Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (6.4.9-6.4.19)

[6.4.9] Ἐπειδὴ δὲ ὑστέρα ἡμέρα ἐγένετο τῆς εἰς ταὐτὸν συνόδου, ἐπ᾽ ἐξόδῳ ἐθύετο Ξενοφῶν· ἀνάγκη γὰρ ἦν ἐπὶ τὰ ἐπιτήδεια ἐξάγειν· ἐπενόει δὲ καὶ τοὺς νεκροὺς θάπτειν. ἐπεὶ δὲ τὰ ἱερὰ καλὰ ἐγένετο, εἵποντο καὶ οἱ Ἀρκάδες, καὶ τοὺς μὲν νεκροὺς τοὺς πλείστους ἔνθαπερ ἔπεσον ἑκάστους ἔθαψαν· ἤδη γὰρ ἦσαν πεμπταῖοι καὶ οὐχ οἷόν τε ἀναιρεῖν ἔτι ἦν· ἐνίους δὲ τοὺς ἐκ τῶν ὁδῶν συνενεγκόντες ἔθαψαν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων ὡς ἐδύναντο κάλλιστα· οὓς δὲ μὴ ηὕρισκον, κενοτάφιον αὐτοῖς ἐποίησαν μέγα, καὶ στεφάνους ἐπέθεσαν. [6.4.10] ταῦτα δὲ ποιήσαντες ἀνεχώρησαν ἐπὶ τὸ στρατόπεδον. καὶ τότε μὲν δειπνήσαντες ἐκοιμήθησαν. τῇ δὲ ὑστεραίᾳ συνῆλθον οἱ στρατιῶται πάντες· συνῆγε δὲ μάλιστα Ἀγασίας τε ὁ Στυμφάλιος λοχαγὸς καὶ Ἱερώνυμος Ἠλεῖος λοχαγὸς καὶ ἄλλοι οἱ πρεσβύτατοι τῶν Ἀρκάδων. [6.4.11] καὶ δόγμα ἐποιήσαντο, ἐάν τις τοῦ λοιποῦ μνησθῇ δίχα τὸ στράτευμα ποιεῖν, θανάτῳ αὐτὸν ζημιοῦσθαι, καὶ κατὰ χώραν ἀπιέναι ᾗπερ πρόσθεν εἶχε τὸ στράτευμα καὶ ἄρχειν τοὺς πρόσθεν στρατηγούς. καὶ Χειρίσοφος μὲν ἤδη ἐτετελευτήκει φάρμακον πιὼν πυρέττων· τὰ δ᾽ ἐκείνου Νέων Ἀσιναῖος παρέλαβε.
[6.4.12] Μετὰ δὲ ταῦτα ἀναστὰς εἶπε Ξενοφῶν· Ὦ ἄνδρες στρατιῶται, τὴν μὲν πορείαν, ὡς ἔοικε, [δῆλον ὅτι] πεζῇ ποιητέον· οὐ γὰρ ἔστι πλοῖα· ἀνάγκη δὲ πορεύεσθαι ἤδη· οὐ γὰρ ἔστι μένουσι τὰ ἐπιτήδεια. ἡμεῖς οὖν, ἔφη, θυσόμεθα· ὑμᾶς δὲ δεῖ παρασκευάζεσθαι ὡς μαχουμένους εἴ ποτε καὶ ἄλλοτε· οἱ γὰρ πολέμιοι ἀνατεθαρρήκασιν. [6.4.13] ἐκ τούτου ἐθύοντο οἱ στρατηγοί, μάντις δὲ παρῆν Ἀρηξίων Ἀρκάς· ὁ δὲ Σιλανὸς ὁ Ἀμπρακιώτης ἤδη ἀπεδεδράκει πλοῖον μισθωσάμενος ἐξ Ἡρακλείας. θυομένοις δὲ ἐπὶ τῇ ἀφόδῳ οὐκ ἐγίγνετο τὰ ἱερά. ταύτην μὲν οὖν τὴν ἡμέραν ἐπαύσαντο. [6.4.14] καί τινες ἐτόλμων λέγειν ὡς ὁ Ξενοφῶν βουλόμενος τὸ χωρίον οἰκίσαι πέπεικε τὸν μάντιν λέγειν ὡς τὰ ἱερὰ οὐ γίγνεται ἐπὶ ἀφόδῳ. [6.4.15] ἐντεῦθεν κηρύξας τῇ αὔριον παρεῖναι ἐπὶ τὴν θυσίαν τὸν βουλόμενον, καὶ μάντις εἴ τις εἴη, παραγγείλας παρεῖναι ὡς συνθεασόμενον τὰ ἱερά, ἔθυε· καὶ ἐνταῦθα παρῆσαν πολλοί. [6.4.16] θυομένῳ δὲ πάλιν εἰς τρὶς ἐπὶ τῇ ἀφόδῳ οὐκ ἐγίγνετο τὰ ἱερά. ἐκτούτου χαλεπῶς εἶχον οἱ στρατιῶται· καὶ γὰρ τὰ ἐπιτήδεια ἐπέλιπεν ἃ ἔχοντες ἦλθον, καὶ ἀγορὰ οὐδεμία πω παρῆν.
[6.4.17] Ἐκ τούτου ξυνελθόντων εἶπε πάλιν Ξενοφῶν· Ὦ ἄνδρες, ἐπὶ μὲν τῇ πορείᾳ, ὡς ὁρᾶτε, τὰ ἱερὰ οὔπω γίγνεται· τῶν δ᾽ ἐπιτηδείων ὁρῶ ὑμᾶς δεομένους· ἀνάγκη οὖν μοι δοκεῖ εἶναι θύεσθαι περὶ αὐτοῦ τούτου. [6.4.18] ἀναστάς τις εἶπε· Καὶ εἰκότως ἄρα ἡμῖν οὐ γίγνεται τὰ ἱερά· ὡς γὰρ ἐγὼ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου χθὲς ἥκοντος πλοίου ἤκουσά τινος [ὅτι] Κλέανδρος ‹ὁ› ἐκ Βυζαντίου ἁρμοστὴς μέλλει ἥξειν πλοῖα καὶ τριήρεις ἔχων. [6.4.19] ἐκ τούτου δὲ ἀναμένειν μὲν πᾶσιν ἐδόκει· ἐπὶ δὲ τὰ ἐπιτήδεια ἀνάγκη ἦν ἐξιέναι. καὶ ἐπὶ τούτῳ πάλιν ἐθύετο εἰς τρίς, καὶ οὐκ ἐγίγνετο τὰ ἱερά. καὶ ἤδη καὶ ἐπὶ σκηνὴν ἰόντες τὴν Ξενοφῶντος ἔλεγον ὅτι οὐκ ἔχοιεν τὰ ἐπιτήδεια. ὁ δ᾽ οὐκ ἂν ἔφη ἐξαγαγεῖν μὴ γιγνομένων τῶν ἱερῶν.

[6.4.9] Ο Ξενοφώντας την άλλη μέρα, ύστερ᾽ από κείνη που έγινε η συγκέντρωση των στρατιωτών, θυσίαζε για να μάθει αν μπορούσαν να κινηθούν. Γιατί ήταν ανάγκη να βγάλει το στρατό για να προμηθευτεί τρόφιμα, κι ακόμα σκεφτόταν πως έπρεπε να θάψει τους νεκρούς. Επειδή τα σημάδια από τις θυσίες ήταν καλά, ξεκίνησε μαζί με τους Αρκάδες, κι έθαψαν τους περισσότερους νεκρούς στον τόπο όπου έπεσε ο καθένας. Γιατί ήταν πια πέντε μέρες που είχαν σκοτωθεί, και γι᾽ αυτό ήταν ολωσδιόλου αδύνατο να τους σηκώσουν. Μερικούς μάλιστα τους μάζεψαν από τους δρόμους και τους έθαψαν πρόχειρα, όσο μπορούσαν καλύτερα. Όσο για κείνους που δεν έβρισκαν, τους έφτιαξαν ένα μεγάλο κενοτάφιο κι έβαλαν επάνω στεφάνια. [6.4.10] Όταν τα έκαμαν αυτά, γύρισαν στο στρατόπεδο. Τότε δείπνησαν και κοιμήθηκαν. Την άλλη μέρα όμως μαζεύτηκαν όλοι οι στρατιώτες. Τους σύναξαν ιδιαίτερα οι λοχαγοί Αγασίας ο Στυμφάλιος και Ιερώνυμος ο Ηλείος, και οι πιο ηλικιωμένοι Αρκάδες. [6.4.11] Και πήραν την απόφαση, αν κανένας από δω και πέρα προτείνει να χωριστεί το στράτευμα, αυτός να τιμωρηθεί με θάνατο, κι ακόμα να φύγουν βαδίζοντας από τη στεριά με το σχηματισμό που είχαν πρωτύτερα, και να διοικούν οι προηγούμενοι στρατηγοί. Ο Χειρίσοφος στο μεταξύ είχε πεθάνει από ένα φάρμακο που ήπιε για να του περάσει ο πυρετός, και στη θέση του μπήκε ο Νέωνας ο Ασιναίος.
[6.4.12] Ύστερα απ᾽ αυτά σηκώθηκε ο Ξενοφώντας και είπε: «Στρατιώτες, ολοκάθαρα φαίνεται πως το ταξίδι πρέπει να το κάμουμε με τα πόδια, γιατί δεν έχουμε πλοία. Και μάλιστα είναι ανάγκη να ξεκινήσουμε τώρα, αφού και να θέλουμε να μείνουμε δεν υπάρχουν τρόφιμα. Εμείς λοιπόν, είπε, θα θυσιάσουμε, ενώ εσείς πρέπει να ετοιμάζεστε για μάχη, περισσότερο τώρα από κάθε άλλη φορά. Και τούτο, γιατί οι εχθροί έχουν πάρει θάρρος». [6.4.13] Τότε άρχισαν οι στρατηγοί να θυσιάζουν. Τη θυσία την παρακολουθούσε ο μάντης Αρηξίωνας από την Αρκαδία, γιατί ο Σιλανός ο Αμπρακιώτης πριν από καιρό είχε ναυλώσει ένα πλοίο και το ᾽σκασε από την Ηράκλεια. Τα σημάδια όμως της θυσίας δεν ήταν ευνοϊκά για την αναχώρηση, κι έτσι την ημέρα εκείνη δεν μετακινήθηκαν. [6.4.14] Αλλά μερικοί έφτασαν στο σημείο να πουν ότι ο Ξενοφώντας, θέλοντας να χτίσει πόλη στο μέρος εκείνο, κατάφερε το μάντη να πει πως οι θυσίες δεν δείχνουν καλά σημάδια για την αναχώρησή τους. [6.4.15] Γι᾽ αυτό την άλλη μέρα ο Ξενοφώντας διαλάλησε πως μπορούσε όποιος ήθελε να παρακολουθήσει τη θυσία, κι έδωσε εντολή, αν υπάρχει κανένας μάντης, να σταθεί κοντά, για να παρατηρήσει κι αυτός. Έτσι άρχισε να θυσιάζει, ενώ τριγύρω βρίσκονταν πολλοί. [6.4.16] Ξαναθυσίασε τρίτη φορά για να δει αν μπορούσαν να φύγουν, μα τα σημάδια ήταν αντίθετα. Τότε οι στρατιώτες στενοχωρέθηκαν, γιατί και τα τρόφιμα που είχαν κουβαλήσει μαζί τους σώθηκαν και πουθενά δεν έβρισκαν ν᾽ αγοράσουν.
[6.4.17] Τότε συγκεντρώθηκαν πάλι και ο Ξενοφώντας ξαναμίλησε: «Στρατιώτες, βλέπετε πως από τη μια οι θυσίες δεν είναι ευνοϊκές για το ταξίδι μας, ενώ από την άλλη χρειάζεστε τρόφιμα. Μου φαίνεται λοιπόν πως είναι ανάγκη να θυσιάζουμε γι᾽ αυτόν το σκοπό». [6.4.18] Τότε σηκώθηκε κάποιος κι είπε: «Είναι φυσικό να μη φαίνονται από τις θυσίες καλά σημάδια. Γιατί, όπως έμαθα χτες τυχαία από κάποιον που ήρθε με καράβι, ο Κλέανδρος ο αρμοστής του Βυζαντίου σκοπεύει να έρθει από κει με πλοία φορτηγά και πολεμικά». [6.4.19] Τότε νόμισαν όλοι πως ήταν σωστό να περιμένουν, υπήρχε όμως ανάγκη να βγουν για να βρουν τρόφιμα. Γι᾽ αυτό το ζήτημα ξανάκαμε τρεις φορές θυσία, μα τα σημάδια ήταν αντίθετα. Στο τέλος οι στρατιώτες άρχισαν να πηγαίνουν και στη σκηνή του Ξενοφώντα, φωνάζοντας πως τους λείπουν οι τροφές. Εκείνος όμως δήλωσε πως δεν πρόκειται να τους βγάλει από το στρατόπεδο, αν οι θυσίες δεν πάνε καλά.