδυνότατον εἶναι ἰέναι ἤδη ἐπ᾽ αὐτούς. παιανίσαντες οὖν εὐθὺς ἐπέκειντο· οἱ δ᾽ οὐχ ὑπέμειναν. καὶ ἐνταῦθα οἱ πελτασταὶ ἐδίωκον μέχρι τὸ δεξιὸν διεσπάρη· ἀπέθανον δὲ ὀλίγοι· τὸ γὰρ ἱππικὸν φόβον παρεῖχε τὸ τῶν πολεμίων πολὺ ὄν. [6.5.30] ἐπεὶ δὲ εἶδον οἱ Ἕλληνες τό τε Φαρναβάζου ἱππικὸν ἔτι συνεστηκὸς καὶ τοὺς Βιθυνοὺς ἱππέας πρὸς τοῦτο συναθροιζομένους καὶ ἀπὸ λόφου τινὸς καταθεωμένους τὰ γιγνόμενα, ἀπειρήκεσαν μέν, ὅμως δὲ ἐδόκει καὶ ἐπὶ τούτους ἰτέον εἶναι οὕτως ὅπως δύναιντο, ὡς μὴ τεθαρρηκότες ἀναπαύσαιντο. [6.5.31] συνταξάμενοι δὴ πορεύονται. ἐντεῦθεν οἱ πολέμιοι ἱππεῖς φεύγουσι κατὰ τοῦ πρανοῦς ὁμοίως ὥσπερ ὑπὸ ἱππέων διωκόμενοι· νάπος γὰρ αὐτοὺς ὑπεδέχετο, ὃ οὐκ ᾔδεσαν οἱ Ἕλληνες, ἀλλὰ προαπετράποντο διώκοντες· ὀψὲ γὰρ ἦν. [6.5.32] ἐπανελθόντες δὲ ἔνθα ἡ πρώτη συμβολὴ ἐγένετο, στησάμενοι τρόπαιον ἀπῇσαν ἐπὶ θάλατταν περὶ ἡλίου δυσμάς· στάδιοι δ᾽ ἦσαν ὡς ἑξήκοντα ἐπὶ τὸ στρατόπεδον. |
[6.5.22] Τότε οι λοχαγοί τον πρότρεπαν να πηγαίνει μπροστά και κανένας δεν είχε αντίρρηση. Κι εκείνος βάδιζε επικεφαλής, αφού έδωσε διαταγή να περάσουν όλοι το φαράγγι από το μέρος που καθένας βρισκόταν. Γιατί είχε τη γνώμη πως έτσι συγκεντρωμένος ο στρατός θα μπορούσε να περάσει γρηγορότερα, παρά αν διάβαιναν ένας ένας με τη σειρά το γεφύρι που βρισκόταν επάνω στο φαράγγι. [6.5.23] Όταν πέρασαν, ο Ξενοφώντας βαδίζοντας πλάι στη φάλαγγα έλεγε: «Στρατιώτες, θυμηθείτε σε πόσες μάχες έχετε νικήσει ως τώρα με τη βοήθεια των θεών, σκοπεύοντας τον ίδιο στόχο, και τί παθαίνουν εκείνοι που το βάζουν στα πόδια μπροστά στους εχθρούς. Ακόμα βάλτε στο μυαλό σας τούτο, πως δηλαδή βρισκόμαστε κοντά στις πύλες της Ελλάδας. [6.5.24] Ακολουθείτε λοιπόν τον oδηγό Ηρακλή και δίνετε θάρρος ο ένας στον άλλο, φωνάζοντας με τα ονόματά σας. Θα είναι ευχάριστο να διηγηθεί κανείς τώρα και να κάμει μια γενναία πράξη, κι έτσι ν᾽ αφήσει σε όποιους θέλει μιαν ανάμνηση για τον εαυτό του». [6.5.25] Αυτά έλεγε περνώντας κοντά στη φάλαγγα και την ίδια στιγμή έμπαινε επικεφαλής. Τοποθέτησαν και τους πελταστές από τις δυο πλευρές, κι άρχισαν να προχωρούν ενάντια στους εχθρούς. Στο μεταξύ δόθηκε διαταγή να σηκώνει καθένας τα δόρατα στο δεξιόν ώμο, ώσπου να δοθεί το σημείο με τη σάλπιγγα. Ύστερα να τα κατεβάσουν και να τα κρατούν στραμμένα για επίθεση, να περπατούν αργά και να μην κυνηγούν κανέναν τρέχοντας. Τότε άρχισε να κυκλοφορεί ανάμεσα στους στρατιώτες το σύνθημα «Δίας σωτήρας, Ηρακλής οδηγός». Κι οι εχθροί έμεναν στη θέση τους, νομίζοντας πως η τοποθεσία ήταν ασφαλισμένη. [6.5.26] Όταν όμως ζύγωναν, οι Έλληνες πελταστές έτρεχαν ενάντια στους εχθρούς αλαλάζοντας, προτού να τους διατάξει κανένας. Μα κι οι εχθροί όρμησαν καταπάνω τους, και οι ιππείς και τα πλήθη των Βιθυνών, και τρέπουν σε φυγή τους πελταστές. [6.5.27] Την ώρα που οι οπλίτες προχωρούσαν γρήγορα για να τους συναντήσουν, ακούστηκε η σάλπιγγα και άρχισαν να ψέλνουν τον παιάνα, κι ύστερα έβγαλαν πολεμικές κραυγές και κατέβασαν τα δόρατα. Τότε πια δεν μπορούσαν ν᾽ αντισταθούν οι εχθροί, παρά το ᾽βαλαν στα πόδια. [6.5.28] Ο Τιμασίωνας και οι ιππείς τούς κυνηγούσαν και σκότωναν όσους μπορούσαν, γιατί οι Έλληνες ήταν λίγοι. Έτσι σκορπίστηκε η αριστερή πτέρυγα των εχθρών, που απέναντί της ήταν το ελληνικό ιππικό, ενώ η δεξιά συγκεντρώθηκε πάνω σ᾽ ένα λόφο, επειδή δεν καταδιωκόταν πολύ. [6.5.29] Οι Έλληνες τους είδαν που έμεναν στη θέση τους και νόμισαν πως ήταν πάρα πολύ εύκολο και πάρα πολύ ακίνδυνο να βαδίσουν καταπάνω τους. Έψαλαν λοιπόν τον παιάνα και μονομιάς έκαμαν επίθεση, αλλά οι εχθροί δεν αντιστάθηκαν. Τότε τους κυνήγησαν οι πελταστές, ώσπου σκορπίστηκε και η δεξιά πτέρυγα. Σκοτώθηκαν όμως λίγοι, γιατί οι ιππείς των εχθρών ήταν πολλοί και προξενούσαν φόβο. [6.5.30] Όταν οι Έλληνες είδαν και το ιππικό του Φαρνάβαζου να είναι ακόμα συνταγμένο και τους Βιθυνούς ιππείς να είναι μαζεμένοι κοντά του και να βλέπουν από κάποιο λόφο εκείνα που γίνονταν, ένιωθαν βέβαια πως ήταν κουρασμένοι, νόμισαν όμως πως έπρεπε και ενάντια σ᾽ αυτούς να βαδίσουν όπως μπορούσαν, για να μην τους επιτρέψουν να ξεκουραστούν και πάρουν θάρρος. [6.5.31] Συντάχτηκαν λοιπόν κι αρχίζουν να προχωρούν. Τότε οι ιππείς των εχθρών το βάζουν στα πόδια κι έτρεχαν προς την κατηφοριά, σαν να τους κυνηγούσε ιππικό. Γιατί τους περίμενε πιο πέρα ένα φαράγγι που δεν το ήξεραν οι Έλληνες, αλλά τούτοι σταμάτησαν το κυνηγητό, επειδή ήταν αργά. [6.5.32] Γύρισαν ύστερα στο μέρος όπου έγινε η πρώτη σύγκρουση κι έστησαν τρόπαια, και κατά το ηλιοβασίλεμα τράβηξαν προς τη θάλασσα. Η απόσταση για το στρατόπεδο ήταν εξήντα στάδια πάνω κάτω. |