Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (5.4.19-5.4.33)

[5.4.19] Οἱ μὲν οὖν Ἀθηναῖοι ὁρῶντες τὴν τῶν Λακεδαιμονίων ῥώμην καὶ ὅτι πόλεμος ἐν Κορίνθῳ οὐκέτι ἦν, ἀλλ᾽ ἤδη παριόντες τὴν Ἀττικὴν οἱ Λακεδαιμόνιοι εἰς τὰς Θήβας ἐνέβαλλον, οὕτως ἐφοβοῦτο ὥστε καὶ τὼ δύο στρατηγώ, οἳ συνηπιστάσθην τὴν τοῦ Μέλωνος ἐπὶ τοὺς περὶ Λεοντιάδην ἐπανάστασιν, κρίναντες τὸν μὲν ἀπέκτειναν, τὸν δ᾽, ἐπεὶ οὐχ ὑπέμεινεν, ἐφυγάδευσαν.
[5.4.20] Οἱ δ᾽ αὖ Θηβαῖοι καὶ αὐτοὶ φοβούμενοι, εἰ μηδένες ἄλλοι ἢ αὐτοὶ πολεμήσοιεν τοῖς Λακεδαιμονίοις, τοιόνδε εὑρίσκουσι μηχάνημα. πείθουσι τὸν ἐν ταῖς Θεσπιαῖς ἁρμοστὴν Σφοδρίαν, χρήματα δόντες, ὡς ὑπωπτεύετο, ἐμβαλεῖν εἰς τὴν Ἀττικήν, ἵν᾽ ἐκπολεμώσειε τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους. κἀκεῖνος πειθόμενος αὐτοῖς, προσποιησάμενος τὸν Πειραιᾶ καταλήψεσθαι, ὅτι δὴ ἀπύλωτος ἦν, ἦγεν ἐκ τῶν Θεσπιῶν πρῲ δειπνήσαντας τοὺς στρατιώτας, φάσκων πρὸ ἡμέρας καθανύσειν εἰς τὸν Πειραιᾶ. [5.4.21] Θριᾶσι δ᾽ αὐτῷ ἡμέρα ἐπεγένετο, καὶ οὐδὲν ἐντεῦθεν ἐποίησεν ὥστε λαθεῖν, ἀλλ᾽ ἐπεὶ ἀπετράπετο, βοσκήματα διήρπασε καὶ οἰκίας ἐπόρθησε. τῶν δ᾽ ἐντυχόντων τινὲς τῆς νυκτὸς φεύγοντες εἰς τὸ ἄστυ ἀπήγγελλον τοῖς Ἀθηναίοις ὅτι στράτευμα πάμπολυ προσίοι. οἱ μὲν δὴ ταχὺ ὁπλισάμενοι καὶ ἱππεῖς καὶ ὁπλῖται ἐν φυλακῇ τῆς πόλεως ἦσαν. [5.4.22] τῶν δὲ Λακεδαιμονίων καὶ πρέσβεις ἐτύγχανον Ἀθήνησιν ὄντες παρὰ Καλλίᾳ τῷ προξένῳ Ἐτυμοκλῆς τε καὶ Ἀριστόλοχος καὶ Ὤκυλλος· οὓς οἱ Ἀθηναῖοι, ἐπεὶ τὸ πρᾶγμα ἠγγέλθη, συλλαβόντες ἐφύλαττον, ὡς καὶ τούτους συνεπιβουλεύοντας. οἱ δὲ ἐκπεπληγμένοι τε ἦσαν τῷ πράγματι καὶ ἀπελογοῦντο ὡς οὐκ ἄν ποτε οὕτω μῶροι ἦσαν ὡς εἰ ᾔδεσαν καταλαμβανόμενον τὸν Πειραιᾶ, ἐν τῷ ἄστει ἂν ὑποχειρίους αὑτοὺς παρεῖχον, καὶ ταῦτα παρὰ τῷ προξένῳ, οὗ τάχιστ᾽ ἂν ηὑρέθησαν. [5.4.23] ἔτι δ᾽ ἔλεγον ὡς εὔδηλον καὶ τοῖς Ἀθηναίοις ἔσοιτο ὅτι οὐδ᾽ ἡ πόλις τῶν Λακεδαιμονίων ταῦτα συνῄδει. Σφοδρίαν γὰρ εὖ εἰδέναι ἔφασαν ὅτι ἀπολωλότα πεύσοιντο ὑπὸ τῆς πόλεως. κἀκεῖνοι μὲν κριθέντες μηδὲν συνειδέναι ἀφείθησαν. [5.4.24] οἱ δ᾽ ἔφοροι ἀνεκάλεσάν τε τὸν Σφοδρίαν καὶ ὑπῆγον θανάτου. ἐκεῖνος μέντοι φοβούμενος οὐχ ὑπήκουσεν· ὅμως δὲ καίπερ οὐχ ὑπακούων εἰς τὴν κρίσιν ἀπέφυγε. καὶ πολλοῖς ἔδοξεν αὕτη δὴ ἀδικώτατα ἐν Λακεδαίμονι ‹ἡ› δίκη κριθῆναι. ἐγένετο δὲ τοῦτο τὸ αἴτιον.
[5.4.25] Ἦν υἱὸς τῷ Σφοδρία Κλεώνυμος, ἡλικίαν τε ἔχων τὴν ἄρτι ἐκ παίδων, καὶ ἅμα κάλλιστός τε καὶ εὐδοκιμώτατος τῶν ἡλίκων. τούτου δὲ ἐρῶν ἐτύγχανεν Ἀρχίδαμος ὁ Ἀγησιλάου. οἱ μὲν οὖν τοῦ Κλεομβότου φίλοι, ἅτε ἑταῖροι ὄντες τῷ Σφοδρίᾳ, ἀπολυτικῶς αὐτοῦ εἶχον, τὸν δέ γε Ἀγησίλαον καὶ τοὺς ἐκείνου φίλους ἐφοβοῦντο, καὶ τοὺς διὰ μέσου δέ· δεινὰ γὰρ ἐδόκει πεποιηκέναι. [5.4.26] ἐκ τούτου δὲ ὁ μὲν Σφοδρίας εἶπε πρὸς τὸν Κλεώνυμον· Ἔξεστί σοι, ὦ υἱέ, σῶσαι τὸν πατέρα, δεηθέντι Ἀρχιδάμου εὐμενῆ Ἀγησίλαον ἐμοὶ εἰς τὴν κρίσιν παρασχεῖν. ὁ δὲ ἀκούσας ἐτόλμησεν ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἀρχίδαμον, καὶ ἐδεῖτο σωτῆρα αὐτῷ τοῦ πατρὸς γενέσθαι. [5.4.27] ὁ μέντοι Ἀρχίδαμος ἰδὼν μὲν τὸν Κλεώνυμον κλαίοντα συνεδάκρυε παρεστηκώς· ἀκούσας δὲ δεομένου, ἀπεκρίνατο· Ἀλλ᾽, ὦ Κλεώνυμε, ἴσθι μὲν ὅτι ἐγὼ τῷ ἐμῷ πατρὶ οὐδ᾽ ἀντιβλέπειν δύναμαι, ἀλλὰ κἄν τι βούλωμαι διαπράξασθαι ἐν τῇ πόλει, πάντων μᾶλλον ἢ τοῦ πατρὸς δέομαι· ὅμως δ᾽, ἐπεὶ σὺ κελεύεις, νόμιζε πᾶσάν με προθυμίαν ἕξειν ταῦτά σοι πραχθῆναι. [5.4.28] καὶ τότε μὲν δὴ ἐκ τοῦ φιλιτίου εἰς τὸν οἶκον ἐλθὼν ἀνεπαύετο· τοῦ δ᾽ ὄρθρου ἀναστὰς ἐφύλαττε μὴ λάθοι αὐτὸν ὁ πατὴρ ἐξελθών. ἐπεὶ δὲ εἶδεν αὐτὸν ἐξιόντα, πρῶτον μέν, εἴ τις τῶν πολιτῶν παρῆν, παρίει τούτους διαλέγεσθαι αὐτῷ, ἔπειτα δ᾽, εἴ τις ξένος, ἔπειτα δὲ καὶ τῶν θεραπόντων τῷ δεομένῳ παρεχώρει. τέλος δ᾽, ἐπεὶ ἀπὸ τοῦ Εὐρώτα ἀπιὼν ὁ Ἀγησίλαος εἰσῆλθεν οἴκαδε, ἀπιὼν ᾤχετο οὐδὲ προσελθών. καὶ τῇ ὑστεραίᾳ δὲ ταὐτὰ ταῦτα ἐποίησεν. [5.4.29] ὁ δ᾽ Ἀγησίλαος ὑπώπτευε μὲν ὧν ἕνεκεν ἐφοίτα, οὐδὲν μέντοι ἠρώτα, ἀλλ᾽ εἴα αὐτόν. ὁ δ᾽ αὖ Ἀρχίδαμος ἐπεθύμει μέν, ὥσπερ εἰκός, ὁρᾶν τὸν Κλεώνυμον· ὅπως μέντοι ἔλθοι πρὸς αὐτὸν μὴ διειλεγμένος τῷ πατρὶ περὶ ὧν ἐκεῖνος ἐδεήθη οὐκ εἶχεν. οἱ δὲ ἀμφὶ τὸν Σφοδρίαν οὐχ ὁρῶντες τὸν Ἀρχίδαμον ἰόντα, πρόσθεν δὲ θαμίζοντα, ἐν παντὶ ἦσαν μὴ λελοιδορημένος ὑπὸ Ἀγησιλάου εἴη. [5.4.30] τέλος μέντοι ὁ Ἀρχίδαμος ἐτόλμησε προσελθεῖν καὶ εἰπεῖν· Ὦ πάτερ, Κλεώνυμός με κελεύει σου δεηθῆναι σῶσαί οἱ τὸν πατέρα· καὶ ἐγὼ ταὐτά σου δέομαι, εἰ δυνατόν. ὁ δ᾽ ἀπεκρίνατο· Ἀλλὰ σοὶ μὲν ἔγωγε συγγνώμην ἔχω· αὐτὸς μέντοι ὅπως ‹ἂν› συγγνώμης τύχοιμι παρὰ τῆς πόλεως ἄνδρα μὴ καταγιγνώσκων ἀδικεῖν οἷς ἐχρηματίσατο ἐπὶ κακῷ τῆς πόλεως οὐχ ὁρῶ. [5.4.31] ὁ δὲ τότε μὲν πρὸς ταῦτα οὐδὲν εἶπεν, ἀλλ᾽ ἡττηθεὶς τοῦ δικαίου ἀπῆλθεν. ὕστερον δὲ ἢ αὐτὸς νοήσας ἢ διδαχθεὶς ὑπό του εἶπεν ἐλθών· Ἀλλ᾽ ὅτι μέν, ὦ πάτερ, εἰ μηδὲν ἠδίκει Σφοδρίας, ἀπέλυσας ἂν αὐτὸν οἶδα· νῦν δέ, εἰ ἠδίκηκέ τι, ἡμῶν ἕνεκεν συγγνώμης ὑπὸ σοῦ τυχέτω. ὁ δὲ εἶπεν· Οὐκοῦν ἂν μέλλῃ καλὰ ταῦθ᾽ ἡμῖν εἶναι, οὕτως ἔσται. ὁ μὲν δὴ ταῦτ᾽ ἀκούσας μάλα δύσελπις ὢν ἀπῄει. [5.4.32] τῶν δὲ τοῦ Σφοδρία φίλων τις διαλεγόμενος Ἐτυμοκλεῖ εἶπεν· Ὑμεῖς μέν, οἶμαι, ἔφη, πάντες οἱ Ἀγησιλάου φίλοι ἀποκτενεῖτε τὸν Σφοδρίαν. καὶ ὁ Ἐτυμοκλῆς· Μὰ Δία οὐκ ἄρα ταὔτ᾽, ἔφη, ποιήσομεν Ἀγησιλάῳ, ἐπεὶ ἐκεῖνός γε πρὸς πάντας ὅσοις διείλεκται ταὐτὰ λέγει, μὴ ἀδικεῖν μὲν Σφοδρίαν ἀδύνατον εἶναι· ὅστις μέντοι παῖς τε ὢν καὶ παιδίσκος καὶ ἡβῶν πάντα τὰ καλὰ ποιῶν διετέλεσε, χαλεπὸν εἶναι τοιοῦτον ἄνδρα ἀποκτιννύναι· τὴν γὰρ Σπάρτην τοιούτων δεῖσθαι στρατιωτῶν. [5.4.33] ὁ οὖν ἀκούσας ταῦτα ἀπήγγειλε τῷ Κλεωνύμῳ. ὁ δ᾽ ἡσθείς, εὐθὺς ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἀρχίδαμον εἶπεν· Ὅτι μὲν ἡμῶν ἐπιμελῇ ἤδη ἴσμεν· εὖ δ᾽ ἐπίστω, Ἀρχίδαμε, ὅτι καὶ ἡμεῖς πειρασόμεθα ἐπιμελεῖσθαι ὡς μήποτε σὺ ἐπὶ τῇ ἡμετέρᾳ φιλίᾳ αἰσχυνθῇς. καὶ οὐκ ἐψεύσατο, ἀλλὰ καὶ ζῶν ἅπαντ᾽ ἐποίει ὅσα καλὰ ἐν τῇ Σπάρτῃ, καὶ ἐν Λεύκτροις πρὸ τοῦ βασιλέως μαχόμενος σὺν Δείνωνι τῷ πολεμάρχῳ τρὶς πεσὼν πρῶτος τῶν πολιτῶν ἐν μέσοις τοῖς πολεμίοις ἀπέθανε. καὶ ἠνίασε μὲν εἰς τὰ ἔσχατα τὸν Ἀρχίδαμον, ὡς δ᾽ ὑπέσχετο, οὐ κατῄσχυνεν, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκόσμησε. τοιούτῳ μὲν δὴ τρόπῳ Σφοδρίας ἀπέφυγε.

[5.4.19] Οι Αθηναίοι ωστόσο, βλέποντας ότι οι Λακεδαιμόνιοι ήταν δυνατοί κι ότι ο πόλεμος δεν γινόταν πια στο έδαφος της Κορίνθου, αλλά οι Λακεδαιμόνιοι περνούσαν πλάι στην Αττική για να εισβάλουν στη Θήβα, τόσο πολύ φοβήθηκαν, ώστε δίκασαν τους δύο στρατηγούς που είχαν μυηθεί στην επανάσταση του Μέλωνος εναντίον των οπαδών του Λεοντιάδη· τον έναν τον θανάτωσαν και τον άλλον, που δεν έμεινε να δικαστεί, τον εξόρισαν.
[5.4.20] Οι Θηβαίοι πάλι, που φοβόνταν κι οι ίδιοι μη βρεθούν μονάχοι να πολεμούν τους Λακεδαιμονίους, σοφίστηκαν το ακόλουθο τέχνασμα: έπεισαν τον Σφοδρία, που ήταν αρμοστής στις Θεσπιές (υπήρχε μάλιστα η υποψία ότι τον πλήρωσαν), να εισβάλει στην Αττική για να προκαλέσει πόλεμο ανάμεσα στους Αθηναίους και στους Λακεδαιμονίους. Εκείνος τους εισάκουσε και, κάνοντας πως ήθελε τάχα να καταλάβει τον Πειραιά —που δεν είχε πύλες— πρόσταξε τον στρατό του να δειπνήσει νωρίς και ξεκίνησε από τις Θεσπιές δηλώνοντας ότι προτού ξημερώσει θα ᾽φταναν στον Πειραιά. [5.4.21] Όταν ωστόσο τον βρήκε η αυγή στη Θρία δεν έκανε πια καμιά προσπάθεια να περάσει απαρατήρητος και, καθώς γύριζε πίσω, άρπαξε κοπάδια και λεηλάτησε σπίτια. Μερικοί απ᾽ αυτούς που τον συνάντησαν τη νύχτα έτρεξαν στην Αθήνα να ειδοποιήσουν ότι πλησιάζει πολύ μεγάλος στρατός. Οι Αθηναίοι —ιππείς και οπλίτες— οπλίστηκαν γοργά για να φυλάξουν την πόλη.
[5.4.22] Εκείνες τις μέρες έτυχε να βρίσκονται στην Αθήνα και πρέσβεις των Λακεδαιμονίων — ο Ετυμοκλής, ο Αριστόλοχος κι ο Ώκυλλος, που έμεναν στου προξένου τους Καλλία. Με την αναγγελία των γεγονότων, οι Αθηναίοι τους συνέλαβαν και τους φυλάκισαν, νομίζοντας ότι είχαν κι εκείνοι ανάμιξη στη συνωμοσία. Τούτοι όμως, τρομοκρατημένοι από το γεγονός, απολογήθηκαν λέγοντας ότι δεν ήταν τόσο ανόητοι ώστε, αν ήξεραν ότι επρόκειτο να καταληφθεί ο Πειραιάς, να μείνουν οι ίδιοι στα χέρια των Αθηναίων — και μάλιστα στο σπίτι του προξένου τους, όπου θα τους έβρισκαν αμέσως. [5.4.23] Έπρεπε να ᾽ναι φανερό και στους Αθηναίους, είπαν ακόμα, ότι αυτά είχαν γίνει χωρίς να ᾽χουν γνώση οι αρχές της Λακεδαίμονος· και το ᾽ξεραν καλά, πρόσθεσαν, ότι θα ᾽ρχόταν είδηση πως ο Σφοδρίας είχε καταδικαστεί σε θάνατο από τους Λακεδαιμονίους. Τέλος κρίθηκε ότι δεν ήξεραν τίποτα για την υπόθεση κι αφέθηκαν ελεύθεροι.
[5.4.24] Οι έφοροι ανακάλεσαν τον Σφοδρία με κατηγορία που συνεπαγόταν θάνατο. Εκείνος φοβήθηκε να υπακούσει· μολοντούτο, αν και απείθησε και δεν παρουσιάστηκε στη δίκη, αθωώθηκε. Πολλοί έκριναν ότι αυτή η δικαστική απόφαση ήταν η πιο άδικη που είχε βγει ποτέ στη Λακεδαίμονα. Ο λόγος ήταν τούτος:
[5.4.25] Ο Σφοδρίας είχε έναν γιο, τον Κλεώνυμο —μόλις έβγαινε από την παιδική ηλικία— που ξεχώριζε απ᾽ όλους τους συνομηλίκους του σ᾽ ομορφιά και συνάμα σε καλή φήμη· αυτόν συνέβαινε να τον αγαπάει ο Αρχίδαμος, ο γιος του Αγησιλάου. Οι φίλοι του Κλεομβρότου είχαν διάθεση ν᾽ αθωώσουν τον Σφοδρία, γιατί ανήκε στην ίδια παράταξη μ᾽ εκείνους, αλλά φοβόνταν τον Αγησίλαο και τους δικούς του φίλους, καθώς και τους πολίτες που δεν ανήκαν σε καμιά παράταξη — γιατί το αδίκημα του Σφοδρία ήταν ολοφάνερα πολύ σοβαρό. [5.4.26] Τότε ο Σφοδρίας είπε στον Κλεώνυμο: «Στο χέρι σου είναι, παιδί μου, να σώσεις τον πατέρα σου, αν παρακαλέσεις τον Αρχίδαμο να προδιαθέσει τον πατέρα του ευνοϊκά για τη δίκη μου». Όταν τ᾽ άκουσε αυτά, ο νεαρός βρήκε το θάρρος να πάει στον Αρχίδαμο και να τον παρακαλέσει να σώσει τον πατέρα του. [5.4.27] Βλέποντας τον Κλεώνυμο να κλαίει, ο Αρχίδαμος δάκρυσε κι εκείνος καθώς στεκόταν στο πλάι του· ακούγοντας όμως την παράκληση αποκρίθηκε: «Να ξέρεις, Κλεώνυμε, ότι εγώ καλά καλά δεν τολμώ να κοιτάξω τον πατέρα μου στα μάτια, κι όταν θέλω κάτι να πετύχω στην πόλη, απευθύνομαι σ᾽ οποιονδήποτε άλλον κι όχι σ᾽ εκείνον. Αλλά μια και μου το ζητάς, να ᾽σαι βέβαιος ότι θα κάνω ό,τι μπορώ για να γίνει το χατίρι σου».
[5.4.28] Εκείνη την ώρα ο Αρχίδαμος γύρισε από το συσσίτιο στο σπίτι κι αναπαύτηκε. Με τα ξημερώματα ωστόσο σηκώθηκε να παραφυλάξει, μην τυχόν βγει ο πατέρας του χωρίς αυτός να τον αντιληφθεί. Αφού τον είδε να βγαίνει, μολοντούτο, παραμέρισε αφήνοντας να του μιλήσει όποιος πολίτης ήθελε· έπειτα έκανε το ίδιο για τους ξένους, κι έπειτα παραχωρούσε τη θέση του ακόμα και σ᾽ όσους υπηρέτες τον παρακαλούσαν. Τελικά, όταν ο Αγησίλαος γύρισε από τον Ευρώτα και μπήκε στο σπίτι του, έφυγε χωρίς καν να τον έχει πλησιάσει. Την άλλη μέρα έκανε ακριβώς το ίδιο. [5.4.29] Ο Αγησίλαος, μόλο που υποψιαζόταν για ποιόν λόγο τον τριγύριζε ο γιος του, τον άφησε και δεν τον ρώτησε τίποτε. Ο Αρχίδαμος πάλι ήθελε, φυσικά, να δει τον Κλεώνυμο, αλλά δεν του πήγαινε να τον συναντήσει πριν να ᾽χει μιλήσει στον πατέρα του για κείνο που ο άλλος τον είχε παρακαλέσει. Το περιβάλλον του Σφοδρία, εξάλλου, βλέποντας να μην έρχεται ο Αρχίδαμος που άλλοτε ήταν τακτικός επισκέπτης, ανησυχούσε πολύ μην τον είχε αποπάρει ο Αγησίλαος.
[5.4.30] Στο τέλος ο Αρχίδαμος βρήκε το θάρρος να πλησιάσει τον Αγησίλαο και να του πει: «Πατέρα, ο Κλεώνυμος μου ζητάει να σε παρακαλέσω να σώσεις τον πατέρα του· κι εγώ το ίδιο σε παρακαλώ, αν είναι δυνατόν». Ο Αγησίλαος αποκρίθηκε: «Εσένα σε συγχωρώ, αλλά δεν βλέπω πώς θα με συγχωρέσει εμένα η πόλη αν δεν κρίνω ένοχο έναν άνθρωπο που την έβλαψε για να ωφεληθεί ο ίδιος». [5.4.31] Εκείνη την ώρα ο Αρχίδαμος, αναγνωρίζοντας πόσο δίκιο είχε ο πατέρας του, έφυγε δίχως ν᾽ απαντήσει τίποτα. Αργότερα ωστόσο —είτε μόνος του το σκέφτηκε, είτε δασκαλεμένος από άλλον— ήρθε ξανά και του είπε: «Το ξέρω βέβαια, πατέρα, ότι αν ο Σφοδρίας δεν ήταν ένοχος θα τον αθώωνες. Τώρα όμως, κι αν φταίει, συγχώρεσέ τον για χάρη μας». Ο Αγησίλαος αποκρίθηκε: «Ε, λοιπόν, αν αυτό είναι το σωστό για μας, έτσι θα γίνει». Σαν τ᾽ άκουσε ο Αρχίδαμος έφυγε, πολύ απαισιόδοξος.
[5.4.32] Ωστόσο κάποιος φίλος του Σφοδρία, μιλώντας με τον Ετυμοκλή, του είπε: «Υποθέτω ότι όλοι εσείς οι φίλοι του Αγησιλάου ετοιμάζεστε να θανατώσετε τον Σφοδρία». Κι ο Ετυμοκλής: «Μα τον Δία», απάντησε, «τότε δεν θα μιμηθούμε τον Αγησίλαο, γιατί αυτός τουλάχιστον σ᾽ όποιον έχει μιλήσει λέει τα ίδια — ότι δεν μπορεί βέβαια παρά να είναι ένοχος ο Σφοδρίας, αλλά ότι είναι δύσκολο να θανατώσουμε έναν τέτοιον άνθρωπο που και σαν παιδί και σαν έφηβος και σαν νέος έδειξε τόσο λαμπρή διαγωγή, γιατί η Σπάρτη έχει ανάγκη από τέτοιους στρατιώτες».
[5.4.33] Εκείνος που τ᾽ άκουσε αυτά τα επανέλαβε στον Κλεώνυμο, και τούτος πήγε κι είπε χαρούμενος στον Αρχίδαμο: «Το ξέρουμε τώρα ότι φροντίζεις για μας. Να ξέρεις, Αρχίδαμε, ότι κι εμείς θα φροντίσουμε όσο περνάει από το χέρι μας ώστε ποτέ να μην ντραπείς για τη φιλία μας». Και δεν βγήκε ψεύτης. Όσο ζούσε έδειξε προσήλωση στα σπαρτιατικά ιδανικά, και στη μάχη των Λεύκτρων πολέμησε υπερασπίζοντας τον βασιλιά μαζί με τον πολέμαρχο Δείνωνα, έπεσε τρεις φορές και σκοτώθηκε καταμεσής στους εχθρούς, πρώτος απ᾽ όλους τους πολίτες. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο βύθισε βέβαια τον Αρχίδαμο σ᾽ έσχατη λύπη· όμως, σύμφωνα με την υπόσχεσή του, όχι μόνο δεν τον ντρόπιασε, αλλά τον έβγαλε ασπροπρόσωπο. Έτσι λοιπόν αθωώθηκε ο Σφοδρίας.