[6.4.20] Την άλλη μέρα ξαναθυσίαζε, και σχεδόν ολόκληρος ο στρατός, από την έγνοια που είχε, συγκεντρώθηκε γύρω στο βωμό. Μα τα ζώα δεν επαρκούσαν για θυσία. Ωστόσο οι στρατηγοί δεν έβγαζαν τους στρατιώτες, παρά τους συνάθροισαν. [6.4.21] Και ο Ξενοφώντας τούς είπε: «Ίσως οι εχθροί βρίσκονται συγκεντρωμένοι και θα χρειαστεί να πολεμήσουμε. Αν λοιπόν αφήσουμε τις αποσκευές μας εκεί που η τοποθεσία είναι οχυρή και βαδίσουμε ετοιμασμένοι για μάχη, τότε μπορεί οι θυσίες να δείξουν καλά σημάδια». [6.4.22] Όταν τ᾽ άκουσαν οι στρατιώτες, φώναξαν πως δεν χρειαζόταν να πάνε σε κείνο το μέρος, παρά έπρεπε να θυσιάσουν όσο γινόταν γρηγορότερα. Πρόβατα όμως δεν υπήρχαν πια, κι έτσι αγόρασαν βόδια απ᾽ αυτά που ήταν ζεμένα στ᾽ αμάξια, και τα θυσίαζαν. Και ο Ξενοφώντας παρακάλεσε τον Κλεάνορα τον Αρκάδα να θυσιάσει αντί γι᾽ αυτόν, μήπως με την αλλαγή γίνει κάτι. Μα ούτε τότε οι θυσίες έδειξαν καλά σημάδια. [6.4.23] Ο Νέωνας, που στο μεταξύ είχε γίνει στρατηγός σε αντικατάσταση του Χειρίσοφου, όταν είδε σε πόσο δύσκολη κατάσταση βρίσκονταν οι στρατιώτες από τις πολλές ελλείψεις, θέλησε να τους προσφέρει κάποια υπηρεσία. Καθώς βρήκε λοιπόν έναν Ηρακλειώτη, που έλεγε πως ξέρει εκεί κοντά κάτι χωριά απ᾽ όπου μπορούσαν να πάρουν τρόφιμα, διαλάλησε πως όποιος ήθελε ήταν ελεύθερος να πάει, γιατί τώρα θα είχαν οδηγό. Έτσι βγαίνουν οι στρατιώτες με μικρά δόρατα, με ασκιά και με ταγάρια και με άλλα αγγεία, πάνω κάτω δυο χιλιάδες άντρες. [6.4.24] Όταν όμως μπήκαν στα χωριά και σκορπίστηκαν για ν᾽ αρχίσουν τη λεηλασία, τους κάνουν επίθεση πρώτα πρώτα οι ιππείς του Φαρνάβαζου. Γιατί τούτοι είχαν έρθει να βοηθήσουν τους Βιθυνούς, θέλοντας μαζί τους να εμποδίσουν, αν μπορούσαν, τους Έλληνες να μπουν στη Φρυγία. Τότε σκοτώνονται από τους ιππείς ως πεντακόσιοι άντρες, ενώ οι υπόλοιποι τράβηξαν απάνω στα βουνά και σώθηκαν. [6.4.25] Σε λίγο κάποιος από κείνους που ξέφυγαν ανακοινώνει στο στρατόπεδο τα όσα έγιναν. Και ο Ξενοφώντας, επειδή οι θυσίες δεν έδειχναν καλά σημάδια τούτη την ήμερα, πήρε ένα βόδι που ήταν ζεμένο στο αμάξι, γιατί δεν υπήρχαν άλλα ζώα για θυσία, το θυσίασε κι ύστερα έτρεξε να τους βοηθήσει, μαζί με όλους τους άλλους που ήταν ως τριάντα χρονών. [6.4.26] Έτσι πήραν όσους είχαν γλιτώσει και γυρίζουν στο στρατόπεδο. Μα προς το βασίλεμα του ήλιου, όταν οι Έλληνες είχαν αρχίσει να δειπνούν κι ήταν πολύ στενοχωρημένοι, ξαφνικά μερικοί Βιθυνοί, βγαίνοντας από τη δασωμένη περιοχή, έπεσαν απάνω στους στρατιώτες της προφυλακής και άλλους σκότωσαν κι άλλους κυνήγησαν ως το στρατόπεδο. [6.4.27] Από τις δυνατές φωνές που ακούστηκαν τότε, οι Έλληνες όλοι έτρεξαν στα όπλα. Δεν τους φαινόταν όμως πως θα είχαν ασφάλεια, αν κυνηγούσαν τους εχθρούς και μετακινούσαν το στρατόπεδο, καθώς ήταν σκοτάδι, γιατί τα γύρω μέρη ήταν δασωμένα. Γι᾽ αυτό πέρασαν τη νύχτα οπλισμένοι και φυλάγονταν από αρκετούς φρουρούς. [6.5.1] Έτσι πέρασαν τη νύχτα. Μόλις όμως ξημέρωσε, οι στρατηγοί οδηγούσαν τους στρατιώτες προς την οχυρή τοποθεσία, κι εκείνοι ακολουθούσαν με τα όπλα και τις αποσκευές τους. Και προτού φτάσει η ώρα του φαγητού, έκαμαν ένα χαντάκι και οχύρωσαν την είσοδο του οχυρού, περιχαράκωσαν όλη την έκταση με παλούκια κι άφησαν τρεις πύλες. Στο μεταξύ ήρθε ένα πλοίο από την Ηράκλεια κι έφερε αλεύρι κριθαρένιο και ζώα για θυσίες και κρασί. [6.5.2] Ο Ξενοφώντας σηκώθηκε πρωί κι άρχισε να θυσιάζει για να δει αν μπορούσαν να ξεκινήσουν, και τα σημάδια της θυσίας από το πρώτο ζώο κιόλας φάνηκαν καλά. Τελείωναν πια οι θυσίες, όταν ο μάντης Αρηξίωνας ο Παρράσιος είδε έναν αετό καλοσήμαδο, και τότε προτρέπει τον Ξενοφώντα να οδηγήσει το στράτευμα. [6.5.3] Έτσι πέρασαν το χαντάκι, ακούμπησαν τα όπλα στη γη κι έδωσαν εντολή με τον κήρυκα να γευματίσουν οι στρατιώτες και ύστερα να βγουν οπλισμένοι, αφήνοντας εκεί τους άμαχους και τους αιχμάλωτους. [6.5.4] Βγήκαν λοιπόν όλοι οι άλλοι εκτός από το Νέωνα, γιατί νόμισαν πως ήταν προτιμότερο να τον αφήσουν να φυλάει το στρατόπεδο. Οι λοχαγοί όμως κι οι στρατιώτες του ντράπηκαν να μην ακολουθήσουν τους άλλους που έφευγαν, και γι᾽ αυτό τον άφησαν εκεί μαζί με κείνους που ήταν πάνω από σαράντα πέντε χρονών. Αυτοί έμειναν, ενώ οι υπόλοιποι άρχισαν να προχωρούν. [6.5.5] Προτού περάσουν όμως δεκαπέντε στάδια, βρήκαν κάτι νεκρούς. Και όταν η ουρά του στρατεύματος έφτασε στο μέρος που βρέθηκαν οι πρώτοι νεκροί, τότε έθαψαν όλους όσοι βρίσκονταν σ᾽ ολόκληρη την έκταση που έπιανε η παράταξη. [6.5.6] Έθαψαν εκείνους και συνέχισαν την πορεία, κι όταν ξανάφτασε η ούρα στους πρώτους άταφους, έθαψαν πάλι με τον ίδιο τρόπο όσους βρίσκονταν σε όλο το μάκρος της παράταξης. Τέλος πήγαν στο κεντρικό σημείο, όπου ενώνονταν οι δρόμοι των χωριών. Εκεί βρίσκονταν πεσμένοι πολλοί νεκροί, που τους μάζεψαν και τους έθαψαν. |