Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (5.4.34-5.4.41)

[5.4.34] Τῶν μέντοι Ἀθηναίων οἱ βοιωτιάζοντες ἐδίδασκον τὸν δῆμον ὡς οἱ Λακεδαιμόνιοι οὐχ ὅπως τιμωρήσαιντο, ἀλλὰ καὶ ἐπαινέσειαν τὸν Σφοδρίαν, ὅτι ἐπεβούλευσε ταῖς Ἀθήναις. καὶ ἐκ τούτου οἱ Ἀθηναῖοι ἐπύλωσάν τε τὸν Πειραιᾶ, ναῦς τε ἐναυπηγοῦντο, τοῖς τε Βοιωτοῖς πάσῃ προθυμίᾳ ἐβοήθουν. [5.4.35] οἱ δ᾽ αὖ Λακεδαιμόνιοι φρουράν τε ἔφηναν ἐπὶ τοὺς Θηβαίους, καὶ τὸν Ἀγησίλαον νομίσαντες φρονιμώτερον ἂν σφίσι τοῦ Κλεομβρότου ἡγεῖσθαι, ἐδέοντο αὐτοῦ ἄγειν τὴν στρατιάν. ὁ δὲ εἰπὼν ὅτι οὐδὲν ἂν ὅ τι τῇ πόλει δοκοίη ἀντειπεῖν παρεσκευάζετο εἰς τὴν ἔξοδον. [5.4.36] γιγνώσκων δ᾽ ὅτι εἰ μή τις προκαταλήψοιτο τὸν Κιθαιρῶνα, οὐ ῥᾴδιον ἔσται εἰς τὰς Θήβας ἐμβαλεῖν, μαθὼν πολεμοῦντας τοὺς Κλητορίους τοῖς Ὀρχομενίοις καὶ ξενικὸν τρέφοντας, ἐκοινολογήσατο αὐτοῖς, ὅπως ‹προσ›γένοιτο τὸ ξενικὸν αὐτῷ, εἴ τι δεηθείη. [5.4.37] ἐπεὶ δὲ τὰ διαβατήρια ἐγένετο, πέμψας, πρὶν ἐν Τεγέᾳ αὐτὸς εἶναι, πρὸς τὸν ἄρχοντα τῶν παρὰ τοῖς Κλητορίοις ξένων, καὶ μισθὸν δοὺς μηνός, ἐκέλευε προκαταλαβεῖν αὐτοὺς τὸν Κιθαιρῶνα. τοῖς δ᾽ Ὀρχομενίοις εἶπεν, ἕως στρατεία εἴη, παύσασθαι τοῦ πολέμου· εἰ δέ τις πόλις στρατιᾶς οὔσης ἔξω ἐπὶ πόλιν στρατεύσοι, ἐπὶ ταύτην ἔφη πρῶτον ἰέναι κατὰ τὸ δόγμα τῶν συμμάχων. [5.4.38] ἐπεὶ δὲ ὑπερέβαλε τὸν Κιθαιρῶνα, ἐλθὼν εἰς Θεσπιὰς ἐκεῖθεν ὁρμηθεὶς ᾔει ἐπὶ τὴν τῶν Θηβαίων χώραν. εὑρὼν δὲ ἀποτεταφρευμένον τε καὶ ἀπεσταυρωμένον κύκλῳ τὸ πεδίον καὶ τὰ πλείστου ἄξια τῆς χώρας, στρατοπεδευόμενος ἄλλοτ᾽ ἄλλῃ καὶ μετ᾽ ἄριστον ἐξάγων ἐδῄου τῆς χώρας τὰ πρὸς ἑαυτοῦ τῶν σταυρωμάτων καὶ τῆς τάφρου. οἱ γὰρ πολέμιοι, ὅπου ἐπιφαίνοιτο ὁ Ἀγησίλαος, ἀντιπαρῇσαν αὐτῷ ἐντὸς τοῦ χαρακώματος ὡς ἀμυνούμενοι. [5.4.39] καί ποτε ἀποχωροῦντος αὐτοῦ ἤδη τὴν ἐπὶ τὸ στρατόπεδον, οἱ τῶν Θηβαίων ἱππεῖς τέως ἀφανεῖς ὄντες ἐξαίφνης διὰ τῶν ὡδοποιημένων τοῦ χαρακώματος ἐξόδων ἐξελαύνουσι, καὶ οἷα δὴ ἀπιόντων πρὸς δεῖπνον καὶ συσκευαζομένων τῶν πελταστῶν, τῶν δ᾽ ἱππέων τῶν μὲν ἔτι καταβεβηκότων, τῶν δ᾽ ἀναβαινόντων, ἐπελαύνουσι· καὶ τῶν πελταστῶν συχνοὺς κατέβαλον καὶ τῶν ἱππέων Κλέαν καὶ Ἐπικυδίδαν Σπαρτιάτας, καὶ τῶν περιοίκων ἕνα, Εὔδικον, καὶ τῶν Θηβαίων τινὰς φυγάδας, οὔπω ἀναβεβηκότας ἐπὶ τοὺς ἵππους. [5.4.40] ὡς δὲ ἀναστρέψας σὺν τοῖς ὁπλίταις ἐβοήθησεν ὁ Ἀγησίλαος, οἵ τε ἱππεῖς ἤλαυνον ἐναντίον τοῖς ἱππεῦσι καὶ τὰ δέκα ἀφ᾽ ἥβης ἐκ τῶν ὁπλιτῶν ἔθει σὺν αὐτοῖς. οἱ μέντοι τῶν Θηβαίων ἱππεῖς ἐῴκεσαν ὑποπεπωκόσι που ἐν μεσημβρίᾳ· ὑπέμενον μὲν γὰρ τοῖς ἐπελαύνουσιν ὥστ᾽ ἐξακοντίζειν τὰ δόρατα, ἐξικνοῦντο δ᾽ οὔ. [5.4.41] ἀναστρέφοντες δὲ ἐκ τοσούτου ἀπέθανον αὐτῶν δώδεκα. ὡς δὲ κατέγνω ὁ Ἀγησίλαος ὅτι ἀεὶ μετ᾽ ἄριστον καὶ οἱ πολέμιοι ἐφαίνοντο, θυσάμενος ἅμα τῇ ἡμέρᾳ ἦγεν ὡς οἷόν τε τάχιστα, καὶ παρῆλθε δι᾽ ἐρημίας ἔσω τῶν χαρακωμάτων. ἐκ δὲ τούτου τὰ ἐντὸς ἔτεμνε καὶ ἔκαε μέχρι τοῦ ἄστεως. ταῦτα δὲ ποιήσας καὶ πάλιν ἀποχωρήσας εἰς Θεσπιάς, ἐτείχισε τὸ ἄστυ αὐτοῖς· καὶ ἐκεῖ μὲν Φοιβίδαν κατέλιπεν ἁρμοστήν, αὐτὸς δὲ ὑπερβαλὼν πάλιν εἰς τὰ Μέγαρα τοὺς μὲν συμμάχους διῆκε, τὸ δὲ πολιτικὸν στράτευμα ἐπ᾽ οἴκου ἀπήγαγεν.

[5.4.34] Στο μεταξύ η φιλοβοιωτική μερίδα στην Αθήνα τόνιζε στον λαό ότι οι Λακεδαιμόνιοι όχι μόνο δεν είχαν τιμωρήσει τον Σφοδρία, αλλά και τον είχαν επαινέσει για την ενέργειά του εναντίον της Αθήνας. Τότε οι Αθηναίοι έχτισαν πύλες στον Πειραιά και βάλθηκαν να ναυπηγούν πλοία, ενώ ταυτόχρονα έστελναν με μεγάλη προθυμία ενισχύσεις στους Βοιωτούς. [5.4.35] Οι Λακεδαιμόνιοι πάλι κήρυξαν επιστράτευση εναντίον των Θηβαίων και παρακάλεσαν τον Αγησίλαο ν᾽ αναλάβει τη διοίκηση του στρατού, πιστεύοντας ότι θα την ασκούσε με περισσότερη φρόνηση από τον Κλεόμβροτο. Εκείνος αποκρίθηκε ότι δεν έφερνε αντίρρηση στις οποιεσδήποτε αποφάσεις της πόλης, κι ετοιμάστηκε να ξεκινήσει.
[5.4.36] Ξέροντας ότι δεν ήταν εύκολο να εισβάλει κανένας στη Θήβα αν δεν είχε καταλάβει από πριν τον Κιθαιρώνα, και μαθαίνοντας ότι οι Κλητόριοι πολεμούσαν τους Ορχομενίους κι είχαν προσλάβει μισθοφόρους, ο Αγησίλαος συνεννοήθηκε μαζί τους ώστε να ᾽χει στη διάθεσή του τους μισθοφόρους αν τους χρειαστεί· [5.4.37] κι αφού πέτυχε η θυσία στο διάβα των συνόρων, προτού ακόμα φτάσει ο ίδιος στην Τεγέα, μήνυσε στον αρχηγό των μισθοφόρων των Κλητορίων να καταλάβουν τον Κιθαιρώνα, δίνοντάς τους και μισθό για έναν μήνα. Στους Ορχομενίους πάλι είπε να σταματήσουν τον πόλεμο όσο θα διαρκούσε η δική του εκστρατεία: αν τυχόν, κατά τη διάρκειά της, μια πόλη κινούσε να χτυπήσει άλλην, θα βάδιζε εναντίον της σύμφωνα με την απόφαση των συμμάχων. [5.4.38] Κατόπιν, περνώντας τον Κιθαιρώνα, έφτασε στις Θεσπιές κι αποκεί μπήκε στο έδαφος της Θήβας, όπου όμως βρήκε την πεδιάδα και το σημαντικότερο τμήμα της γης περιχαρακωμένο και περιφραγμένο ολόγυρα· τότε άρχισε να στρατοπεδεύει πότε στο ένα σημείο και πότε στο άλλο, και μετά το μεσημεριανό φαγητό έκανε εξορμήσεις και λεηλατούσε τα εδάφη που βρίσκονταν έξω από το φράγμα και το χαράκωμα — γιατί όπου παρουσιαζόταν ο Αγησίλαος, οι εχθροί έπαιρναν θέση αντίκρυ του μέσα από το χαράκωμα, έτοιμοι ν᾽ αμυνθούν.
[5.4.39] Μια φορά, την ώρα πια που ξεκινούσε να επιστρέψει στο στρατόπεδο, το ιππικό των Θηβαίων —αθέατο ώς εκείνη τη στιγμή— όρμησε από τις προετοιμασμένες εξόδους του χαρακώματος. Οι πελταστές του Αγησιλάου ετοιμάζονταν να πάνε να δειπνήσουν, ενώ από το ιππικό του άλλοι ανέβαιναν στ᾽ άλογά τους κι άλλοι δεν τα ᾽χαν ακόμα καβαλήσει. Έτσι οι Θηβαίοι σκότωσαν πολλούς πελταστές στην επέλασή τους, αλλά και ιππείς: τους Σπαρτιάτες Κλέα και Επικυδίδα, έναν περίοικο —τον Εύδικο— και μερικούς Θηβαίους εξορίστους που δεν είχαν ακόμα ανέβει στ᾽ άλογά τους. [5.4.40] Μόλις όμως ο Αγησίλαος γύρισε πίσω κι ήρθε σ᾽ ενίσχυση με τους οπλίτες, το ιππικό του επιτέθηκε στο εχθρικό ιππικό κι οι δέκα νεότερες κλάσεις των οπλιτών όρμησαν κι αυτές. Τότε οι Θηβαίοι ιππείς φέρθηκαν σαν να ᾽ταν μεθυσμένοι —μεσημεριάτικα— γιατί ενώ περίμεναν την επέλαση των αντιπάλων, βιάστηκαν να ρίξουν τα δόρατά τους, που δεν τους έφτασαν· κατόπιν, καθώς έκαναν μεταβολή από τέτοιαν απόσταση, δώδεκα απ᾽ αυτούς σκοτώθηκαν.
[5.4.41] Όταν ο Αγησίλαος κατάλαβε ότι κι οι εχθροί παρουσιάζονταν πάντα μετά το γεύμα, έκανε θυσία μόλις ξημέρωσε κι οδηγώντας τον στρατό του όσο πιο γρήγορα μπορούσε πέρασε μέσα από το χαράκωμα την ώρα που ήταν ακόμα αφύλαχτο. Τότε βάλθηκε να καίει και να καταστρέφει την περιφραγμένη περιοχή, ώς την πόλη. Ύστερα απ᾽ αυτή την ενέργεια αποτραβήχτηκε ξανά στην πόλη των Θεσπιέων, κι αφού τους την οχύρωσε κι άφησε αρμοστή τον Φοιβίδα, γύρισε πάλι από το βουνό στα Μέγαρα, όπου απέλυσε τα συμμαχικά στρατεύματα και πήρε το δικό του πίσω στη Λακεδαίμονα.