Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ρητορική (1398b-1399b)

Ἄλλος ἐκ κρίσεως περὶ τοῦ αὐτοῦ ἢ ὁμοίου ἢ ἐναντίου, μάλιστα μὲν εἰ πάντες καὶ ἀεί, εἰ δὲ μή, ἀλλ᾽ οἵ γε πλεῖστοι, ἢ σοφοὶ ἢ πάντες ἢ οἱ πλεῖστοι, ἢ ἀγαθοί, ἢ εἰ αὐτοὶ οἱ κρίνοντες, ἢ οὓς ἀποδέχονται οἱ κρίνοντες, ἢ οἷς μὴ οἷόν τε ἐναντίον κρίνειν, οἷον τοῖς κυρίοις, ἢ οἷς μὴ καλὸν ἐναντίον κρίνειν, οἷον θεοῖς ἢ πατρὶ ἢ διδασκάλοις, ὥσπερ ὃ εἰς Μιξιδημίδην εἶπεν Αὐτοκλῆς, [εἰ] ταῖς μὲν σεμναῖς θεαῖς καλῶς εἶχεν ἐν Ἀρείῳ πάγῳ δοῦναι τὰ δίκαια, Μιξιδημίδῃ δ᾽ οὔ. ἢ ὥσπερ Σαπφώ, ὅτι τὸ ἀποθνῄσκειν κακόν· οἱ θεοὶ γὰρ οὕτω κεκρίκασιν· ἀπέθνησκον γὰρ ἄν. ἢ ὥσπερ Ἀρίστιππος πρὸς Πλάτωνα ἐπαγγελτικώτερόν τι εἰπόντα, ὡς ᾤετο· «ἀλλὰ μὴν ὅ γ᾽ ἑταῖρος ἡμῶν», ἔφη, «οὐθὲν τοιοῦτον», λέγων τὸν Σωκράτη, καὶ Ἡγησίπολις ἐν Δελφοῖς ἠρώτα τὸν θεόν, πρότερον κεχρημένος Ὀλυμπίασιν, εἰ αὐτῷ τὰ αὐτὰ δοκεῖ [1399a] ἅπερ τῷ πατρί, ὡς αἰσχρὸν ὂν τἀναντία εἰπεῖν, καὶ περὶ τῆς Ἑλένης ὡς Ἰσοκράτης ἔγραψεν ὅτι σπουδαία, εἴπερ Θησεὺς ἔκρινεν, καὶ περὶ Ἀλεξάνδρου, ὅτι αἱ θεαὶ προέκριναν, καὶ περὶ Εὐαγόρου, ὅτι σπουδαῖος, ὥσπερ Ἰσοκράτης φησίν· «Κόνων γοῦν δυστυχήσας, πάντας τοὺς ἄλλους παραλιπών, ὡς Εὐαγόραν ἦλθεν».
Ἄλλος ἐκ τῶν μερῶν, ὥσπερ ἐν τοῖς Τοπικοῖς ποία κίνησις ἡ ψυχή· ἥδε γὰρ ἢ ἥδε. παράδειγμα ἐκ τοῦ Σωκράτους τοῦ Θεοδέκτου· «εἰς ποῖον ἱερὸν ἠσέβηκεν; τίνας θεῶν οὐ τετίμηκεν ὧν ἡ πόλις νομίζει;»
Ἄλλος, ἐπειδὴ ἐπὶ τῶν πλείστων συμβαίνει ὥστε ἕπεσθαί τι τῷ αὐτῷ ἀγαθὸν καὶ κακόν, ἐκ τοῦ ἀκολουθοῦντος προτρέπειν ἢ ἀποτρέπειν, καὶ κατηγορεῖν ἢ ἀπολογεῖσθαι, καὶ ἐπαινεῖν ἢ ψέγειν, οἷον «τῇ παιδεύσει τὸ φθονεῖσθαι ἀκολουθεῖ κακόν, τὸ δὲ σοφὸν εἶναι ἀγαθόν· οὐ τοίνυν δεῖ παιδεύεσθαι, φθονεῖσθαι γὰρ οὐ δεῖ· δεῖ μὲν οὖν παιδεύεσθαι, σοφὸν γὰρ εἶναι δεῖ». ὁ τόπος οὗτός ἐστιν ἡ Καλλίππου τέχνη, προσλαβοῦσα τὸ δυνατὸν καὶ τἆλλα ὡς εἴρηται.
Ἄλλος, ὅταν περὶ δυοῖν καὶ ἀντικειμένοιν ἢ προτρέπειν ἢ ἀποτρέπειν δέῃ, [καὶ] τῷ πρότερον εἰρημένῳ τρόπῳ ἐπ᾽ ἀμφοῖν χρῆσθαι. διαφέρει δέ, ὅτι ἐκεῖ μὲν τὰ τυχόντα ἀντιτίθεται, ἐνταῦθα δὲ τἀναντία· οἷον ἱέρεια οὐκ εἴα τὸν υἱὸν δημηγορεῖν· «ἐὰν μὲν γάρ», ἔφη, «τὰ δίκαια λέγῃς, οἱ ἄνθρωποί σε μισήσουσιν, ἐὰν δὲ τὰ ἄδικα, οἱ θεοί· δεῖ μὲν οὖν δημηγορεῖν· ἐὰν μὲν γὰρ τὰ δίκαια λέγῃς, οἱ θεοί σε φιλήσουσιν, ἐὰν δὲ τὰ ἄδικα, οἱ ἄνθρωποι». τοῦτο δ᾽ ἐστὶ ταὐτὸ τῷ λεγομένῳ, τὸ ἕλος πρίασθαι καὶ τοὺς ἅλας· καὶ ἡ βλαίσωσις τοῦτο ἐστίν, ὅταν δυοῖν ἐναντίοιν ἑκατέρῳ ἀγαθὸν καὶ κακὸν ἕπηται, ἐναντία ἑκάτερα ἑκατέροις.
Ἄλλος, ἐπειδὴ οὐ ταὐτὰ φανερῶς ἐπαινοῦσι καὶ ἀφανῶς, ἀλλὰ φανερῶς μὲν τὰ δίκαια καὶ τὰ καλὰ ἐπαινοῦσι μάλιστα, ἰδίᾳ δὲ τὰ συμφέροντα μᾶλλον βούλονται, ἐκ τούτων πειρᾶσθαι συνάγειν θάτερον· τῶν γὰρ παραδόξων οὗτος ὁ τόπος κυριώτατός ἐστιν.
Ἄλλος ἐκ τοῦ ἀνάλογον ταῦτα συμβαίνειν, οἷον ὁ Ἰφικράτης, τὸν υἱὸν αὐτοῦ, νεώτερον ὄντα τῆς ἡλικίας, ὅτι μέγας ἦν λειτουργεῖν ἀναγκαζόντων, εἶπεν ὅτι εἰ τοὺς μεγάλους τῶν παίδων ἄνδρας νομίζουσι, τοὺς μικροὺς τῶν ἀνδρῶν [1399b] παῖδας εἶναι ψηφιοῦνται, καὶ Θεοδέκτης ἐν τῷ Νόμῳ, ὅτι «πολίτας μὲν ποιεῖσθε τοὺς μισθοφόρους, οἷον Στράβακα καὶ Χαρίδημον, διὰ τὴν ἐπιείκειαν· φυγάδας δ᾽ οὐ ποιήσεσθε τοὺς ἐν τοῖς μισθοφόροις ἀνήκεστα διαπεπραγμένους;»

Ένας άλλος τόπος είναι το να ξεκινάει κανείς από μιαν άλλη (παλαιότερη) κρίση για μια ίδια, παρόμοια ή αντίθετη περίπτωση: κατά κύριο βέβαια λόγο αν αυτή είναι η κρίση όλων των ανθρώπων και σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή· αλλιώς, τουλάχιστο των περισσότερων· ή των σοφών (όλων ή των περισσότερων) · ή των ενάρετων ανθρώπων· ή των ίδιων των κριτών ή αυτών που τη γνώμη τους τη σέβονται οι κριτές· ή αυτών που στην κρίση τους δεν είναι δυνατό να αντιτάξει κανείς αντίθετη γνώμη (π.χ. στα αφεντικά του)· ή αυτών στη γνώμη των οποίων δεν είναι όμορφο να αντιταχθεί κανείς (π.χ. στους θεούς, στον πατέρα ή στους δασκάλους του), όπως αυτό που είπε ο Αυτοκλής για τον Μιξιδημίδη: «Για τις Σεμνές θεές δεν ήταν άπρεπο να δικαστούν στον Άρειο Πάγο και θα ᾽ναι για τον Μιξιδημίδη;» Ή όπως το είπε η Σαπφώ, ότι ο θάνατος είναι κακό πράγμα· αυτή ήταν και των θεών η κρίση· αλλιώς θα πέθαιναν. Ή όπως ο Αρίστιππος απάντησε στον Πλάτωνα, όταν εκείνος του είπε κάτι, κατά τη γνώμη του πολύ τολμηρό και προκλητικό: «Εκείνο που ξέρω εγώ είναι ότι ο σύντροφός μας δεν θα έλεγε ποτέ κάτι τέτοιο» — εννοούσε, φυσικά, τον Σωκράτη. Και ο Ηγησίπολις, έχοντας πιο πριν πάρει χρησμό στην Ολυμπία, ρωτούσε τον θεό στους Δελφούς αν είχε την ίδια γνώμη [1399a] με τον πατέρα του, θέλοντας να πει ότι θα ήταν ντροπή να έλεγε αυτός τα αντίθετα. Και όπως έγραψε ο Ισοκράτης για την Ελένη: ότι ήταν μια ενάρετη γυναίκα, αφού αυτή ήταν η κρίση του Θησέα· και για τον Αλέξανδρο, που τον είχαν προτιμήσει από άλλους για κριτή τους οι θεές· και για τον Ευαγόρα: ότι ήταν ένας ενάρετος άνθρωπος — όπως το λέει ο Ισοκράτης: «Ο Κόνων π.χ., όταν νικήθηκε, παρέλειψε όλους τους άλλους και κατέφυγε σ᾽ αυτόν».
Ένας άλλος είναι ο τόπος από τα μέρη, όπως στα Τοπικά: τί είδους κίνηση είναι η ψυχή; Γιατί πρέπει, βέβαια, να είναι ή αυτό ή εκείνο το είδος. Παράδειγμα από τον Σωκράτη του Θεοδέκτη: «Σε ποιόν ιερό τόπο έδειξε ασέβεια; Ποιόν θεό δεν τίμησε από τους θεούς στους οποίους πιστεύει η πόλη;»
Επίσης: Επειδή στις περισσότερες περιπτώσεις συμβαίνει ώστε μία και η αυτή αιτία να έχει ένα καλό και ένα κακό επακόλουθο, ένας άλλος τόπος είναι να χρησιμοποιούμε το επακόλουθο προκειμένου να προτρέψουμε ή να αποτρέψουμε, να κατηγορήσουμε ή να υπερασπιστούμε, να επαινέσουμε ή να ψέξουμε. Παράδειγμα: Επακόλουθο της μόρφωσης είναι το να γίνεται κανείς αντικείμενο φθόνου, πράγμα που είναι κακό· είναι όμως καλό το να είναι κανείς σοφός· δεν πρέπει λοιπόν ο άνθρωπος να μορφώνεται, γιατί δεν πρέπει να γίνεται αντικείμενο φθόνου· και πάλι: ο άνθρωπος πρέπει να μορφώνεται, γιατί πρέπει να είναι σοφός. Αυτός ο τόπος είναι όλη κι όλη η Τέχνη του Κάλλιππου — με την προσθήκη, βέβαια, του δυνατού και των άλλων για τα οποία μιλήσαμε.
Ένας άλλος τόπος: όταν πρέπει κανείς να προτρέψει ή να αποτρέψει ενσχέσει με δύο αντίθετα μεταξύ τους πράγματα, [και] πρέπει να χρησιμοποιηθεί και στις δυο περιπτώσεις η μέθοδος που μόλις τώρα περιγράψαμε. Η διαφορά είναι ότι εκεί η αντίθεση ήταν μεταξύ δύο τυχαίων πραγμάτων, ενώ εδώ μεταξύ δύο αντίθετων πραγμάτων. Π.χ. μια ιέρεια δεν επέτρεπε στον γιο της να μιλάει στον λαό: «Γιατί», του είπε, «αν υποστηρίζεις το δίκαιο, θα σε μισήσουν οι άνθρωποι· πάλι, αν υποστηρίζεις το άδικο, θα σε μισήσουν οι θεοί. Από την άλλη όμως πρέπει να μιλάς στον λαό· γιατί αν υποστηρίζεις το δίκαιο, θα σε αγαπήσουν οι θεοί· αν, πάλι, υποστηρίζεις τα άδικα, θα σε αγαπήσουν οι άνθρωποι». Είναι το ίδιο με αυτό που λένε: «Αγοράζω μαζί το έλος και το αλάτι». Αντιστροφή ενός διλήμματος έχουμε όταν δύο πράγματα είναι αντίθετα και το καθένα τους έχει ένα καλό και ένα κακό επακόλουθο, με τα δύο επακόλουθα να αντιτίθενται αμοιβαία το ένα στο άλλο.
Δεδομένου ότι οι άνθρωποι δεν επαινούν φανερά και κρυφά το ίδιο πράγμα, αλλά δημόσια επαινούν πάρα πολύ το δίκαιο και το ωραίο, κατ᾽ ιδίαν όμως θέλουν για τον εαυτό τους μάλλον αυτό που τους συμφέρει, ένας άλλος τόπος είναι να προσπαθεί κανείς, από τις δύο αυτές διαφορετικές μεταξύ τους θέσεις, να συναγάγει το ένα ή το άλλο συμπέρασμα: από τους τόπους τους σχετικούς με τα «παράδοξα» αυτός είναι ο πιο αποτελεσματικός.
Ένας άλλος είναι ο τόπος από την αναλογική σχέση των πραγμάτων. Ο Ιφικράτης, π.χ., όταν υποχρέωναν τον, ανήλικο ακόμη γιο του, μόνο και μόνο γιατί ήταν ψηλός, να αναλάβει το βάρος μιας λειτουργίας, είπε ότι, αν λογαριάζουν άντρες τα ψηλά αγόρια, θα πρέπει να αποφασίσουν ότι οι κοντοί άντρες [1399b] είναι παιδιά. Και ο Θεοδέκτης στον Νόμο του είπε: «Από τη στιγμή που δίνετε πολιτικά δικαιώματα σε μισθοφόρους σαν τον Στράβακα και τον Χαρίδημο εξαιτίας του έντιμου χαρακτήρα τους, δεν θα πρέπει να εξορίσετε από την πόλη εκείνους τους μισθοφόρους σας που σας προκάλεσαν αγιάτρευτα κακά;»